Οδοιπορικό στη Σαμοθράκη: Στο νησί που σταμάτησε ο χρόνος…
Γυρίζω το χρόνο περίπου μια 15ετία πίσω και προσπαθώ να θυμηθώ τι ήταν εκείνο που θα ήθελα να ξαναδώ, να ζήσω και τι δεν πρόλαβα να γνωρίσω από τη Σαμοθράκη: το νησί που κάποιοι λατρεύουν και άλλοι αγνοούν.
Της Νικόλ Καζαντζίδου
Θυμάμαι τότε το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βρεθώ ανάμεσα σε συναδέλφους και να συζητήσω με πάθος όλα τα θέματα του δημοσιογραφικού κλάδου που νομίζαμε πως θα παραμείνει ακμαίος, ισχυρός και θα συμβάλει καθοριστικά στις εξελίξεις. Νέα, πολύ νέα τότε στο επάγγελμα και με πάθος πασπαλισμένο με ιδεαλισμό και όνειρα. Καθόμασταν στους υπολογιστές και γράφαμε, γράφαμε… γύρω μας παιδιά με κιθάρες που τραγουδούσαν. Το νησί δεν με σήκωνε. Ένοιωθα έξω από τα νερά μου. Κάναμε παύσεις, βόλτες στις βάθρες, ομελέτες στο βουνό κι εκείνος ο ελληνικός καφές νωρίς το πρωί… μου δίνε λίγο κουράγιο. Δεν θυμόμουν τη Χώρα. Μόνο τα Λουτρά. Δεν θυμόμουν θάλασσα, μόνο καταρράχτες. Δεν θυμόμουν ήχους, μόνο μυρωδιές. Κι ένα χάσιμο χρόνου, απροσδιόριστο. Το δωμάτιο λιτό, με τα απολύτως απαραίτητα. Το νοικιασμένο μηχανάκι στα τελευταία του. Ήθελα να φύγω, μου έλειπαν, οι ανέσεις, δεν ήξερα τι ήθελα…
Η ενημέρωση από τα ηχεία για τους οδηγούς που πρέπει να παραλάβουν τα οχήματα καθώς το πλοίο φτάνει στο νησί, με βγάζει από την αναπόληση μου. Σαμοθράκη, καλοκαίρι covid-19. Έτσι το αποκαλούμε εμείς του τουρισμού. Ανεβαίνουμε στη χώρα. Τα στενά σοκάκια, οι φιλόξενοι άνθρωποι. Σαν να την έβλεπα πρώτη φορά. Το κουκλίστικο σπίτι, βγαλμένο από περιοδικό… αλήθεια πόσες φορές άκουσα τη φράση «μα αξίζει τέτοια επένδυση για δύο μήνες σεζόν;». Ξανά η πεντανόστιμη ομελέτα μπροστά μου, ο ελληνικός καφές στα οποία προστέθηκαν και δύο γευστικά ατίθασα τζισκέηκ, καθώς είναι γνωστό τοις πάσι πως όταν δεν μπορείς να διαλέξεις, παίρνεις και τα δύο.
Βόλτες στις βάθρες, στη Γέφυρα του Φονιά… αυτό το θυμόμουν! Χώθηκα και χάθηκα μέσα στα λουλούδια, ερωτεύτηκα την ομώνυμη μπύρα, που μου θύμιζε μια μαύρη μοναστηριακή που αγαπώ και κάθισα ώρες πολλές, με τις παρέες να εναλλάσσονται. Όλα πήγαιναν και έρχονταν με τον δικό τους ρυθμό αλλά για κάποιο λόγο ήταν ίδιος με τον δικό μου. Πρόσωπα γύρω μου άλλα οικεία άλλα απόμακρα άλλα ξένα και άλλα καθρέφτες. Φίλοι και αγαπημένοι ήταν συνοδοιπόροι. Η διαδρομή αλλόκοτη. Άνθρωποι που δεν έφευγαν ποτέ, άνθρωποι που ήρθαν από έξω και για πάντα και άνθρωποι “κατσίκια” που σκαρφάλωναν στις πλαγιές του Σάος ατρόμητοι.
Στα Λουτρά τα τραγούδια και οι μουσικές ήταν αυτήν τη φορά πιο μελωδικά. Στα τραπέζια δεν ήμασταν συνάδελφοι που μάλωναν για τα προβλήματα του κλάδου. Τώρα ήμουν εγώ η μεγάλη και εκείνοι τα παιδιά. Μόνο που αυτά τα παιδιά μου φάνηκαν πιο χαρούμενα. Πιο όμορφα. Πιο ταλαντούχα. Τραγουδούσαν, έπαιζαν κιθάρες και άφηναν χώρο σε όποιον ήθελε να είναι εκεί. Όλα ίδια. Το καφενείο, τα πλατάνια, οι αιώρες και αυτή η ανοιχτή αγκαλιά για το διαφορετικό.
Σε άκουγα προσεκτικά όσο μιλούσες για το μέλλον. Για όλα αυτά που προσπαθείς να ελέγξεις και να προεξοφλήσεις. Σε άκουγα, πίστεψέ με. Όμως αν κάτι έμαθα από τη Σαμοθράκη, είναι πως ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα είσαι αύριο, όποια διαδρομή κι αν ακολουθήσεις. Και πως εκείνο που μετράει είναι να νοιώθεις ευπρόσδεκτος, όπου κι αν βρεθείς. Όπως εγώ στη Σαμοθράκη του σήμερα, που κατάφερα να δω, να αγγίξω, να ζήσω και να αφεθώ στο αγκάλιασμά της. Η Σαμοθράκη δεν αλλάζει, μόνο εμείς.
ΣΣ: Το δημοσιογραφικό συνέδριο της Σαμοθράκης που διοργάνωνε κάθε χρόνο η ΕΣΗΕΜ-Θ αποτελούσε θεσμό από το 1992 και για 16 χρόνια, μέχρι το 2008 όπου πραγματοποιήθηκε για τελευταία φορά.