Αχτσιόγλου: Με τον Μητσοτάκη η πολιτική εξαπάτηση έχει χάσει το νόημά της!
Για μια μεγάλη αντίφαση: η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τον ρυθμό ανάπτυξης και τη χώρα να απειλείται από μια νέα ανθρωπιστική κρίση, κάνει λόγο η Έφη Αχτσιόγλου στη συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis και τον Βασίλη Σκουρή.
Η κ. Αχτσιόγλου, μιλά για τον κατώτατο μισθό, τις πέντε προτάσεις για να αποκτήσει η εργασία την αξία της, ενώ επισημαίνει τα σημεία που θα απασχολήσουν για την επόμενη ημέρα της πανδημίας ως προς την πολιτική που θα ακολουθήσει η ΕΕ και τι αυτό σημαίνει σε σχέση με το Ταμείο Ανάκαμψης, τότε, αλλά και τώρα.
Ολόκληρη η συνέντευξη Αχτσιόγλου:
– Πού εκτιμάτε ότι βαδίζει η οικονομία κυρία Αχτσιόγλου;
Το 2021 σημειώνεται μια εν πολλοίς αναμενόμενη ανάκαμψη. Αναμενόμενη διότι η σύγκριση γίνεται με το 2020, χρονιά της βαθιάς ύφεσης 9%, η δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη, και του γενικευμένου lockdown. Δυστυχώς όμως εξαιτίας των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης και αυτή η ανάκαμψη αφορά ελαχίστους και συνοδεύεται από σοβαρή όξυνση των ανισοτήτων. Η σώρευση των πανδημικών χρεών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την οποία δεν δίνεται ουσιαστική λύση, ο νέος πτωχευτικός που οδηγεί σε δήμευση περιουσιών και της πρώτης κατοικίας, οι διαλυτικές παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις με κατάργηση του 8ώρου, απλήρωτες υπερωρίες, άρση της προστασίας από τις απολύσεις, καθήλωση του κατώτατου μισθού και κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, είναι μόνο κάποιες από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης που εδώ και καιρό οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τους πολίτες σε οικονομικό αδιέξοδο. Σ’ αυτά ήρθε να προστεθεί και το σαρωτικό κύμα ακρίβειας που εξαπλώθηκε, μετά την ενέργεια και το ρεύμα, σε βασικά αγαθά και στα τρόφιμα, διαμορφώνοντας μια οριακή κατάσταση για τα νοικοκυριά που στην πλειονότητά τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε βασικές δαπάνες διαβίωσης. Κι έτσι βιώνουμε τη μεγάλη αντίφαση: η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τον ρυθμό ανάπτυξης και η χώρα να απειλείται από μια νέα ανθρωπιστική κρίση.
– Σας ανησυχεί η πορεία του χρέους; Και μπορεί να οδηγηθούμε σε βάθος χρόνου σε ένα νέο μνημόνιο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι;
Προφανώς μας ανησυχεί η εκτίναξη του χρέους σε ποσοστό άνω του 200% του ΑΕΠ. Προς το παρόν βέβαια η ρύθμιση του χρέους που πέτυχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2018 παρέχει ασφάλεια στην εξυπηρέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Εκείνη η ρύθμιση έδωσε και εξακολουθεί να δίνει σημαντική ανάσα. Αναφορικά με το αν υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε νέο μνημόνιο, αυτό εξαρτάται από σειρά παραγόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή τη στιγμή το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον επικαθορίζεται πλήρως από το έκτακτο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων που εφαρμόζει η ΕΚΤ, το οποίο κρατάει τα επιτόκια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ένα πρόγραμμα από το οποίο επωφελείται ιδιαίτερα η Ελλάδα. Το βασικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος αυτού και αν η χώρα μας με το επίπεδο χρέους που έχει διαμορφωθεί θα μπορεί να έχει ακώλυτη πρόσβαση στις αγορές, αν τα επιτόκια θα αυξηθούν ή θα μείνουν συμβατά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Εξίσου κρίσιμο είναι το αν σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα επανέλθουμε στην εφαρμογή του σκληρού Συμφώνου Σταθερότητας όπως το έχουμε γνωρίσει ή θα υπάρξει τροποποίησή του και πότε θα συμβεί αυτό.
Επομένως το περιβάλλον ακόμη είναι εξαιρετικά αβέβαιο. Η διαχείριση που έχει κάνει η κυβέρνηση μέχρι στιγμής σίγουρα δεν εμπνέει ασφάλεια. Τη μεγαλύτερη ανησυχία όμως προκαλούν οι χειρισμοί που έχει κάνει στο ζήτημα των εγγυήσεων που παρέχει το ελληνικό δημόσιο μέσω του προγράμματος «Ηρακλής» προς τις συστημικές τράπεζες για τιτλοποιήσεις «κόκκινων» δανείων. Για τις εγγυήσεις αυτές ως φαίνεται η Eurostat εγείρει ζήτημα εγγραφής τους στο δημόσιο χρέος. Πρόκειται για ποσό της τάξης των 23 δισ. Αντιλαμβάνεστε ότι αν αυτά προσμετρηθούν στο δημόσιο χρέος θα μιλάμε πια για μια νέα δυστοπία υπό την απόλυτη ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ. Απευχόμαστε ασφαλώς οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση οφείλει άμεσα και υπεύθυνα να μας ενημερώσει όλους για το ζήτημα και να σταματήσει να αποφεύγει τη συζήτηση.
– Γιατί ακόμα δεν έχουν έρθει τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης; Οι αρμόδιοι υπουργοί είχαν διαβεβαιώσει ότι τα χρήματα θα είχαν έρθει το καλοκαίρι, αλλά μετά …σιωπή! Και τι κινδύνους βλέπετε από τον τρόπο διαχείρισης του Ταμείου;
Το ένα πρόβλημα με τη διαχείριση της κυβέρνησης στο θέμα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι η καθυστέρηση που κι εσείς επισημαίνεται. Ήδη μέσα σε 7 μήνες η κυβέρνηση αναθεώρησε προς τα κάτω κατά 1 δισ. τη δική της αρχική εκτίμηση για υποτιθέμενες δαπάνες εντός του 2021! Το δεύτερο πρόβλημα είναι ο σχεδιασμός της για την κατανομή των πόρων. Εκεί για άλλη μια φορά απέδειξε ότι δεν έχει το βλέμμα της στραμμένο στην κοινωνία αλλά σε ελάχιστους επιχειρηματικούς ομίλους. Δεν είναι μόνο ότι συνέδεσε την εκταμίευση των πόρων με άκρως αντικοινωνικές «μεταρρυθμίσεις» όπως οι διαλυτικές παρεμβάσεις στα εργασιακά, η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, υποδομών και υπηρεσιών, δεν είναι μόνο ότι εν μέσω πανδημικής κρίσης επέλεξε να μην κατευθύνει πόρους στο δημόσιο σύστημα Υγείας, αλλά επιπλέον σχεδίασε την πρότασή της έτσι ώστε να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Προέβλεψε ότι η χρηματοδότηση θα περάσει μέσα από τις συστημικές τράπεζες, που θα εφαρμόσουν τα δικά τους κριτήρια δανεισμού, από τα οποία ως γνωστόν αποκλείεται άνω του 90% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας. Και με τη διαχείριση λοιπόν των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης η κυβέρνηση μεθοδεύει ένα είδος φυσικής εκκαθάρισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων: χωρίς ρευστότητα, χωρίς ελάφρυνση από τα χρέη της πανδημίας και με επιβάρυνση του κόστους λειτουργίας τους λόγω της ακρίβειας.
– Τι πρέπει να διεκδικήσει η χώρα στη συζήτηση για μια νέα δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ;
Το βέβαιο είναι ότι δεν πρέπει να επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή στους εν πολλοίς αυθαίρετους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, με τα άκαμπτα όρια χρέους/ΑΕΠ στο 60% και ελλείμματος στο 3%. Το πλαίσιο αυτό ήταν ήδη και πριν την έλευση της πανδημίας εξαιρετικά προβληματικό. Οι νέες συνθήκες της πανδημίας το καθιστούν ανεφάρμοστο. Όλα σχεδόν τα κράτη μέλη κατέφυγαν στον επιπλέον δανεισμό από τις αγορές ομολόγων για να στηρίξουν με κάθε τρόπο τις οικονομίες τους λόγω των lockdown. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του δημόσιου χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος για κάθε χώρα στην ΕΕ.
Η σημαντική διαφορά, βέβαια, είναι ότι δεν ξεκινούσαν όλες από την ίδια αφετηρία. Θα ήταν λοιπόν παραλογισμός μετά από μια τέτοια κρίση, από την οποία θα έπρεπε και οι πλέον νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις να έχουν κατανοήσει την ανάγκη των κοινωνικών δαπανών, της στήριξης των δημοσίων συστημάτων Υγείας και Παιδείας, της παρέμβασης στην οικονομία για στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων, να επιστρέψουμε σε κανόνες για την πλήρωση των οποίων θα απαιτηθούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, άρα δημοσιονομικοί περιορισμοί και μέτρα λιτότητας. Η συζήτηση για την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας έχει ήδη ανοίξει. Ο ESM κατέθεσε πρόταση να ανέβει το όριο του χρέους/ΑΕΠ από το 60% στο 100%, αλλά το όριο του 3% ελλείμματος να παραμείνει ως έχει και να επιτυγχάνεται ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα στο 1/20 του τμήματος που υπερβαίνει το 100% του δημόσιου χρέους. Τούτο για την Ελλάδα μεταφράζεται στο δυσθεώρητο 4,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα τον χρόνο για τα επόμενα 20 έτη! Καταλαβαίνετε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την ελληνική κοινωνία.
Στην έκθεση βέβαια αφήνονται περιθώρια κάμψης του κανόνα. Σε κάθε περίπτωση, τούτη την ώρα η Ελλάδα θα έπρεπε να λαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες για να μην καταλήξουμε σε ένα πλαίσιο απαιτήσεων υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Η κυβέρνηση του κυρίου Μητσοτάκη όμως όχι απλώς δεν λαμβάνει τέτοιες πρωτοβουλίες αλλά προσυπογράφει το δόγμα της λιτότητας προλειαίνοντας το έδαφος για ένα νέο κύμα ραγδαίας φτωχοποίησης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
– Την εξαγγελία του πρωθυπουργού για μια δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού πώς την κρίνετε; Και, κυρίως, τι προτείνετε να γίνει;
Αυτό που είναι αναγκαίο ώστε να υπάρξει βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, δεδομένου μάλιστα και του εκτεταμένου κύματος ακρίβειας, είναι η αύξηση τώρα του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και η επαναφορά του πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων ώστε να βελτιωθούν οι μισθοί σε όλα τα επίπεδα.
Τώρα για τον κύριο Μητσοτάκη τι να πει κανείς. Η πολιτική εξαπάτηση έχει πια χάσει το νόημά της, τόσες φορές που αναγκαζόμαστε να την επικαλεστούμε. Εξελέγη υποσχόμενος αύξηση του κατώτατου μισθού διπλάσια της ανάπτυξης, τον κράτησε παγωμένο για τρία χρόνια και εξήγγειλε από το 2022 μία αύξηση κοροϊδία που στην ουσία είναι καθήλωση κι ενώ ο πληθωρισμός εκτινάσσεται, οδηγώντας σε μείωση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών. Τώρα για να φύγει από τη δύσκολη θέση συνεχίζει τον εμπαιγμό λέγοντας ότι, αν και εφόσον, είναι πιθανό να δοθεί και μία ακόμη αύξηση κοροϊδία σε δεύτερο χρόνο. Ας βγάλουν οι πολίτες τα συμπεράσματά τους.
– Μπορεί τελικά να υπάρξει μείωση του χρόνου εργασίας κυρία Αχτσιόγλου; Είναι ρεαλιστικό το 35ωρο; Ποια είναι η συνολική σας πρόταση;
Κύριε Σκουρή, το μεγαλύτερο εμπόδιο σήμερα είναι να πείσεις τους πολίτες ότι η εργασιακή πραγματικότητα που βιώνουν μπορεί να βελτιωθεί. Και είναι λογικό να υπάρχει αυτή η δυσπιστία όταν τα τελευταία χρόνια επί ΝΔ οι εργαζόμενοι δέχονται το ένα χτύπημα μετά το άλλο: από την κατάργηση του 8ώρου και τη θέσπιση της 10ωρης εργασίας χωρίς υπερωριακή αμοιβή, μέχρι την εξουδετέρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την καθήλωση του κατώτατου μισθού, την εξαφάνιση του ΣΕΠΕ, την κατάργηση του αιτιολογημένου των απολύσεων, η σημερινή κυβέρνηση έχει κάνει κυριολεκτικά τα πάντα για να απαξιωθεί η εργασία στον τόπο μας και οι εργαζόμενοι να διαβιούν υπό ακραία ανασφάλεια. Αυτό που πρέπει όμως να υπενθυμίζουμε είναι ότι η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί μονόδρομο αλλά συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Επιλογή εμβάθυνσης μιας οικονομίας χαμηλών μισθών. Στον αντίποδα αυτών των επιλογών καταθέτουμε το δικό μας σχέδιο για να δοθεί στην εργασία η αξία που της αρμόζει, με τις εξής εμβληματικές θέσεις:
1. Αντικατάσταση του κατώτατου μισθού από έναν αξιοπρεπή μισθό που θα έχει ως κατώφλι τα 800 ευρώ.
2. Ίσα δικαιώματα για όλους μέσα από ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο περιορισμού των επισφαλών μορφών απασχόλησης (εργολαβικοί, εργαζόμενοι σε πλατφόρμες, ψευδής αυτοαπασχόληση κ.λπ.).
3. Προστασία των εργαζόμενων στην πράξη με έναν ισχυρό και αξιόπιστο ελεγκτικό μηχανισμό. Κεντρική μας δέσμευση η στελέχωση του ΣΕΠΕ με τουλάχιστον 2000 ενεργούς επιθεωρητές εργασίας.
4. Βελτίωση του χρόνου εργασίας: Προέχει η κατάργηση της υπερεργασίας που αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα και θα μειώσει δραστικά τα νόμιμα χρονικά όρια εργασίας αυξάνοντας την επιπλέον αμοιβή. Παράλληλα μπορούμε σταδιακά να μεταβούμε στο 35ωρο χωρίς μείωση μισθού, ξεκινώντας με πιλοτική εφαρμογή του που θα περιλαμβάνει τη στήριξη του μισθολογικού κόστους επιχειρήσεων που θα το υλοποιήσουν.
Πιστεύω βαθιά ότι αυτές οι θέσεις μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τον χάρτη της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και να εμπνεύσουν αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους.
– Με την ακρίβεια τι πρέπει να γίνει;
Ήδη από την άνοιξη κρούαμε τον κώδωνα του κινδύνου και η κυβέρνηση αδιαφορούσε παντελώς για το ζήτημα, με τον κ. Μητσοτάκη να το υποβαθμίζει πλήρως έως και την πρόσφατη ΔΕΘ. Τελικά, τρέχοντας πίσω από τις εξελίξεις κι ενώ η ακρίβεια έχει πλέον επεκταθεί στα είδη πρώτης ανάγκης η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επέκταση ενός υφιστάμενου επιδόματος, ένα μέτρο που επ’ ουδενί δεν μπορεί να προστατεύσει τα νοικοκυριά, ενώ καμία πρόνοια δεν υπάρχει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μάλιστα αντί για μέτρα ανάσχεσης της ακρίβειας η κυβέρνηση επέλεξε εν μέσω της ενεργειακής κρίσης να εκχωρήσει τη ΔΕΗ σε ιδιώτες και να αφήσει απροστάτευτους τους πολίτες.
Αυτό που έπρεπε ήδη να έχει γίνει είναι η μείωση των ειδικών φόρων καυσίμων θέρμανσης και κίνησης, όπως προτείναμε με τροπολογία που η κυβέρνηση απέρριψε. Επίσης, ο έλεγχος της αγοράς ενέργειας για να μην λειτουργούν καρτέλ, η παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ και βέβαια η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, ώστε να ενισχυθεί το εισόδημα των πολιτών και να μπορούν στοιχειωδώς να ανταποκριθούν στις ανάγκες διαβίωσης.
– Ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύεται προς το Συνέδριό του. Τι πρέπει να αλλάξει για να διεκδικήσει την εξουσία;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. οφείλει να συνεχίσει τη μαχητική δομική αντιπολίτευση που αναδεικνύει τα αδιέξοδα αλλά και τη φαυλότητα της σημερινής κυβέρνησης. Οφείλει να επιμείνει στο σχέδιο για προοδευτική διακυβέρνηση, που θα έχει στο επίκεντρο τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας και θα διασφαλίζει μια ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, με αξιοπρεπείς όρους εργασίας και αμοιβής, με ένα κοινωνικό κράτος εγγυητή της διαρκούς μείωσης των ανισοτήτων, με αναβαθμισμένη δημόσια Υγεία και Παιδεία, με προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. οφείλει να διανοίξει εκείνα τα κανάλια επικοινωνίας με τους πολίτες, και ιδίως τους νέους, που θα τους εμπνεύσουν την εμπιστοσύνη ότι υπάρχει και άλλος δρόμος, υπάρχει εναλλακτική και διαφορετική προοπτική.
– Και μια πιο προσωπική ερώτηση. Πόσο εύκολο είναι για μια νέα πολιτικό να είναι ταυτόχρονα και μητέρα και να πρωταγωνιστεί στην πολιτική ζωή;
Μπορώ να σας πω για το αν είναι εύκολο για μια νέα μητέρα να εργάζεται σε ένα απαιτητικό πλαίσιο χωρίς ωράριο. Και απαντώ ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο. Πρόκειται μάλλον για τη μεγαλύτερη πρόκληση στη δική μου ζωή, μέχρι τώρα τουλάχιστον. Προσωπικά θεωρώ ότι κατ’ ελάχιστο ο πρώτος χρόνος της ζωής ενός παιδιού απαιτεί την παρουσία της μητέρας (όχι φυσικά τη διαρκή, αλλά την κρίσιμη), να είναι αυτή ο κύριος φροντιστής, για να μπορέσει το παιδί να νιώσει ασφάλεια, να καθησυχαστεί αλλά και για να θεμελιώσει η μητέρα αυτόν τον τόσο κρίσιμο δεσμό μαζί του, έναν δεσμό για τον οποίο οι περισσότεροι έχουμε μάθει, ακούσει ή διαβάσει. Όπως καταλαβαίνεται αυτό δύσκολα συνδυάζεται με άκαμπτες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Εκπτώσεις θα γίνουν, όπως και να ‘χει. Το ζήτημα είναι τι θέτει κανείς ως προτεραιότητα. Έχοντας διευκρινίσει αυτό, οφείλω επίσης να πω ότι οι γυναίκες δέχονται πάρα πολλές πιέσεις και παρεμβάσεις αυτή την περίοδο της ζωής τους για την επίδειξη μιας τελειότητας που καταντά άκρως καταπιεστική. Απέναντι στο έξωθεν σχεδιασμένο και επιχειρούμενο να μας φορεθεί μοντέλο της «τέλειας μητέρας» ας αγκαλιάσουμε την ιδέα της «good enough mother» κι ας πορευτεί η καθεμιά μας όπως η δική της αίσθηση την κατευθύνει.