Νέες βολές για το νομοσχέδιο του Υπουργείο Παιδείας
O κίνδυνος ως «ευκαιρία» στην εκπαίδευση – Μια εμπεριστατωμένη κριτική στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας είναι ο τίτλος του άρθου που υπογράφει η Ευγενία Τραγάκη ( Ψυχολόγος εργαζόμενη στο Υπουργείο Παιδείας και Πρόεδρος του Συλλόγου Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ειδικής Αγωγής (ΣΕΕΠΕΑ) Αττικής).
Το άρθρο αναφέρεται στις διατάξεις του επίμαχου νομοσχεδίου για την Παιδεία και ασκεί κριτική με την ελπίδα ” να μην χρειαστεί να συνειδητοποιήσουμε τη μεγάλη αξία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος πολύ αργά, όπως καταλάβαμε με τον σκληρότερο τρόπο τη σημασία του δημόσιου συστήματος υγείας”.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
“Μέσα στον ορυμαγδό της πανδημίας η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επέλεξε να καταθέσει στις 22-4-2020 προς ψήφιση σχέδιο νόμου με τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις», το οποίο, σύμφωνα με επίσημη δήλωσή της ίδιας της κυρίας Κεραμέως, «διαμορφώνει ένα σύγχρονο, καινοτόμο σχολείο».
Η παρούσα κριτική γίνεται με την ελπίδα να μην χρειαστεί να συνειδητοποιήσουμε τη μεγάλη αξία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος πολύ αργά, όπως καταλάβαμε..
με τον σκληρότερο τρόπο τη σημασία του δημόσιου συστήματος υγείας.
Είναι σημαντικό, για λόγους μεθοδολογικούς, να διαχωρίσουμε τη διαδικασία κατάθεσης από το περιεχόμενο του εν λόγω σχεδίου νόμου. Η διαδικασία αφορά την επιλογή του τρόπου και του χρόνου κατάθεσης του νομοσχεδίου, ενώ το περιεχόμενο συνίσταται σε αυτή καθεαυτή την ουσία των προτάσεων και των αλλαγών που επιφέρει.
Ως προς τη διαδικασία, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι το συγκεκριμένο σ/ν εκπονήθηκε χωρίς καμία διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, χωρίς τον απαραίτητο δημόσιο διάλογο και χωρίς, βέβαια, καμιά συναινετική εύρεση «κοινού τόπου» με τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες. Δείχνει, κατά την προσωπική μου γνώμη, μια «βιασύνη» και «πρεμούρα» να περάσει τη γραμμή και το ύφος της νέας ηγεσίας και όχι να βελτιώσει την κατάσταση στο δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο, καθώς, η αναβάθμιση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος απαιτεί χρόνο, προσεκτική μελέτη, ενδελεχή ανάλυση, κατάθεση προτάσεων και βέβαια ενεργή συμμετοχή των εμπλεκομένων φορέων.
Παράλληλα, η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής για την κατάθεσή του σ/ν συμπίπτει με την αναστολή του δημοκρατικού δικαιώματος της συνάθροισης, δημόσιας συγκέντρωσης και διαμαρτυρίας. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι μιλάμε για τα σχολεία, με τα σχολεία κλειστά και τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές εγκλωβισμένους στα σπίτια τους. Καμία πιθανότητα για ζύμωση στον καθαυτό χώρο του σχολείου, καμία δυνατότητα για έκφραση αντίθεσης ή διαμαρτυρίας σε δημόσιο χώρο, αλλά δυστυχώς και ελάχιστη ως μηδαμινή προβολή από τα ΜΜΕ, τα οποία έχουν αποσιωπήσει ένα μείζον δημόσιο ζήτημα, εν μέρει δικαιολογημένα, καθώς η επικέντρωση βρίσκεται στα θέματα της δημόσιας υγείας.
Βέβαια, αυτή είναι μια δοκιμασμένη και «επιτυχημένη» πρακτική της Κυβέρνησης, αν μπούμε στον κόπο να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο «πέρασε» ο νόμος για την κατάργηση του Πανεπιστημιακού Ασύλου εν μέσω θέρους, με τα Πανεπιστήμια κλειστά, τον Αύγουστο του 2019. Αυτή η στάση, υποδεικνύει μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι «εμείς έχουμε πάντα δίκιο», μια στάση που καθιστά προαιρετική ή και περιττή τη δημόσια διαβούλευση και το δημοκρατικό διάλογο!
Όμως, το σημαντικό με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι το περιεχόμενό του και κατά πόσο αυτό αποτελεί συμβολή στη δημιουργία του «σύγχρονου καινοτόμου σχολείου» που ευαγγελίζεται η κυρία Υπουργός.
Με μια προσεκτική ανάγνωση, βλέπουμε, λοιπόν, ότι ενώ εισάγονται δοκιμαστικά νέοι θεματικοί κύκλοι με την επωνυμία «Εργαστήρια Δεξιοτήτων», στο Νηπιαγωγείο και στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού, όπως επίσης και η δημιουργική ενασχόληση των μαθητών με την αγγλική γλώσσα στο Νηπιαγωγείο, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην εισαγωγή της Πρώιμης παρέμβασης στο νηπιαγωγείο για τον έγκαιρο εντοπισμό και αντιμετώπιση προβλημάτων λόγου, επικοινωνίας, συμπεριφοράς, καθώς και μαθησιακών δυσκολιών. Η εισαγωγή της η οποία είναι αντικείμενο ειδικών, όπως λογοθεραπευτών, εργοθεραπευτών κλπ, λειτουργεί προληπτικά για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους δυσκολιών, εφαρμόζεται σε όλα τα προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα και αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την ομαλή προσαρμογή των παιδιών στη μαθησιακή διαδικασία.
Φυσικά, ούτε λόγος για τη διαπιστωμένη από τους Νηπιαγωγούς ανάγκη για την ύπαρξη σε κάθε νηπιαγωγείο ειδικού βοηθητικού προσωπικού (ΕΒΠ) για την επικούρηση της αυτοϋπηρέτησης των νηπίων, ενός τομέα που αναδύεται τα τελευταία χρόνια ως ιδιαίτερα προβληματικός.
Αλλά και οι περισσότερες θεματικές που περιλαμβάνονται στα «εργαστήρια δεξιοτήτων» (εθελοντισμός, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, πρόληψη από εξαρτήσεις, αλληλοσεβασμός και διαφορετικότητα, κλπ) εμπίπτουν στις ειδικότητες των ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών κλπ, που δεν φαίνεται πουθενά στο σ/ν να εντάσσονται λειτουργικά στη σχολική μονάδα. Το ερώτημα παραμένει εύλογο: ποιος θα υλοποιήσει τέτοια προγράμματα, με τι γνώσεις και τι εξειδίκευση και από ποιον θα εποπτεύονται Ερωτήματα στα οποία δεν δίνεται απάντηση από το παρόν σ/ν και στα οποία η λύση θα ήταν μια και μοναδική: στελέχωση όλων των σχολείων με το κατάλληλο ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό, όπως ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, κλπ.
Επιπλέον, ενώ κάνει λόγο για σύγχρονο, καινοτόμο σχολείο, εισηγείται την εντατικοποίηση στο Γυμνάσιο με την αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων (από τέσσερα σε εφτά) στις προαγωγικές εξετάσεις, την εισαγωγή της Τράπεζας Θεμάτων, αλλά και την αναχρονιστική επαναφορά της «Διαγωγής» στον τίτλο σπουδών. Ως προς την εντατικοποίηση, σκόπιμο θα ήταν να μελετήσει το Υπουργείο τα πιο επιτυχημένα, σύμφωνα με διεθνείς αξιολογήσεις, εκπαιδευτικά συστήματα, ιδιαίτερα των σκανδιναβικών χωρών, στα οποία εφαρμόζεται ακριβώς η αντίθετη λογική από τη στείρα, πολύωρη και χωρίς δημιουργικότητα μελέτη και αξιολόγηση.
Ως προς την αναφορά της διαγωγής στους τίτλους σπουδών, η οποία θα συνοδεύει το νέο άνθρωπο στη μελλοντική του ζωή και σε κάθε προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας, για την οποία η Υπουργός σχολιάζει ότι «δεν έχει σημασία μόνο η επίδοση, αλλά και η συμπεριφορά των μαθητών», θεωρούμε ότι επαναφέρει το σχολείο σε μια λογική αυστηροποίησης, αυταρχισμού και έλλειψης ενσυναίσθησης για τις εξαιρετικά αντίξοες ψυχοκοινωνικές συνθήκες που βιώνει μεγάλο ποσοστό των μαθητών. Ιδιαίτερα στην εφηβική ηλικία, κατά την οποία οι δυσκολίες συμπεριφοράς και η αποκλίνουσα στάση δεν είναι σπάνιες, η αναγραφή της διαγωγής που θα συνοδεύει δια βίου το μαθητή, δείχνει αναλγησία και άγνοια των κρατούντων για τη συγκεκριμένη ηλικιακή φάση και τη σημερινή σχολική πραγματικότητα.
Άλλο σημείο που δεν περνά απαρατήρητο είναι η μεγάλη έμφαση που δίνεται (22 άρθρα!) από το σ/ν στην ίδρυση και λειτουργία των Πρότυπων Σχολείων για «την ενίσχυση του προτύπου της αριστείας με την έννοια της διαρκούς αυτό-βελτίωσης των μαθητών». Πέρα από την άποψη που ο καθένας μας έχει για το πολυσυζητημένο θέμα της «αριστείας», προσωπικά αναρωτιέμαι γιατί η ενίσχυση του προτύπου αυτού, καθώς και η διαρκής αυτό-βελτίωση, δεν πρέπει να αποτελούν στόχο και ζητούμενο όλων των σχολείων της επικράτειας και όχι μόνο μιας εκλεκτής ελίτ.
Παράλληλα, το σ/ν επανεισάγει την έννοια της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της σχολικής μονάδας. Προφανώς οι συντάκτες του διαθέτουν λίγη ως ανύπαρκτη γνώση για την πραγματικότητα του ελληνικού δημόσιου σχολείου και των αντίξοων συνθηκών υπό τις οποίες λειτουργούν στην πλειονότητά τους τα σχολεία (σοβαρή έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού, χώρων, υλικοτεχνικής υποδομής, προσβασιμότητας, ακόμη και καθαριότητας). Η απαίτηση για αξιολόγηση -και όχι αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου από τον ίδιο το Σύλλογο Διδασκόντων- και δη η εξωτερική αξιολόγηση, κατά τη γνώμη μας έχει έναν και μόνο απώτερο στόχο, δηλ. το κλείσιμο σχολικών μονάδων, καθώς και τη σταδιακή επαναφορά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, με πιθανή σύνδεσή της με το μισθολογικό. Κι αν αυτά ακούγονται «παρανοϊκά», αρκεί να θυμηθούμε το πρόσφατο παρελθόν κατά το οποίο ο σημερινός πρωθυπουργός εισήγαγε ως υπουργός τότε τέτοια μέτρα, αλλά και δηλώσεις του ιδίου του τύπου: «και γιατί να μην απολυθούν εκπαιδευτικοί;»
Ως προς την εισαγωγή του «εκπαιδευτικού εμπιστοσύνης», που κατά την προσωπική μου άποψη αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του ν/σ, αβίαστα μπορεί κάποιος να σκεφθεί ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι άξιοι εμπιστοσύνης, δηλ. να τους εμπιστεύονται οι μαθητές τους και να διατηρούν μια ζεστή, ανθρώπινη και παιδευτική στάση έναντι των παιδιών. Όμως, πέρα από αυτό, μια προσεκτικότερη μελέτη του άρθρου καταδεικνύει ότι οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στον εκπαιδευτικό εμπιστοσύνης: διαχείριση κρίσεων (σχολικός εκφοβισμός, επιθετικότητα), μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα συμπεριφοράς, πρόληψη σε θέματα ακραίων συμπεριφορών (ρατσισμός, διαφορετικότητα), συμπερίληψη και ενσωμάτωση, μαθητές με ιδιαίτερες δυνατότητες, κλίσεις και ταλέντα, μετάβαση σε άλλες βαθμίδες, σχολική κινητικότητα, συμβουλευτική και ομάδες γονέων, αφορούν στο σύνολό τους πεδία άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων, ιδιαίτερα ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών.
Από την επαγγελματική εμπειρία μου στη συμβουλευτική υποστήριξη των δημόσιων σχολείων, μπορώ να υποστηρίξω μετ΄ επιφάσεως ότι τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα των σημερινών σχολείων είναι τόσο δύσκολα και περίπλοκα που κανένας εκπαιδευτικός από μόνος του, όση επιμόρφωση κι αν λάβει, δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει χωρίς την καθοδήγηση και συμβουλευτική ειδικών στα θέματα αυτά. Βέβαια, η λύση, επαναλαμβάνω, είναι η πρόβλεψη για την ύπαρξη Ψυχοκοινωνικής υπηρεσίας σε κάθε σχολική μονάδα ή η επέκταση των ΕΔΕΑΥ (Επιτροπές Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης) και ενίσχυση του ρόλου τους με την προσθήκη και άλλων ειδικοτήτων, πέραν του ψυχολόγου και του κοινωνικού λειτουργού.
Συγκεκριμένα, ως προς το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού, που αποτελεί μάστιγα του σημερινού σχολείου, αλλά και μία μόνο όψη των σύνθετων κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, αφιερώνεται μόνο ένα μικρό άρθρο, μια λειψή παράγραφος που δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο μέτρο, παρά μόνο ότι «με απόφαση του υπουργού παιδείας καθορίζονται όλα τα κατάλληλα διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα, για την πρόληψη, αποτροπή και αντιμετώπιση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού». Και «ο νοών νοείτω»…
Άλλο σοβαρό θέμα αποτελεί η έμμεση αύξηση του ανώτατου αριθμού μαθητών ανά σχολικό τμήμα. Ενώ, δηλαδή, μειώνει κατά έναν το μέγιστο αριθμό μαθητών (24), δίνει τη δυνατότητα προσαύξησης κατά 10% και επιπλέον βάζει κατώτατο όριο. Σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, η εισαγωγή αυτού του μέτρου ίσως και να μην προκαλούσε τόση αντίδραση. Ωστόσο, μετά τη συλλογική κοινωνική εμπειρία της πανδημίας και των δυσμενών επιπτώσεων της στο γενικό πληθυσμό και στην εκπαίδευση, η υιοθέτηση του μέτρου της αύξησης των μαθητών ανά τμήμα δείχνει σημειολογικά μια πολιτική στάση με δυσκολία ή απροθυμία προσαρμογής στα νέα κοινωνικά δεδομένα.
Τέλος, αξίζει ιδιαίτερης μνείας και κριτικής η εισαγωγή ανώτατου ηλικιακού ορίου εγγραφής μαθητών στα ημερήσια ΕΠΑ.Λ. (17 έτη). Προσωπικά, θεωρώ ότι στη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα, το υπουργείο παιδείας θα έπρεπε να δώσει πρωτίστως έμφαση στην αναβάθμιση, αναμόρφωση, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα. Να καταστήσει τα ΕΠΑΛ μια «ελκυστική» και πρόσφορη λύση για πολλούς εφήβους και νέους που δεν ενδιαφέρονται για μια αμιγώς ακαδημαϊκή κατεύθυνση στις σπουδές τους, αλλά αντίθετα χρειάζονται μια άμεση, σοβαρή και οργανωμένη επαγγελματική και τεχνική κατάρτιση για πιο γρήγορη είσοδο στην αγορά εργασίας.
Ως τέτοια λύση, αντιμετωπιζόταν η φοίτηση στα ΕΠΑΛ από πολλούς νέους που τέλειωναν το Γενικό Λύκειο χωρίς καμία επιτυχία στις Πανελλήνιες Εξετάσεις και βέβαια χωρίς εφόδια για μια επαγγελματική αποκατάσταση. Επίσης, πολλοί απόφοιτοι μια ειδικότητας των ΕΠΑΛ, είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τη φοίτησή τους αποκτώντας μια δεύτερη ειδικότητα. Για αυτούς τους νέους, η δυνατότητα αυτή εκλείπει με την εισαγωγή του ανώτατου ηλικιακού ορίου. Αντ΄ αυτού το Υπουργείο επιλέγει να κλείσει την πόρτα του σχολείου στα όνειρα αυτών των παιδιών. Να το πούμε με απλά λόγια: αυτοί οι νέοι θα βρεθούν «στο δρόμο» εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας και χωρίς εφόδια Αναρωτιόμαστε, αν η απόφαση αυτή συνδέεται με την πρόθεση ενίσχυσης των μεταλυκειακών σπουδών στα ιδιωτικά ΙΕΚ για όποιον τα αντέχει οικονομικά, καθώς τα αντίστοιχα δημόσια είναι πολύ λίγα για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες κατάρτισης.
Συνολικά, το «πόνημα» του Υπουργείου Παιδείας βρίθει προβληματικών σημείων, δημιουργεί παρά λύνει προβλήματα, δείχνει έλλειψη σοβαρής μελέτης και ανάλυσης των εκπαιδευτικών δεδομένων, αλλά πάνω από όλα δίνει το στίγμα μια αυταρχικής, αναχρονιστικής και ταξικής πολιτικής. Δυστυχώς, αν ήμασταν εκπαιδευτικοί θα έπρεπε να αφήσουμε την κυρία Κεραμέως ανεξεταστέα.
Πηγή: zoornalistas.com