DW: Μεγάλη έρευνα για τις παράνομες επαναπροωθήσεις στην Τουρκία – Τι απαντά η Αθήνα
«Έλα μαζί μας και θα σου δώσουμε καινούργια χαρτιά»: αυτό είπε ο αστυνομικός στον Μπαχτιάρ. Μια Τετάρτη πρωί, στα τέλη Απριλίου. Ο 22χρονος Αφγανός πίστεψε πως η προσφορά αυτή ήταν το κλειδί για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του για μια καινούργια ζωή στην Ευρώπη. Πριν από δύο μήνες είχε καταφέρει να διασχίσει τον Έβρο, το φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, και βασική διαδρομή που ακολουθούν οι πρόσφυγες για να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συνέχισε την πορεία του μέχρι τα Διαβατά, το επίσημο καμπ προσφύγων έξω από τη Θεσσαλονίκη. Με το που έφτασε φρόντισε ώστε να βγάλει χαρτιά από την ελληνική αστυνομία, τα οποία αποτελούν και ένα πρώτο βήμα για την αίτηση ασύλου. Στη φωτογραφία του χαρτιού φαίνεται πως εκδόθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2020. Ο Μπαχτιάρ περίμενε εναγωνίως να ανοίξουν ξανά οι υπηρεσίες, που είχαν κλείσει εξαιτίας του κορωνοϊού, ώστε να κάνει αίτηση ασύλου. Αυτή η ευκαιρία όμως δεν θα του δινόταν τελικά.
Ανακαλώντας εκείνη τη συνάντησή του με την αστυνομία τον Απρίλιο, ο Μπαχτιάρ ανέφερε μιλώντας στη DW πως τον έβαλαν μέσα σε ένα λευκό βαν και τον πήγαν σε ένα αστυνομικό τμήμα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αντί να του δώσει νέα έγγραφα, όπως του είχε υποσχεθεί, η αστυνομία πήρε ό, τι είχε μαζί του, συμπεριλαμβανομένου του κινητού του. Αργότερα μεταφέρθηκε σε άλλο αστυνομικό τμήμα όπου, όπως είπε, οι αστυνομικοί τον χαστούκισαν και τον κλώτσησαν. Μέσα σε λίγες ώρες βρισκόταν μέσα σε ένα φορτηγό που σκεπαζόταν με ένα σεντόνι για να εμποδίζει τον οποιονδήποτε να δει ποιος ήταν μέσα. Ο Μπαχτιάρ δεν το ήξερε ακόμη, αλλά κατευθύνονταν προς τα ανατολικά.
Μόλις το φορτηγό σταμάτησε, ο νεαρός Αφγανός θα συνειδητοποιούσε ότι δεν ήταν μόνος. Και άλλοι αιτούντες άσυλο, όπως ο ίδιος, είχαν παραταχθεί στις όχθες του ποταμού. Οι νεαροί άνδρες έμπαιναν στις βάρκες, δέκα-δέκα. Ο Μπαχτιάρ θυμάται πως ο βαρκάρης μίλησε στα ελληνικά μ’ αυτούς που θεώρησε έλληνες αστυνομικούς και μετά με τους αιτούντες άσυλο στη μητρική τους γλώσσα, τα νταρί. Η DW δεν μπόρεσε να εξακριβώσει ότι επρόκειτο όντως για έλληνες αστυνομικούς. Για τον Μπαχτιάρ όμως ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν κάτι τέτοιο.
Η DW συναντά τα άτομα που επαναπροωθήθηκαν
Λόγω της κρίσης του κοροναϊού, τα σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας είναι κλειστά. Όλες οι επίσημες διαδικασίες απέλασης είναι σε αναμονή. Όταν ο Μπαχτιάρ έφτασε στην τουρκική πλευρά, δεν υπήρχε κανείς να τους περιμένει.
Όταν συναντηθήκαμε με τον Μπαχτιάρ, έμενε στην περιοχή Esenler της Κωνσταντινούπολης, που φιλοξενεί πολλούς Αφγανούς. Η πόλη είναι σε καραντίνα. Είναι δύσκολο να μετακινηθεί. Φορά ένα κόκκινο μπλουζάκι με την επιγραφή «Νέα Υόρκη». Φαίνεται λυπημένος και αναστατωμένος. Ο μοναδικός του στόχος: η επιστροφή στην Ελλάδα το συντομότερο δυνατό γιατί ονειρεύεται να ζήσει στην Ευρώπη.
Η ιστορία του Μπαχτιάρ δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Σε έρευνα που διεξήγαμε από κοινού η DW, η ολλανδική εφημερίδα Trouw, το Lighthouse Reports και το Bellingcat, εντοπίσαμε τον Μπαχτιάρ καθώς και άλλους νεαρούς που δηλώνουν ότι ήταν προηγουμένως στην Ελλάδα και επαναπροωθήθηκαν βίαια. Οι ιστορίες τους αποκρυσταλλώνουν ένα κοινό μοτίβο. Είναι όλοι άνδρες, κάτω των 30 ετών και μόνοι τους. Οι περισσότεροι προέρχονται από το Αφγανιστάν ενώ μερικοί από το Πακιστάν. Συνελήφθησαν είτε στο στρατόπεδο στα Διαβατά ή στη γύρω περιοχή.
Η DW και οι συνεργάτες της συνάντησαν και πήραν συνέντευξη από πολλούς μάρτυρες στην Ελλάδα και την Τουρκία, συνέλεξαν ελληνικά αστυνομικά έγγραφα και δημιούργησαν μια αλληλουχία αποδεικτικών στοιχείων από το στρατόπεδο προσφύγων στα Διαβατά μέχρι τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Εξετάζοντας υλικό, όπως αναρτήσεις στα social media με φωτογραφίες σε χαρακτηριστικά σημεία της Ελλάδας, τα οποία εντοπίσαμε, μπορέσαμε να επαληθεύσουμε βασικά στοιχεία των μαρτυριών. Συναντήσαμε συνολικά έξι θύματα επαναπροώθησης στην Κωνσταντινούπολη και εντοπίσαμε άλλα τέσσερα που μπόρεσαν να αποδείξουν ότι πριν ήταν στην Ελλάδα.
Ο Ρασίντ, 24 χρονών, άφησε την πατρίδα του, το Αφγανιστάν, πριν από τρία χρόνια, φτάνοντας στην Τουρκία. Η καθημερινότητα ήταν δύσκολη στο Αφγανιστάν και φοβόταν για τη ζωή του αφού υπηρετούσε στο στρατό ως έφηβος. Ο δρόμος προς την Τουρκία ωστόσο ήταν επίσης ένας αγώνας. Εργάστηκε ως μεταφορέας στην Άγκυρα, προτού μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη όπου δούλεψε ως οξυγονοκολλητής. Στην Τουρκία είχε προσωρινό καθεστώς προστασίας, το οποίο όμως δεν του έδινε πρόσβαση στο σύστημα υγείας και σε κοινωνικές υπηρεσίες.
«Στην Τουρκία η ζωή είναι γεμάτη αβεβαιότητες για τους νεαρούς Αφγανούς άντρες που δεν έχουν πρόσβαση σε βασική υγειονομική περίθαλψη και κοινωνικές υπηρεσίες», εξηγεί η Ζακίρα Χεκμάτ, ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Αλληλεγγύης με τους Αφγανούς Πρόσφυγες στην Τουρκία. «Απασχολούνται σε κακοπληρωμένες δουλειές χωρίς άδεια. Αυτό είναι σύγχρονη δουλεία». Οι Αφγανοί άντρες στην Τουρκία εργάζονται κυρίως στην παραοικονομία και κυρίως σε σκληρές και χειρωνακτικές δουλειές, όπως ο κατασκευαστικός τομέας, οι συγκοινωνίες και η κλωστοϋφαντουργία.
Ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον ο Ρασίντ ανέφερε ότι έφυγε από την Τουρκία για την Ελλάδα στις αρχές του έτους. Θυμάται να διασχίζει τον ποταμό Έβρο με περίπου 20 άλλους ανθρώπους σε μια βάρκα. Πριν την επαναπροώθησή του στα τέλη Μαρτίου, έμεινε για περίπου δύο μήνες σε μια σκηνή δίπλα στο camp προσφύγων στα Διαβατά, ένα από τα camps που δημιουργήθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα το 2016. Στο δρόμο πίσω για το camp μετά την προσευχή της Παρασκευής ο Ρασίντ είπε ότι τον σταμάτησε η ελληνική αστυνομία, η οποία του είπε να περιμένει εκεί πού ήταν.
Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε στην DW, ένα άσπρο βαν ήρθε και εμφανίστηκαν οπλισμένοι άντρες χωρίς στολές. Του είπαν να μπει μέσα. Ο Ρασίντ δεν ήξερε καν ποιοι ήταν οι άνδρες, είπε πως ανακάλυψε ότι δούλευαν για την ελληνική αστυνομία αφότου μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα. Η DW δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τη σύνδεση μεταξύ αυτών των αντρών και της αστυνομίας.Τα ελληνικά του έγγραφα, που αρχικά ίσχυαν για ένα μήνα, είχαν λήξει, αλλά δεν ήταν δυνατή η ανανέωσή τους εν μέσω της πανδημίας. Τα γραφεία μετανάστευσης έκλεισαν στη διάρκεια της καραντίνας. Στο τμήμα, η αστυνομία κατάσχεσε όλα τα υπάρχοντά του, αναφέρει ο ίδιος. «Δεν μου έδωσαν ούτε καν ένα ποτήρι νερό στο αστυνομικό τμήμα», θυμάται. Ο Ρασίντ δεν κλήθηκε να υπογράψει έγγραφα από τις ελληνικές αρχές. Μετά από ώρες σε ένα βαν, αναγκάστηκε να μπει σε μια μικρή βάρκα και να διασχίσει τον ποταμό πίσω στην Τουρκία.
Νέα στρατηγική επαναπροωθήσεων
Oι μαρτυρίες των ατόμων που έχουμε συγκεντρώσει με τους συνεργάτες μας επιβεβαιώνουν τις αναφορές οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνεργάζονται με το Border Violence Monitoring Network, μια ανεξάρτητη βάση δεδομένων. Δείχνουν ότι πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον πέντε αστυνομικές επιδρομές στο camp Διαβατών μεταξύ 31 Μαρτίου και 5 Μαΐου, με αποτέλεσμα την παράνομη επαναπροώθηση δεκάδων μεταναστών. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, η αστυνομία φαίνεται να στοχεύει νέους, μόνους άνδρες από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και τη Βόρεια Αφρική.
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος, πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, αναγνωρίζει ένα σαφές μοτίβο. «Έρχονται βαν της αστυνομίας και κάνουν έναν συνοπτικό έλεγχο, ρωτούν αν κάποιος έχει ή δεν έχει χαρτιά, κινούμενοι στα σημεία του camp που γνωρίζουν ότι μένουν άνθρωποι που δεν έχουν καταγραφεί, άνθρωποι δηλαδή που δεν έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου, και εφόσον κάποιος δεν έχει χαρτιά τον προσάγουν και του λένε ότι θα τον πάνε στην αστυνομική διεύθυνση, είτε για να δουν τα χαρτιά, είτε για να του δώσουν χαρτιά και αντ’ αυτού καταγγέλλεται ότι τον προωθούν στην Τουρκία».
Ο κ. Παπαδόπουλος προσθέτει: «Το σημαντικό και πρωτοφανές σε αυτούς τους ισχυρισμούς, εφόσον αποδειχτούν έγκυροι, είναι ότι μιλάμε για επαναπροωθήσεις από το εσωτερικό της χώρας και μάλιστα από ένα camp, χωρίς να ακολουθείται επίσημη διαδικασία απέλασης».
Σε ερώτηση για τις αναφορές αυτές για παράνομες επιστροφές, ο αναπληρωτής Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Γιώργος Κουμουτσάκος δηλώνει στην DW: «Οι κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις αρχές είναι κατασκευασμένες, ψευδείς και αβάσιμες».
Ατζέντα επιθετικής επιτήρησης
Η Ελλάδα δέχτηκε έντονη πίεση στα σύνορά της από τα τέλη Φεβρουαρίου όταν η Τουρκία σηματοδότησε το τέλος της συνεργασίας της με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον περιορισμό των προσφυγικών και των μεταναστευτικών ροών. Η Άγκυρα ενθάρρυνε τους μετανάστες να κατευθυνθούν προς τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά της με την Ελλάδα. Η Αθήνα απάντησε σφραγίζοντας τα σύνορά της και αναστέλλοντας το δικαίωμα πρόσβασης στο άσυλο τον μήνα Μάρτιο.
Ενώ οι διαδικασίες για την παροχή ασύλου επαναλειτούργησαν τον Απρίλιο, οι στατιστικές δείχνουν μείωση των αφίξεων κατά 97% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, γεγονός που δείχνει ότι η πρακτική της αποτροπής έλευσης των προσφύγων στην Ελλάδα ήταν αποτελεσματική.
Ο κ. Κουμουτσάκος δηλώνει στη DW ότι τα μέτρα που έχουν παρθεί μέχρι σήμερα ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα της κατάστασης και εξυπηρετούν νόμιμους σκοπούς, όπως, ιδίως, την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης και της δημόσιας υγείας.
Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης υπερασπίστηκε το ρεκόρ που κατέγραψε η κυβέρνηση. Μιλώντας στην κρατική τηλεόραση στη διάρκεια επίσκεψής του στη Σάμο στις 28 Απριλίου, δήλωσε: «Έχουμε μηδενικές ροές στη χώρα μας τον Απρίλιο του 2020 χάρη στις πολύ μεγάλες προσπάθειες των ανδρών και των γυναικών των σωμάτων ασφαλείας».
Την ίδια ημέρα, ωστόσο, κάτοικοι του νησιού ανέφεραν ότι είδαν νεοαφιχθέντες μετανάστες στο απομακρυσμένο χωριό Δρακαίοι. Στοιχεία που προκύπτουν από την ανάλυση βίντεο που ανέλαβαν το Lighthouse Reports και το Bellingcat δείχνουν ότι ένα σκάφος που μετέφερε 22 αιτούντες άσυλο έφτασε σε όρμο της Σάμου στις 7.30 π.μ. εκείνη την ημέρα.
Επαναπροώθηση από το νησί της Σάμου
Ο Τζούμα ήταν από τους πρόσφυγες που ανέβηκαν το απότομο μονοπάτι από τον όρμο της Σάμου προς το χωριό. Αυτή ήταν η τέταρτη φορά που ο νεαρός από τη Δαμασκό της Συρίας προσπαθούσε να φτάσει στην Ελλάδα. Για λίγες όμως ώρες εκείνο το πρωινό αισθάνθηκε ότι τελικά τα είχε καταφέρει. Μιλώντας στη DW, προσέφερε μια λεπτομερή περιγραφή για το τι ακολούθησε, αφού οι πρόσφυγες έφτασαν στη Σάμο.
Ο Τζούμα είπε ότι ένα κορίτσι από την ομάδα που μιλάει λίγα αγγλικά ζήτησε από έναν ντόπιο να ειδοποιήσει την ελληνική αστυνομία για το ότι είχαν φτάσει. Οι νεοαφιχθέντες περίμεναν ότι θα μεταφερθούν στο camp προσφύγων της Σάμου. Αντ’ αυτού, η αστυνομία που ήρθε τους συνέλαβε και πήρε τα κινητά τους. Οδηγήθηκαν σε ένα λιμάνι όπου μεταφέρθηκαν από το ένα σκάφος στο άλλο και από εκεί σε μια πορτοκαλί και μαύρη σωσίβια σχεδία χωρίς κινητήρα ή κουπιά.
Ο Τζούμα ανέφερε ότι ρυμουλκήθηκαν προς τα τουρκικά νερά. Η σχεδία αφέθηκε στην ανοιχτή θάλασσα με τα κύματα να την ωθούν προς την Ελλάδα και ένα ελληνικό σκάφος να την ωθεί προς την Τουρκία. Το χειρότερο, θυμάται ο ίδιος, ήταν το ελληνικό σκάφος που έκανε ελιγμούς γύρω τους προσπαθώντας να τους σπρώξει στα τουρκικά νερά την ώρα που η τουρκική ακτοφυλακή απλώς παρατηρούσε. «Η ελληνική ακτοφυλακή θα υποχωρούσε, ώστε οι Τούρκοι συνάδελφοι τους να έρθουν και να μας πάρουν, αλλά δεν το έκαναν. Αυτό συνεχίστηκε όλη τη νύχτα», είπε. Η ομάδα των προσφύγων τελικά διασώθηκε το μεσημέρι της επόμενης μέρας από τους Τούρκους. Η χρήση πορτοκαλί σωσίβιας σχεδίας σε επιχειρήσεις επαναπροωθήσεων αναφέρθηκε επίσης από την Εφημερίδα των Συντακτών σε δημοσίευμά της στις 7 Απριλίου. Καλέσαμε το λιμενικό στη Σάμο το οποίο δήλωσε στη DW ότι δεν υπήρχαν αφίξεις αιτούντων άσυλο στο νησί στις 28 Απριλίου.
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της ΕΕ που συνιστούν εξωτερικά σύνορά της, όπως η Κροατία, έχουν επικριθεί για επαναπροωθήσεις. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, ο οποίος ήταν μέχρι πρόσφατα πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λέει ότι η νέα ένταση με την οποία σημειώνονται τα περιστατικά και ο αριθμός των μαρτύρων εγείρουν το ερώτημα σε ποιο βαθμό η ελληνική κυβέρνηση εγκρίνει τις επαναπροωθήσεις και πόσα από αυτά είναι γνωστά στην ΕΕ. «Προφανώς, αυτές οι πρακτικές παραβιάζουν το Ελληνικό Σύνταγμα και το εθιμικό διεθνές δίκαιο, ωστόσο φαίνεται ότι είναι ανεκτές από την ΕΕ, δεδομένου ότι εξυπηρετούν το σκοπό της αποτροπής περαιτέρω διέλευσης ανθρώπων από το Αιγαίο ή τον ποταμό Έβρο», λέει ο κ. Χριστόπουλος.
Όταν ερωτήθηκε για αυτές τις πρακτικές, ο αναπληρωτής Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Γιώργος Κουμουτσάκος αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έχουν γίνει τέτοιες επιχειρήσεις και δήλωσε στην DW: «Η Ελλάδα συμμορφώνεται και θα συνεχίσει να το πράττει, με τις υποχρεώσεις της βάσει του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα στα οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος, έχοντας επίσης υπόψη τις υποχρεώσεις που έχει υπό το νομικό ευρωπαϊκό πλαίσιο για τα σύνορα, τη μετανάστευση και το άσυλο, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες της ΕΕ».
Σοβαρή παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας
Ο Γιούργκεν Μπαστ, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Giessen στη Γερμανία, χαρακτηρίζει τη στρατηγική των επαναπροωθήσεων ως σαφή παραβίαση του νόμου: «Έρχεται σε αντίθεση με όσα ορίζει ο ευρωπαϊκός νόμος». Ο Μπαστ αναφέρεται στη νόμιμη διαδικασία που συνεπάγεται ένα αίτημα ασύλου, συμπεριλαμβανομένης μιας προσωπικής συνέντευξης και του δικαιώματος του ατόμου να παραμείνει στην Ελλάδα έως ότου ληφθεί απόφαση σχετικά με το εάν αυτό χρειάζεται διεθνή προστασία ή όχι. Η απέλαση, όπως περιγράφεται από τους αιτούντες άσυλο, παραβιάζει όλους τους κανόνες της επίσημης οδηγίας για την επιστροφή, λέει ο Bast. «Ξεκινά με τη λεγόμενη απόφαση επιστροφής, που σημαίνει ότι πρέπει να ενημερωθούν γραπτώς ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός μια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ενώ στη συνέχεια τίθενται ερωτήματα σχετικά με το εάν η χώρα προορισμού είναι ασφαλής όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φυσικά η χώρα προορισμού πρέπει να ενημερωθεί και έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τους απορριφθέντες που ζήτησαν άσυλο από τρίτες χώρες».
Κανένας από τους νεαρούς άνδρες που συνάντησε η DW δεν είπε ότι είχε ειδοποιηθεί εκ των προτέρων ότι θα έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα. Ούτε έδωσε την εντύπωση ότι είχε ενημερωθεί για τα νομικά του δικαιώματα. Αντ’ αυτού, οι εμπειρίες που αφηγήθηκαν οι Μπαχτιάρ, Τζούμα, Ρασίντ, και οι άλλοι που μας έδωσαν συνέντευξη υποδηλώνουν ότι οι βίαιες επανοπροωθήσεις που είχαν γίνει στα ελληνοτουρκικά σύνορα παίρνουν όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα μιας συνηθισμένης πρακτικής.
Ο Ρασίντ μοιράζεται τώρα ένα στενό διαμέρισμα στην Κωνσταντινούπολη μαζί με 10 άλλους νέους Αφγανούς. Ως μετανάστης χωρίς έγγραφα στην Τουρκία, αντιμετωπίζει την απειλή του να απελαθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, 302.278 Αφγανοί έχουν συλληφθεί στην Τουρκία τα τελευταία δύο χρόνια, ο υψηλότερος αριθμός μεταξύ παράτυπων μεταναστών. Έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο για τους Αφγανούς να εγγραφούν για να κάνουν αίτηση ασύλου στην Τουρκία από το 2018.
Βιώνοντας το αδιέξοδο στην Τουρκία, ο Ρασίντ αναζητά οποιονδήποτε τρόπο για να επιστρέψει στην Ευρώπη: «Δεν ξέρω τι θα κάνω εδώ. Δεν είμαστε ένοχοι. Φυσικά, θέλω να περάσω ξανά τα σύνορα. Πρέπει να το κάνω».
Πηγή: DW