Αντιμέτωπος με την πραγματικότητα…
Η ρήση “έπρεπε να είχα πάει σε εκλογές…” είναι το αποτύπωμα του βαρύ διασταγμού στις εξομολογήσεις των πολιτικών απέναντι στην ιστορία τους. Έχει ειπωθεί αρκετές φορές στην σύγχρονη πολιτική μας ιστορίας. Από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, έως τον Κώστα Καραμανλή και τον Γιώργο Παπανδρέου, όταν εκ των υστέρων διαπίστωσαν πως θα ήταν καλύτερο για τους ίδιους και τα κόμματά τους να προτιμήσουν μια εκλογική αναμέτρηση στον χρόνο που θα συνέφερε και όχι στον χρόνο που θα έπρεπε.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως οδηγείται στο δεύτερο. Στην τελευταία αντιπαράθεσή του στη Βουλή με τον Αλέξη Τσίπρα δήλωσε ευθέως πως δεν πρόκειται να αιφνιδιάσει με πρόωρες εκλογές μέχρι τον Σεπτέμβριο. Το έκανε επανειλλημένα τις τελευταίες εβδομάδες με τρόπο δεσμευτικό. “Τέλος στα σενάρια εκλογών από Μητσοτάκη”, επισημαίνει στο πρωτοσέλιδο του Σαββάτου η “Καθημερινή”, και αυτό ακριβώς αντιλήφθηκαν όλοι. Θα μπορούσε να μην το πει, να αφήσει το ενδεχόμενο να αιωρείται ως απειλή προς τον πολιτικό αντίπαλο και ως εργαλείο συσπείρωσης του κομματικού στρατού. Το να παραβεί αυτή την τόσο σαφή δημόσια δέσμευση θα ισοδυναμούσε με κρεσέντο πολιτικαντισμού.
Εξαρχής, άλλωστε, το πρόβλημα του πρωθυπουργού με τις εκλογές δεν ήταν ο δισταγμός πως ίσως να μην στεκόταν εφικτό να τις κερδίσει.Οι δημοσκοπήσεις που τόσο συχνά επικαλείται δείχνουν πως θα έκανε έναν υγιεινό κυριακάτικο περίπατο. Αλλά, όλοι γνωρίζουν, πως οι μετρήσεις κάνουν τη δουλειά τους πριν προκηρυχθούν εκλογές. Άπαξ και προκηρυχθούν η κινητικότητα που προκαλείται οδηγεί εκ των πραγμάτων σε αβεβαιότητες.
Οι ίδιοι οι δημοσκόποι, άλλωστε, στις αναλύσεις τους επισημαίνουν εδώ και καιρό πως το σοβαρότερο πρόβλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα αυτό καθ’ αυτό,αλλά το αφήγημα δια του οποίου θα έπρεπε να εξηγήσει γιατί πρέπει να προσφύγει πρόωρα στις κάλπες μόλις ένα χρόνο μετά την ευρεία νίκη του τον Ιούλιο του 2019.
Το 80% των πολιτών δεν θέλουν εκλογές, η δε εξωραϊσμένη εικόνα περί της οικονομίας, σε συνδυασμό με τους πανηγυρισμούς για τα κονδύλια που θα συρρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης, δυσχεραίνουν κατά πολύ την διατύπωση ενός εκλογικού διλήμματος. Αφήνουν, δε, να υπονοείται πως ο ζητούμενος “μηδενισμός του κοντέρ” μπορεί να υποκρύπτει μια πονηρή ατζέντα επανεκκίνησης με ένα μικρού τσουνάμι αντιδημοφιλών μέτρων. Ο λαός μπορεί να μην είναι πάντοτε “σοφός”, όπως λέγεται, ως προς τις επιλογές του, δεν είναι, ωστόσο, και κουτός. Διαθέτει ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης έναντι πιθανώς κινδύνων.
Πέραν τούτων υπάρχει και ο βραχνάς της απλής αναλογικής. Το “σαραντάρι” των εκλογών του περασμένου Ιουλίου δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο και μια σημαντική μείωση του ποσοστού στην πρώτη αναμέτρηση θα δημιουργήσει εκ των πραγμάτων εύλογα ερωτήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να διολισθήσει από το 32,5% στο ποσοστό των ευρωεκλογών, αλλά και η Ν.Δ είναι εξαιρετικά πιθανό να κυμανθεί λίγο πάνω από το 30%. Ο εκλογικός χάρτης δεν θα είναι ίδιος και η διαδικασία των διερευνητικών εντολών για τον σχηματισμό κυβέρνησης μπορεί να βγάλει “μαργαριτάρια”.
Έχοντας θεσμικά την πρωτοβουλία των κινήσεων ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι εκείνος που θα πρέπει να εξηγήσει γιατί απορρίπτει κάθε ενδεχόμενο να συγκυβερνήσει με τον πολιτικό του αντίπαλο. Εάν τα πράγματα, όπως θα ισχυριστεί, είναι δύσκολα και απαιτούν νωπή εντολή, τι είναι αυτό που θα αποκλείσει την συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας; Τον Ιούλιο του 2019, άλλωστε, το εκλογικό σώμα μπορεί να απέρριψε τον Αλέξη Τσίπρα –χωρίς να τον “σκοτώσει”– αλλά δεν δεσμεύτηκε εφ΄ όρους ζωής με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η ιστορία έχει αποδείξει πλειστάκις πόσο εύκολα αλλάζουν οι διαθέσεις των πολιτών.
Το “τέλος στα σενάρια των εκλογών”, ωστόσο, φέρνει τον πρωθυπουργό αντιμέτωπο με την πραγματικότητα σε μια περίοδο ύφεσης της πανδημίας αλλά με το υγειονομικό μέτωπο ακόμα ανοικτό και τις οικονομικές της συνέπειες να δημιουργούν νέες αβεβαιότητες και νέους φόβους. Εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των αναλυτών, τον Σεπτέμβριο περίπου 1,7 εκατομμύρια συμπολιτών μας θα βρίσκονται είτε στην ανεργία, είτε σε περιβάλλον ζοφερής εργασιακής ανασφάλειας.
Η ύφεση θα έχει εδραιωθεί και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια κατάσταση που δεν θα μπορεί να εξισορροπείται με το μνημειώδες επιχείρημα σχετικά με το τι έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο επτάμηνο του 2015. Εάν, δε, προστεθούν και τα πιθανά διλλήματα μεταξύ μικρών lockdown (λόγω δεύτερου κύματος κοροναϊού) και ανοικτής οικονομίας η εξίσωση θα γίνει δυσκολότερη.