Υποχρεωτικότητα εμβολιασμού: “Όταν η πειθώ εξαντλείται, το κράτος πρέπει να βρίσκει άλλους τρόπους”
Πολύ έντονη είναι πλέον η ανησυχία για την «κατακόκκινη» Θεσσαλονίκη, που ξεπέρασε τα κρούσματα της Αττικής, για πρώτη φορά από την έναρξη της πανδημίας, και το συναγερμό να σημαίνουν τα επίσημα επιδημιολογικά στοιχεία, που δείχνουν ότι η τελευταία εβδομάδα είναι η χειρότερη από την αρχή της επιδημίας του κοροναϊού. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο ΕΟΔΥ το απόγευμα της Πέμπτης η Θεσσαλονίκη ξεπέρασε σε μολύνσεις την Αττική.
Συγκεκριμένα από τα 2.984 κρούσματα, τα 554 εντοπίζονται στο Λεκανοπέδιο και τα 589 στη Θεσσαλονίκη.
Της Ρούλας Σκουρογιάννη
Άλλες τέσσερις περιοχές παρουσιάζουν τριψήφιο αριθμό μολύνσεων: Λάρισα (213), Μαγνησία (133), Ημαθία (113), Αχαΐα (102).
Σε τηλεοπτική τους εμφάνιση σε ενημερωτική εκπομπή στο σταθμό OPEN, ο Καθηγητής Πνευμονολογίας ΑΠΘ, Ιωάννης Κιουμής, και ο καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, έδωσαν τις εκτιμήσεις τους για την πορεία της πανδημίας, την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και την εξάντληση του ΕΣΥ απέναντι στη συνεχώς διογκούμενη πολύμηνη πίεση λόγω του κοροναϊού.
Όπως επεσήμανε ο Καθηγητής, Ι. Κιουμής:
«Δεν είναι μόνο ο αριθμός των κρουσμάτων που προκαλεί την ανησυχία. Είναι η πίεση στο Υγειονομικό σύστημα και κυρίως η εξάντληση των δυνατοτήτων που υπάρχει στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Αν είχαμε πολλά κρούσματα αλλά βρίσκονταν στο επίπεδο σοβαρότητας ενός απλού κρυολογήματος δεν θα είχαμε καμία ανησυχία. Δυστυχώς, όμως, τα κρούσματα δεν έχουν αυτή την πορεία. Κάποια από αυτά εξελίσσονται πολύ σοβαρά, χρειάζονται ΜΕΘ και εκεί έχουμε πλέον ξεπεράσει το όριο μας!
Αν δούμε τα στατιστικά στοιχεία από τη Θεσσαλονίκη, και στα προηγούμενα κύματα της πανδημίας που φτάσαμε στα όρια των δυνατοτήτων μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι θάνατοι έχουν συμβεί εκτός των μονάδων εντατικής θεραπείας και όχι μέσα στις ΜΕΘ. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στη μεταφορά των ασθενών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Αυτό οφείλεται στη δυσκολία ανεύρεσης ελεύθερης κλίνης σε ΜΕΘ και έχει σοβαρές συνέπειες στην εξέλιξη της νόσου και στην υγεία των ασθενών.
Έπρεπε να έχουμε στα χέρια μας ένα καλά δομημένο (που να προβλέπει τους αναγκαίους αυτοματισμούς) και συνεκτικό σχέδιο αντιμετώπισης της κατάστασης ήδη από τις αρχές Αυγούστου, τα δεδομένα έδειχναν ότι θα φτάσουμε στο σημερινό σημείο και υπάρχει μία συνεχής και συνεπής αύξηση των κρουσμάτων στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρξε σχέδιο που να είχε αυτού του είδους τους αυτοματισμούς, ώστε να μη χρειάζεται στην ώρα της κρίσης να γίνονται εξ αρχής συσκέψεις να ληφθούν αποφάσεις. Ακόμα και αν οι αποφάσεις είναι σωστές, οι καθυστερήσεις στοιχίζουν… Δεν υπήρξε αυτό το σχέδιο και αναζητούμε τώρα τις λύσεις.
Είμαστε σε χειρότερη κατάσταση σχετικά με πέρσι, που είχαμε πολύ λιγότερα κρούσματα και πολύ περισσότερα κρεββάτια ΜΕΘ στη διάθεσή μας. Φέτος, έχουμε πολύ περισσότερα κρούσματα και είναι γεμάτα τα κρεββάτια. Το θετικό δεδομένο είναι ότι πέρσι δεν είχαμε εμβολιασμένους πολίτες, ενώ φέτος, έχουμε ένα σημαντικό ποσοστό εμβολιασμένων και ένα επίσης σημαντικό ποσοστό ατόμων που απέκτησαν φυσική ανοσία μέσω της νόσησης. Αυτές οι δύο παράμετροι θα δείξουν πώς θα προχωρήσουμε ως προς την πανδημία, το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο».
Από τη μεριά του, ο καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας στο ΕΚΠΑ, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, τόνισε ότι: «Η νοσηλεία στις ΜΕΘ για τη νόσο του κοροναϊού, από μόνη της, καταγράφει μία πάρα πολύ υψηλή θνητότητα. Δε σημαίνει ότι αν υπήρχαν ισάριθμες με τους ασθενείς ΜΕΘ, ο κόσμος θα σωζόταν.Η πραγματικότητα σε όλο τον κόσμο είναι διαφορετική.
Η λύση για την πανδημία δε βρίσκεται στην αύξηση των ΜΕΘ.
Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα από πλευράς στελέχωσης είναι εξαντλημένο αυτή τη στιγμή στο χώρο της εντατικής θεραπείας. Αν –για παράδειγμα– βρεθούν 1000 νέες κλίνες ΜΕΘ, πλήρως εξοπλισμένες, δεν υπάρχουν γιατροί, κυρίως, αλλά και εκπαιδευμένοι νοσηλευτές οι οποίοι να μπορούν να στελεχώσουν αυτές τις μονάδες και να λειτουργήσουν σύμφωνα με τα διεθνή standards, ώστε να έχουμε καλά αποτελέσματα. Όσοι επαγγελματίες υγείας είχαν οποιαδήποτε σχετική (έστω κ μικρή) εξειδίκευση, έχουν όλοι προσληφθεί. Έτσι, αν αυτή τη στιγμή προκηρυχθούν θέσεις εντατικολόγων, δεν υπάρχουν εντατικολόγοι για να προσληφθούν. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να λέμε ότι θα αντιμετωπίσουμε την πανδημία με τις εντατικές, διότι δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα.
Η πανδημία αντιμετωπίζεται με το εμβόλιο και η λογική ότι πρέπει να αφεθεί ο εμβολιασμός στη διακριτική ευχέρεια καθενός συνανθρώπους μας κάπου έχει ένα όριο. Όταν η πειθώ εξαντλείται, το κράτος πρέπει να βρίσκει άλλους τρόπους να λύνει το πρόβλημα», σημείωσε ο κ. Βασιλακόπουλος, εξηγώντας ότι αναφέρεται στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού.
Στη συνέχεια, ο κ. Βασιλακόπουλος είπε ότι όσοι είναι υπέρ του εμβολιασμού αλλά κατά της υποχρεωτικότητας καλό είναι να εξηγήσουν με ποιους τρόπους θα πεισθούν οι πολίτες να εμβολιαστούν!
Γιατί η θνητότητα είναι μεγαλύτερη στη χώρα μας συγκριτικά με άλλες χώρες
Το θέμα έθιξε ο Καθηγητής Πνευμονολογίας ΑΠΘ, κ. Κιουμής, επισημαίνοντας ότι:
«Υπάρχει μία ανωριμότητα του συστήματος Υγείας να μπορέσει να διαχειριστεί τέτοιου είδους κρίσεις, όπως αυτή που βιώνουμε τώρα. Δηλαδή, το σύστημα δεν έχει τα αντανακλαστικά εκείνα που θα χρειάζονταν μία κατάσταση τόσο κρίσιμη όσο αυτή που αντιμετωπίζουμε».
Για το κρίσιμο αυτό δεδομένο, ο κ. Βασιλακόπουλος διευκρίνισε ότι: «Ο αριθμός των νεκρών ανά 1.000 κρούσματα είναι απόλυτα εξαρτώμενος από τον αριθμό των εμβολιασμών και ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός: ο εμβολιασμένος -ακόμα κι αν νοσήσει- σπάνια πεθαίνει. Αν έχουμε 1.000 κρούσματα σε ισάριθμους εμβολιασμένους, θα έχουμε ελάχιστους θανάτους. Αν έχουμ 1.000 κρούσματα και οι μισοί είναι ανεμβολίαστοι, θα έχουμε πάρα πολύ υψηλό αριθμό θανάτων.
Αν φτιάχνουμε μονάδες ΜΕΘ διπλασιάζοντας τα κρεβάτια, κάθε χρόνο, το προσωπικό που θα προσλαμβάνεται δεν μπορεί να έχει την εμπειρία που θα χρειαζόταν για να λειτουργήσει με τη βέλτιστη δυνατή αποδοτικότητα, για να έχουμε σαν αποτέλεσμα την ελάχιστη θνητότητα».