Επιμόνως συναινών ο Τσίπρας στα ελληνοτουρκικά…
Η μυστική συνάντηση των εξ απορρήτων συμβούλων του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου στο Βερολίνο, πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής Ερντογάν στο διάταγμα για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, προσέφερε μια μεγάλη ευκαιρία στην αξιωματική αντιπολίτευση να σερβίρει το κρύο πιάτο της εκδίκησης για όσα είχε υποστεί από την σκληρή κριτική της Ν.Δ τα προηγούμενα χρόνια.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ο Νίκος Κοτζιάς –και κατά λογική συνακολουθία ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας– είχαν κατηγορηθεί ευθέως για “μυστική διπλωματία” με τον Ζόραν Ζάεφ, πριν ακόμα εκκινήσει η διαπραγμάτευση με την πΓΔΜ που κατέληξε στην Συμφωνία των Πρεσπών. Κάθε συνάντηση του πρώην πρωθυπουργού με τον Ταγίπ Ερντογάν είχε ενδυθεί από καταγγελία υποχωρητικότητας, και κάθε προσπάθεια να διατηρηθούν ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας οδηγούσε κορυφαία στελέχη της Ν.Δ στην υιοθεσία των υπονομευτικών δηλώσεων της τουρκικής πλευράς (“τον Ερντογάν πιστεύω, όχι τον Τσίπρα”). Ακόμα και ο τότε κυβερνητικός του εταίρος έδειξε κατά καιρούς να συμμερίζεται αυτές τις απόψεις.
Αλλά και πριν μερικούς μήνες, επισήμως η κυβέρνηση δια του Στέλιου Πέτσα αποκάλεσε τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ “δούρειο ίππο” των τουρκικών επιδιώξεων έναντι της Ελλάδας και την αξιωματική αντιπολίτευση περίπου ως ατζέντη αντεθνικών θέσεων.
Μια μυστική συνάντηση, όπως αυτή του Βερολίνου, που έγινε γνωστή δια στόματος Μεβλούτ Τσαβούσογλου, θα έπρεπε να είναι “βούτυρο στο ψωμί” της αντιπολίτευσης. Να μεταβληθεί σε μείζον ζήτημα και “αποκάλυψη” της διπλής γλώσσας: από τη μία ιαχές για την προσβολή της εμβληματικής Αγίας Σοφίας και από την άλλη υποχώρηση στην γερμανική προσταγή για απευθείας διάλογο με τον -κατά τον ίδιο τον πρωθυπουργό- “ασεβή” Ερντογάν.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έπραξε κάτι τέτοιο, δίνοντας την δυνατότητα στον Κυριάκο Μητσοτάκη να καταστήσει υποτονικό και άσφαιρο το επιχείρημα του Αντώνη Σαμαρά “κανένας διάλογος με τους πειρατές” και δημιουργώντας περιβάλλον σχετικής “ασυλίας” του πρωθυπουργού.
Είναι χαρακτηριστική η φρασεολογία όσων δηλώνουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η επίσημη ανακοίνωση:
“Μετά την προκλητική απόφαση Ερντογάν για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και ενώ βουλευτές και υπουργοί της ΝΔ πλειοδοτούσαν σε εθνολαϊκισμό και ακροδεξιές κορώνες, η κυβέρνηση πραγματοποιούσε μυστική τριμερή συνάντηση με την Τουρκία και τη Γερμανία.
Το γεγονός ότι η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης επιτέλους, έστω και με τεράστια καθυστέρηση, αντιλαμβάνονται τη σημασία της απειλής των κυρώσεων, της συμμετοχής στον ευρωτουρκικό διάλογο και των ανοιχτών διαύλων, σε αντίθεση με ό,τι έλεγε στο παρελθόν, είναι θετικό.
Ωστόσο, σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία που η Τουρκία εντείνει την επιθετικότητα της, η κυβέρνηση οφείλει τουλάχιστον να ενημερώσει άμεσα την αντιπολίτευση για το τι συζητήθηκε στην τριμερή αντί να μας πληροφορεί ο Τούρκος ΥΠΕΞ.
Δεν γνωρίζουμε αν κρύβεται επειδή φοβάται την ακραία πτέρυγά της. Πάντως, να μην ανησυχεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδείξει τον λαϊκισμό της ΝΔ όταν αυτή ήταν στην αντιπολίτευση. Ο Τσίπρας δεν είναι Μητσοτάκης”.
Τι ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ: Επίσημη ενημέρωση για όσα διαμείφθηκαν στο Βερολίνο. Την ίδια ώρα που επικροτεί για την μετακίνηση της κυβέρνησης στην πάγια θέση του για την άσκηση πίεσης στην ΕΕ να κρατήσει ενεργό το πλαίσιο κυρώσεων. Το τελευταίο είχε ατονήσει λόγω της επιμονής της Γερμανίας και της υποχώρησης της κυβέρνησης.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ήπια αντίδραση, συνέχεια της συναινετικής στάσης που εγκαινίασε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τον μεταναστευτικό εκβιασμό του Ερντογάν στον Έβρο. ‘Ενα κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, ωστόσο, που δημοσκοπικά εμφανίζεται να απέχει έως και 20 μονάδες από το κυβερνών στην “πρόθεση ψήφου”, λογικά θα άδραχνε την ευκαιρία μιας μυστικής συνάντησης για να εξαπολύσει μύδρους περί “πατριδεμπορίου” και υποκρισίας. Οι “μειοδότες” των Πρεσπών θα έπαιρναν γλυκά την εκδίκησή τους από εκείνους που έστηναν ικριώματα.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν το πράττει. Καλώς ή κακώς –το μέλλον θα το δείξει– επιλέγει μια στάση που αντανακλά την υπερίσχυση εντός του κόμματος εκείνου του τμήματος που προσεγγίζει τα ελληνοτουρκικά με μια διάθεση πιο κοντά στις απόψεις του σημιτικού μπλοκ. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ως πρωθυπουργός έχει διαχειριστεί το εθνικό θέμα και προφανώς έχει πληροφόρηση για την προωθούμενη γερμανική διαμεσολάβηση. Είναι, όμως, βέβαιο πως αντιλαμβάνεται και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την πολιτική.
Και για το εθνικό μας θέμα αυτό καθ΄ αυτό, αλλά και για το ίδιο το κόμμα του. Η προσφορά συναίνεσης δεν αναγνωρίζεται εύκολα. Η κυβέρνηση και τα φίλα προσκείμενα ΜΜΕ την εκλαμβάνουν ως αδυναμία, ένα τμήμα δε της εκλογικής του βάση αναζητά υψηλότερους “πατριωτικούς” τόνους.