Το σουηδικό μοντέλο και τα παραδείγματα των χωρών του ΟΟΣΑ
Με αφορμή το νομοσχέδιο για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, οι κυβερνητικοί παράγοντες, στο πλαίσιο του δημόσιου επιστημονικού και πολιτικού διαλόγου, προκειμένου να πείσουν τους πολίτες ισχυρίζονται ότι αυτή η επιλογή έχει ακολουθηθεί από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των χωρών του Οικονομικού Οργανισμού Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ειδικότερα, αναφέρονται στις χώρες της Σουηδίας, της Δανίας και της Ολλανδίας, με ιδιαίτερη αναφορά ότι η κυβερνητική επιλογή στην Ελλάδα ακολουθεί το Σουηδικό μοντέλο.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Πιο συγκεκριμένα, οι κυβερνητικοί παράγοντες ισχυρίζονται ότι όλες αυτές οι χώρες έχουν εισάγει στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης κεφαλαιοποιητικά συστήματα.
Αυτό όμως που απαιτείται να γίνει κατανοητό στους πολίτες και το οποίο η κυβέρνηση επιμελώς αποκρύπτει είναι ότι αυτές οι χώρες πράγματι διαθέτουν κεφαλαιοποιητικά συστήματα με ατομικούς λογαριασμούς αλλά καμία ανεπτυγμένη χώρα δεν επιχείρησε να μετατρέψει ένα αναδιανεμητικό σύστημα σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών με τη πρόκληση ενός κόστους μετάβασης.
- Κι΄αυτό γιατί δεν επέλεξαν πολιτικά, δημοσιονομικά, οικονομικά και κοινωνικά, όπως επιλέγει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση, να επωμιστούν οι πολίτες τους και ο Κρατικός Προϋπολογισμός φορολογικά βάρη και δημοσιονομική αποσταθεροποίηση, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το υψηλό κόστος μετάβασης που δημιουργείται.
Η Ολλανδία έχει υποχρεωτικό κεφαλαιοποιητικό πυλώνα μέσω όμως της επαγγελματικής ασφάλισης, ενώ οι μόνες χώρες που έχουν υποχρεωτικό δημόσιο κεφαλαιοποιητικό πυλώνα ατομικών λογαριασμών είναι η Δανία και η Σουηδία.
Όμως αυτές οι χώρες, τους δημόσιους κεφαλαιοποιητικούς πυλώνες ατομικών λογαριασμών (ατομικός κουμπαράς) τους δημιούργησαν από μηδενική βάση, δηλαδή δεν προσπάθησαν να μετατρέψουν το αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών, αλλά δημιούργησαν έναν κεφαλαιοποιητικό πυλώνα από μηδενική βάση για να μην επωμιστούν το υψηλό κόστος μετάβασης που δημιουργείται αναπόφευκτα σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Οι μόνες χώρες που επιχείρησαν το πείραμα της μετάβασης από ένα αναδιανεμητικό σύστημα σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών, ήταν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και οι χώρες τις Βαλτικής, με τις περισσότερες από αυτές να επιστρέφουν στα δημόσια αναδιανεμητικά συστήματα υπό το βάρος των δανείων που είχαν λάβει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το κόστος μετάβασης που δημιουργήθηκε.
- Έτσι, όπως αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο, η επιλογή μετάβασης από την διανεμητική επικουρική ασφάλιση των νοητών λογαριασμών στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση των ατομικών λογαριασμών (ατομικός κουμπαράς) που επιχειρεί να πραγματοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι αυτό που επέλεξε η Σουηδία και η Δανία, όπως λανθασμένα ισχυρίζονται οι κυβερνητικοί παράγοντες. Αντίθετα, είναι αυτό που επέλεξαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Βαλτικής.
Η Σουηδία και η Δανία δημιούργησαν χώρο στις καταβαλλόμενες από τους εργαζόμενους ασφαλιστικές εισφορές (η Σουηδία 2,5% του μισθού) για να δημιουργηθούν οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες των ατομικών λογαριασμών από μηδενική βάση. Σε αυτή την περίπτωση δεν δημιουργείται το κόστος μετάβασης που δημιουργείται στην περίπτωση της μετατροπής ενός διανεμητικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών, όπως αυτό που επιχειρεί η κυβέρνηση με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής σύνταξης η οποία σήμερα λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα νοητών λογαριασμών.
Αυτό το σύστημα το διανεμητικό με νοητούς ατομικούς λογαριασμούς έχει την ίδια λειτουργία με το διανεμητικό σύστημα της κύριας σύνταξης με την μόνη διαφορά ότι προσαρμόζεται αυτόματα στη γήρανση που πληθυσμού και για αυτόν τον λόγο παραμένει μακροχρόνια σε οικονομική ισορροπία και δεν επιβαρύνει την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Επίσης, η απόδοση αυτού του συστήματος και το ύψος των μελλοντικών συντάξεων εξαρτάται από την πορεία της πραγματικής οικονομίας και της αύξησης της παραγωγικότητας.
- Σε αντίθεση με το σύστημα της πλήρους κεφαλαιοποίησης (είναι άλλο σύστημα το πλήρες κεφαλαιοποιητικό των ατομικών λογαριασμών και άλλο το διανεμητικό σύστημα των νοητών ατομικών λογαριασμών) ( βλ. για τους ορισμούς European System of Accounts 2010) που προτείνει η κυβέρνηση του οποίου η απόδοση και το ύψος των μελλοντικών συντάξεων εξαρτάται από τους κινδύνους και την αβεβαιότητα των χρηματιστηριακών αγορών και κεφαλαιαγορών.
Κατά συνέπεια, στην προοπτική των υψηλών δημοσιονομικών, οικονομικών και κοινωνικών κινδύνων που επιφυλάσσει (78 δις ευρώ κόστος μετάβασης) το κυβερνητικό ασφαλιστικό εγχείρημα και σε συνδυασμό ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (κύρια και επικουρική σύνταξη) με βάση την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, είναι μακροχρόνια οικονομικά βιώσιμο μέχρι το 2070, αφού η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη μέχρι το 2070 θα είναι κάτω από το Μνημονιακό όριο του 16,2% του ΑΕΠ (το 2070 εκτιμάται στο 12,2% του ΑΕΠ) και η κρατική δαπάνη θα είναι κάτω από 5% του ΑΕΠ (4,8% ΑΕΠ), αποδεικνύεται, μεταξύ των άλλων, ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός, τεκμηριωμένος και αντικειμενικός λόγος που να συνηγορεί στην αναγκαιότητα αυτής της από κάθε άποψης λανθασμένης επιλογής.
- Επομένως, απαιτείται μια σχεδιασμένη, αναλογιστικά τεκμηριωμένη και συνεκτική ορθολογική πολιτική κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικο-ασφαλιστικής σύγκλισης με τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών του ΟΟΣΑ, η οποία θα είναι ωφέλιμη και αποτελεσματική για την ελληνική οικονομία και κοινωνία (αποφυγή του υψηλού χρέους των 78 δις ευρώ) στο πλαίσιο, μεταξύ των άλλων, της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και των επιπτώσεων της πανδημίας του covid-19.
Στην κατεύθυνση αυτή επιβάλλεται η διατήρηση του σημερινού χαρακτήρα της κύριας και της επικουρικής σύνταξης, η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα μέσω των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης καθώς και ο σχεδιασμός και η υλοποίηση πολιτικών ενίσχυσης του επιπέδου της σύνταξης των μελλοντικών γενεών, που θα προέλθει από την αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων, μέσω της αύξησης του ΑΕΠ, της απασχόλησης και της παραγωγικότητας. Άσκηση πολιτικών αντιμετώπισης των κοινωνικο-ασφαλιστικών ανισοτήτων και ορθολογικής και αποτελεσματικής λειτουργίας του e- ΕΦΚΑ. Κατάρτιση και υλοποίηση εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης της δημογραφικής γήρανσης, προκειμένου ο πληθυσμός στην Ελλάδα να μην μειωθεί, σύμφωνα με τη πρόβλεψη της Eurostat, κατά 2,3 εκατομ. άτομα μέχρι το 2070.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου