Το στοίχημα της προεδρικής εκλογής- Η συναινετική παράδοση και το δίλημμα Μητσοτάκη
Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει διαμορφωθεί στο πολιτικό μας σύστημα η “άτυπη παράδοση” να προτείνεται από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία σχετικά υπερκομματικό πολιτικό πρόσωπο για το ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ως μία πράξη πολιτικής συναίνεσης και όσο το δυνατόν ευρύτερης απεύθυνσης στο εκλογικό σώμα.
Ο μετριοπαθής και παραδοσιακός δεξιός δικηγόρος από την Πάτρα, κορυφαίος υπουργός επί πολλά χρόνια των κυβερνήσεων της Ν.Δ, και μετά την αποχώρησή του πρόεδρος της ΔΗΑΝΑ, Κωστής Στεφανόπουλος, άνοιξε αυτή την παράδοση των συναινέσεων. Η ανάδειξή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τον τότε πρόεδρο της Πολιτικής Άνοιξης, Αντώνη Σαμαρά, για στήριξη κοινής υποψηφιότητας με στόχο την αποφυγή εκλογών, τις οποίες ζητούσε ο τότε πρόεδρος της ΝΔ, Μιλτιάδης Έβερτ. Ο Στεφανόπουλος προτάθηκε αρχικά ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την Πολιτική Άνοιξη. Με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους και παρέμεινε στο ύπατο αξίωμα και για δεύτερη θητεία, προσδίδοντας -όπως του έχει αναγνωριστεί- αίγλη στον απογυμνωμένο από ουσιαστικές αρμοδιότητες ρόλο και έτσι απέκτησε “εθνικά χαρακτηριστικά” και πολύ υψηλή δημοφιλίας.
Δέκα χρόνια αργότερα, στις 8 Φεβρουαρίου 2005, ο στενός φίλος και συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου, πρώην υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας ψηφιζόταν από 279 βουλευτές (με παρόντες και παρούσες 296) Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν υποδείξεως της υποψηφιότητάς του από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Υπηρέτησε κι αυτός δια δύο θητείες στο Προεδρικό Μέγαρο, η δεύτερη δε αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη καθώς βρέθηκε στο στόχαστρο του αντιμνημονιακού μπλοκ την πρώτη περίοδο της βαθιάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης (πρώτο και δεύτερο μνημόνιο).
Η “παράδοση” τηρήθηκε και το 2015, όταν η τότε κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, με εταίρο τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, αιφνιδίασαν και πρότειναν τον στενότερο συνεργάτη του Κώστα Καραμανλή, καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο οποίος και εξελέγη με 233 ψήφους (το ΠΑΣΟΚ διαφοροποιήθηκε στηρίζοντας και ψηφίζοντας την υποψηφιότητα του Νίκου Αλιβιζάτου). Παρότι “πρώτη φορά Αριστερά”, όπως ήταν το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας προτίμησε να τηρήσει και αυτός το “έθιμο” και να προτείνει πολιτικό από την άλλη πολιτική πλευρά.
Πέντε χρόνια αργότερα, η κυβερνητική πλειοψηφία του Κυριάκου Μητσοτάκη υπέδειξε την υποψηφιότητα της πρώην προέδρου του ΣτΕ Κατερίνας Σακελλαροπούλου (δεν πρότεινε για δεύτερη θητεία τον κ. Παυλόπουλο, τον οποίο, άλλωστε, δεν είχε ψηφίσει πέντε χρόνια νωρίτερα διαφοροποιούμενος από την υπόλοιπη κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ). Παρότι η νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε κάποιο πολιτικό πρόσημο, η επιλογή της από τον Κυριάκο Μητσοτάκη αξιολογήθηκε ως συναινετική. Η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ στήριξε την συγκεκριμένη υποψηφιότητα επειδή αξιολογήθηκε θετικά η δικαστική της θητεία, οι πληροφορίες λένε, μάλιστα, πως είχαν προηγηθεί επαφές στενών συνεργατών του Αλέξη Τσίπρα μαζί της πριν αποφασιστεί η συναίνεση στην ψηφοφορία στη Βουλή.
Θα συνεχίσει την “παράδοση” ο πρωθυπουργός;
Το ερώτημα που θέτουν αρκετοί, καθώς οδεύουμε προς μία νέα εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (η θητεία της κ. Σακελαροπούλου λήγει τον Φεβρουάριο του 2025) σε μερικούς μήνες, είναι εάν ο πρωθυπουργός θα συνεχίσει την παράδοση να προτείνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση υπερκομματικό πολιτικό πρόσωπο, ή και προερχόμενο (ως πολιτική καταγωγή) από άλλη παράταξη, ή θα συνυπολογίσει την πολιτική συγκυρία, τα μεγάλα ανοικτά κοινωνικά και εθνικά θέματα, ή και τις δημοσκοπήσεις, και θα κάνει μία επιλογή στην οποία θα βαρύνουν περισσότερο οι πολιτικές σκοπιμότητες.
Ως γνωστόν, ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν διαθέτει δυνατότητες ουσιαστικών παρεμβάσεων στα πολιτικά μας πράγματα, ακόμα κι έτσι, όμως, ο συμβολισμός του θεσμού είναι μεγάλος και καμία κυβέρνηση δεν θέλει να έχει έναν “ανταγωνιστικό” πόλο που θα της προκαλεί προβλήματα. Σημειώνεται πως μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας έχει αποσυνδεθεί από τις εθνικές εκλογές, και η κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να εκλέξει Πρόεδρο χωρίς συναίνεση στην τρίτη ψηφοφορία.
Επίσης, πρέπει να λάβει υπόψη του κανείς ότι οι επιλογές του Αλέξη Τσίπρα στο πρόσωπο του Προκόπη Παυλόπουλου, και του Κυριάκου Μητσιτάκη σε αυτό της Κατερίνας Σακελαροπούλου, έγιναν στην αρχή της πρώτης κυβερνητικής τους θητείας, έχοντας λάβει υψηλό εκλογικό ποσοστό και υπό καθεστώς μεγάλης πολιτικής ισχύος και ανοχής του εκλογικού σώματος.
Τώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διανύει την δεύτερη περίοδό της και βιώνει έντονα την πίεση του χαμηλού ποσοστού των ευρωεκλογών (28,3%) –παρότι διεξήχθησαν μόλις ένα χρόνο μετά τις βουλευτικές εκλογές όπου έλαβε 41%. Η ανοιχτή διαδικασία διαλόγου με την Τουρκία, από τη μία, και από την άλλη η αύξηση των ποσοστών των κομμάτων στα δεξιά της, σε συνδυασμό με την έντονη διαφοροποίηση του Αντώνη Σαμαρά και το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί και με τους δύο πρώην πρωθυπουργούς, αλλάζει τα δεδομένα και επηρεάζει την επιλογή του προσώπου που θα υποδειχθεί ως υποψήφιος/α για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Κι όλα τα παραπάνω με την “κοινωνική αντιπολίτευση” να παραμένει ισχυρή αν και ακόμα πολιτικά “ανέκφραστη”.
Στόχος η τρίτη κυβερνητική θητεία
Η επιλογή Μητσοτάκη θα γίνει, επίσης, υπό το φάσμα της στρατηγικής του να κερδίσει μία τρίτη κυβερνητική θητεία, το καλοκαίρι του 2027 -ή και νωρίτερα…-, προκειμένου να είναι ο πρώτος πρωθυπουργός μετά την μεταπολίτευση με τρεις συνεχείς θητείες. Γνωρίζει, ωστόσο, ότι με τις δημοσκοπικές καταγραφές της Ν.Δ να παραμένουν …επίμονα σε ποσοστά λίγο κάτω από το 30% (κοντά, δηλαδή, στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών), ο στόχος της αυτοδυναμίας (38%+) μοιάζει ανέφικτος, ή, έστω, πολύ δύσκολα επιτεύξιμος. Πιθανότατα θα χρειαστεί κυβερνητικό εταίρο, εφόσον η Ν.Δ επιτύχει ποσοστό κοντά στο 32-34%, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό πρέπει να λάβει υπόψη του ως προς το πρόσωπο που θα προτείνει τελικά για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Τα ονόματα και τα διλήμματα
Ήδη, στη δημόσια σφαίρα ακούγονται αρκετά ονόματα. Ως φαίνεται, οι επιλογές των Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή έχουν απομακρυνθεί ως πιθανότητα- η πρώτη αποκλείεται μετά τα τελευταία “πολεμικά” επεισόδια, η άλλη μάλλον σκοντάφτει στην απροθυμία του δεύτερου. Και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, άλλωστε, θα δημιουργούσαν εκ των πραγμάτων έναν συμβολικό και ανταγωνιστικό πόλο με όλα τα πολιτικά συνακόλουθα.
Η Κατερίνα Σακελαροπούλου δεν έχει ενημερωθεί ακόμα σχετικά με τις πρωθυπουργικές προθέσεις, ωστόσο στο Μέγαρο Μαξίμου λαμβάνουν υπόψη τους ότι τυχόν πρόταση για ανανέωση της θητείας της θα προκαλέσει αναστάτωση στην Κ.Ο της Ν.Δ και αρκετοί βουλευτές ίσως να μην την στηρίξουν λόγω της στάσης της κυρίως στο νόμο για την ισότητα στον γάμο (ομόφυλα ζευγάρια). Ακόμα κι αν βουλευτές, ή και κόμματα της αντιπολίτευσης ψήφιζαν μία τέτοια επιλογή -κάτι μάλλον απίθανο-, η πλειοψηφία θα ήταν ισχνή και θα συνιστούσε πολιτική ήττα για τον πρωθυπουργό. Από την άλλη, στα θετικά που προσμετρώνται σε μία τέτοια περίπτωση, είναι ότι η νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνεργάστηκε χωρίς προβλήματα με την κυβέρνηση και είναι βέβαιο πως και στο μέλλον η σχέση θα παραμείνει ανέφελη.
Ο Νίκος Δένδιας φέρεται να έχει δηλώσει ευθέως στον πρωθυπουργό ότι δεν ενδιαφέρεται για το ύπατο αξίωμα, είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο υπουργός Άμυνας θεωρεί εαυτόν ισχυρότατο εσωκομματικό πόλο και μάλιστα ευρύτερης αποδοχής και, ως εκ τούτου, θα προτιμήσει να εξαντλήσει τις δυνατότητες να είναι ο επόμενος πρόεδρος του κόμματος όταν και εφόσον δημιουργηθούν οι σχετικές προϋποθέσεις.
Η περίπτωση του Ευάγγελου Βενιζέλου, που επίσης έχει ακουστεί, εμπίπτει βεβαίως στην “παράδοση” των συναινέσεων. Προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ και έχει συγκυβερνήσει με τον Αντώνη Σαμαρά, όμως ο βαθμός αποδοχής του στο λεγόμενο “καραμανλικό” μπλοκ είναι πολύ μικρή, ενώ είναι βέβαιο πως ένας πολιτικό με αυτό το “ειδικό βάρος” και την μεγάλη προσήλωσή του στα της τήρησης του Συντάγματος δύσκολα θα συνυπάρξει με τον πρωθυπουργικό συγκεντρωτισμό που διέπει την σημερινή κυβέρνηση. Εάν, μάλιστα, ο ελληνοτουρκικός διάλογος φτάσει σε κρίσιμο σημείο, είναι βέβαιο πως δεν θα διστάσει να διατυπώσει τη γνώμη του, όπως θα έκαναν, άλλωστε, και οι κ.κ Σαμαράς και Δένδιας.
Με το ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, σε τροχιά ανόδου και διεκδίκησης της πρωτιάς στις επόμενες εκλογές είναι πολύ πιθανό ο κ. Βενιζέλος, εάν δεχόταν μία τέτοια πρόταση, να την συζητούσε με το κόμμα του, ή από την άλλη ο Νίκος Ανδρουλάκης να επιχειρούσε να τον αποτρέψει, εφόσον, ως φαίνεται, έχει επιλέξει αυτόνομη και συγκρουσιακή πορεί με την κυβέρνηση, ως οιωνεί αξιωματική αντιπολίτευση.
Συνταγή… Αβέρωφ;
Αρκετοί θεωρούν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπό το πρίσμα όλων αυτών, θα αναγκαστεί να μην ακολουθήσει τελικά την συναινετική παράδοση και θα προσφύγει σε μία κομματική επιλογή που όμως θα συσπειρώσει την Κ.Ο της Ν.Δ. Γι αυτό και ακούγεται έντονα το όνομα του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα, πρόσωπο που μπορεί να λειτουργήσει και διεισδυτικά στην δεξιά πτέρυγα της παράταξης (“αφοπλίζοντας” τον Αντώνη Σαμαρά, καθώς οι δύο άντρες έχουν κοινή “αβερωφική” καταγωγή) σε μία περίοδο που το κυβερνών κόμμα αισθάνεται έντονα την πίεση από κόμματα όπως η Ελληνική Λύση, η Φωνή Λογικής ή η Νίκη.
Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός θα αρχίσει σταδιακά να ξετυλίγει τον σχεδιασμό του από τον Δεκέμβριο και θα τον εντείνει μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού στη Βουλή, διαδικασία που εκ των πραγμάτων θα δράσει συσπειρωτικά αφού ενέχει τον χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.