Ο “ελέφαντας στο δωμάτιο”-Πίσω από τις προθέσεις Καραμανλή και Σημίτη
Κακώς εκτιμούν ορισμένοι πως η δημόσια και σφοδρή αντιπαράθεση Καραμανλή-Σημίτη για τα ελληνοτουρκικά αφορά κάποιο “Jurassic Park” πολιτικής υστεροφημίας (“δεινοσαύρων”), ή ότι εξαντλείται ως “remake” (ριμέϊκ) της πολιτικής βεντέτας των δύο ανδρών που ανάγεται στο πολιτικό παρελθόν. Αυτή είναι μία επιδερμική ανάγνωση, βολική, ίσως, για εκείνους που συνηθίζουν να υποτιμούν την αξία των γεγονότων.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή –εις απάντηση του άρθρου/προδημοσίευση του Κώστα Σημίτη στην εφημερίδα “Τα Νέα Σαββατοκύριακο”– αποκάλυψε το ενεργό ηφαίστειο των διαφορετικών σχολών σκέψης περί τα ελληνοτουρκικά, ενόψει, μάλιστα, διευθετήσεων που προωθούν σύμμαχοι και εταίροι σε ολόκληρο το γεωπολιτικό φάσμα που ξεκινά από το Αιγαίο και φθάνει στο Κυπριακό και την ανατολική Μεσόγειο. Σε αδρές γραμμές, η σχολή που εκπροσωπεί ο Κ. Καραμανλής επιμένει πως δεν επιτρέπεται καμία απολύτως απόκλιση από την πάγια εθνική θέση (μοναδική διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ως επακόλουθο και της ΑΟΖ), εκείνη, δε, που εκπροσωπεί ο Κ. Σημίτης προκρίνει μια πιο “ενεργή” διπλωματία που δρομολογεί λύσεις που μπορεί να μην είναι “τόσο ευχάριστες” –όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο του στην “Καθημερινή”.
Η αντιπαράθεση, θα ισχυριστούν κάποιοι, ίσως είναι περί όνου σκιάς, καθώς δεν διαφαίνονται προθέσεις για υπαναχώρηση από την εθνική θέση. Εάν κάτι τέτοιο είναι ακριβές, οι απόψεις του κ. Σημίτη είναι μειοψηφικές και δεν αφορούν την ελληνική διπλωματία. Είναι, όμως, έτσι;
Για μια σειρά λόγους, όχι ορατούς στους πολίτες, έχει διαμορφωθεί ένας κύκλος επιρροής που προωθεί την φαινομενικά μειοψηφική αυτή προσέγγιση. Μπορεί να διαφωνεί κανείς με τις πολιτικές που άσκησαν ο Κ. Καραμανλής, ο Αντ. Σαμαράς, ο Ευ. Βενιζέλος και άλλοι, δεν είναι, όμως, γραφικοί για να εγείρουν κατά καιρούς ζητήματα που δεν υφίστανται. Ο διεθνής παράγοντας, άλλωστε, έχει δώσει δείγματα γραφής υπέρ μιας “δημιουργικής” σύγκλισης Ελλάδος και Τουρκίας που πόρρω απέχει από την εθνική μας θέση.
Το δεύτερο θέμα που προκύπτει συμπυκνώνεται στο ερώτημα: “θέλει και μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να υπηρετήσει μια άλλη πολιτική στα ελληνοτουρκικά;”. Σχετικά με τις προθέσεις, ορισμένοι διαπιστώνουν αμφισημία και σκιές εξαιτίας κάποιων δημόσιων δηλώσεων και, κυρίως, επειδή στο ευρύτερο περιβάλλον της κυβέρνησης υπάρχουν πολιτικά και μη πολιτικά πρόσωπα (καθηγητές, άτυποι σύμβουλοι, προσωπικότητε ςμε θεσμικό ρόλο κ.ά) που συγκλίνουν με την σχολή σκέψης του Κ. Σημίτη. Εμμέσως πλην σαφώς αυτό τον κίνδυνο επισημαίνει στην ανακοίνωσή του ο Κ. Καραμανλής.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο, όμως, να αναλάβει η σημερινή κυβέρνηση το κόστος μιας ανατροπής της εθνικής θέσης. Όσο κι αν δέχεται συμβουλές και εισηγήσεις πως η συνεχιζόμενη “αδράνεια” στα ελληνοτουρκικά ενισχύει τον γεωπολιτικό ρόλο και τις αιτιάσεις της Τουρκίας. Ακούγεται, δε, ως επιχείρημα από αυτή την πλευρά πως η προωθούμενη λύση στο Κυπριακό, που ίσως οδηγήσει ακόμα και στην διχοτόμηση, είναι κατά πολύ χειρότερη από το “σχέδιο Ανάν” που απέρριψε η κυβέρνηση Καραμανλή το 2004-05. Η αλήθεια είναι πως προϊόντος του (διπλωματικού) χρόνου η Τουρκία έχει βάλει στο τραπέζι περισσότερες προκλητικές απαιτήσεις. Πολλοί θεωρούν πως ορόσημο γι’ αυτό ήταν η αλληλουχία Ίμια-Μαδρίτη-Ελσίνκι και πως ήταν η ελληνική διπλωματία της εποχής που έβαλε τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Ανάλυση του Σωτήρη Ευσταθίου: Ισορροπίες “τρόμου”: Αποστάσεις Μητσοτάκη από την κόντρα Καραμανλή με Σημίτη – “Κίνημα” βουλευτών της ΝΔ υπέρ του πρώην πρωθυπουργού
Η ανακοίνωση του Κ. Καραμανλή δεν ήταν, λοιπόν, ένα καθυστερημένο επεισόδιο της πολιτικής βεντέτας του με τον Κ. Σημίτη. Συνιστά μια υπενθύμιση της εθνικής θέσης και ταυτόχρονα της δικής του πολιτικής παρουσίας. Αποτελεί ένα μήνυμα προς οιονδήποτε επιχειρήσει να την μεταβάλει. Και για τους γνωρίζοντες την ανθρωπογεωγραφία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ν.Δ, το μήνυμα όχι μόνο ελήφθη αλλά βρίσκει απολύτως σύμφωνη την πλειονότητά της. Η αναφορά, δε, του ονόματος του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στην ίδια ανακοίνωση συνιστά μια πρόσθετη υπενθύμιση του αθροίσματος της επιρροής των δύο πρώην προέδρων και προωθυπουργών στην κομματική βάση.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως ενώ το ΚΙΝ.ΑΛ έσπευσε να υποστηρίξει τον Κ. Σημίτη, η Ν.Δ δεν εξέδωσε ανακοίνωση υπέρ του Κ. Καραμανλή, η δε κυβερνητική εκπρόσωπος αναφέρθηκε εντελώς χλιαρά και μόνο ως προς το σκέλος της πάγιας εθνικής θέσης. Έκδηλη, δηλαδή, η αμηχανία του Μεγάρου Μαξίμου…
Υπό αυτό το πρίσμα, ο σημερινός πρωθυπουργός, ακόμα κι αν είχε προθέσεις που συγκλίνουν με την “σχολή Σημίτη”, ακόμα κι αν δέχεται εισηγήσεις από πρόσωπα που προέρχονται από τον εκσυγχρονιστικό χώρο, δεν διαθέτει (ΣΗΜΕΡΑ) την κοινοβουλευτική ομάδα που θα συμφωνούσε με μια τέτοια στροφή. Παρότι, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να αποκτήσει τουλάχιστον την ανοχή μερίδας της αντιπολίτευσης. Δεν το επιδίωξε και μάλλον είναι δύσκολο να μπορέσει να το επιδιώξει εν μέσω της διαμορφούμενης πόλωσης.
Στην περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς βρήκαν απέναντί τους σύσσωμη την αντιπολίτευση, με τη Ν.Δ να πρωταγωνιστεί εμφανώς και αφανώς στην καλλιέργεια του διχαστικού κλίματος των συλλαλητηρίων. Είχε ακόμα και έναν κυβερνητικό εταίρο κατηγορηματικά αντίθετο που έθεσε ευθέως σε κίνδυνο την κυβερνητική συνοχή και απειλούσε να ρίξει την συγκυβέρνηση. Παρά ταύτα, αξιολογώντας πως η συμφωνία Κοτζιά- Ντιμιτρόφ ήταν ένας επωφελής συμβιβασμός, ο τότε πρωθυπουργός προχώρησε και ανέλαβε πλήρως το πολιτικό κόστος. Εκ των υστέρων δικαιώθηκε, η στάση, δε, της σημερινής κυβέρνησης έναντι της συμφωνίας το επιβεβαιώνει.
Τα ελληνοτουρκικά, όμως, είναι μια διακεκαυμένη ζώνη πολλαπλώς πιο επικίνδυνη πολιτικά, διπλωματικά και κοινωνικά. Οιαδήποτε αναθεώρηση της εθνικής στρατηγικής θα απαιτούσε συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, πολιτική “χημεία” μεταξύ των πολιτικών αρχηγών (ιδιαίτερα του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα), και εκπόνηση νέας στρατηγικής που θα παρουσιαστεί με πειστικότητα στον ελληνικό λαό. Είναι μάλλον απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο. Ιδιαίτερα στον παρόντα πολιτικό χρόνο.
Διαβάστε τις ανακοινώσεις των δύο πολιτικών: Σύγκρουση Καραμανλή-Σημίτη για ελληνοτουρκικά και Ελσίνκι
Και, εν κατακλείδι, η παρέμβαση του Κ. Καραμανλή, όπως και το προ διμήνου άρθρο του Αντ. Σαμαρά (“Καθημερινή”) υπενθυμίζουν την απόσταση μεταξύ της ηγετικής ομάδας της κυβέρνησης και των βουλευτών. Εφόσον ο πρωθυπουργός είχε άλλες προθέσεις -δεν έχει δείξει κάτι τέτοιο μέχρις ώρας- θα έπρεπε να διαθέτει όχι μόνο ισχυρή νωπή λαϊκή εντολή (με ενημέρωση των πολιτών για τυχόν προωθούμενες διευθετήσεις) αλλά πιθανώς και μια άλλη σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Ακόμα και με την “αποστρατεία” κάποιων που θα πρόβαλλαν εμπόδια. Ο νοών νοείτο…
Y.Γ Αξίζει, τέλος, να επισημάνουμε πως η δημόσια αντιπαράθεση Καραμανλή- Σημίτη, παρά την χαοτική διαφωνία τους, αποτελεί υπόδειγμα “πολιτικού πολιτισμού”. Ουσία, χωρίς χαρακτηρισμούς. Μάθημα, αναμφίβολα, προς όσους έχουν μετέρχονται πόλωση και ύβρεις…