28η Οκτωβρίου 1940: Αλήθειες και μύθοι για το “ΟΧΙ” του Μεταξά
Τελικά τι ισχύει γύρω από το «ΟΧΙ» του Μεταξά και πώς πραγματικά έγιναν τα γεγονότα; Ο ιστορικός και συγγραφέας, Σταύρος Παναγιωτίδης, αναφέρθηκε σε μύθους και αλήθειες για την 28η Οκτωβρίου μιλώντας στον Alpha. Ερωτηθείς για το περίφημο «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά, ο Σταύρος Παναγιωτίδης απάντησε: «Πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Εκείνη τη στιγμή, ο πόλεμος γινόταν στη Γερμανία και την Ιταλία από τη μία και από την Αγγλία από την άλλη».
Πρόσθεσε: «Με λίγα λόγια, ο Ιταλός πρέσβης είπε στον Ιωάννη Μεταξά, στην πρωθυπουργική κατοικία στην Κηφισιά: «Τόσο καιρό μας λέτε ότι είστε ουδέτεροι, εμείς όμως ξέρουμε ότι από παλιά είστε με την Αγγλία, είστε στη σφαίρα επιρροής της και έχουμε και κάποιες πληροφορίες που λένε ότι γενικά σε διάφορα σημεία της χώρας σας αναπτύσσονται αγγλικές δυνάμεις οπότε αν θέλετε να μας πείσετε ότι είστε όντως ουδέτεροι, πρέπει να ανοίξετε τα σύνορα, να περάσει μέσα ο ιταλικός στρατός, να καταλάβει κάποια κρίσιμα σημεία (το τελεσίγραφο δεν έλεγε ποια ακριβώς) και αυτό να δεχθείτε»».
Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είπε ακόμα ότι: «Ο Μεταξάς προφανώς το αρνήθηκε, λέγοντας την περίφημη φράση «Alors, c’est la guerre» («Λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι έχουμε πόλεμο»), γιατί ήξερε ότι αυτό ήταν αλήθεια. Η Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της Αγγλίας. Ακόμα και αν ήθελε να το αλλάξει ο Μεταξάς, δεν μπορούσε να το κάνει από τη μία στιγμή στην άλλη. Ο Μεταξάς ήξερε ότι αν έκανε το χατίρι της Ιταλίας, στην οποία ως φασίστας ήταν πολύ πιο συγγενής, θα στασίαζε ο Στρατός και θα τον έριχνε ο βασιλιάς, που ήταν αρχηγός του κράτους και του στρατού. […] Ο Μεταξάς δεν μπορούσε να πάει κόντρα στην παραδοσιακή πολιτική της χώρας και έτσι αρνήθηκε το τελεσίγραφο των Ιταλών».
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό Τύπο με την λέξη «ΟΧΙ».
Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας Ελληνικό Μέλλον του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940. Ακολούθως υιοθετήθηκε ως σύνθημα, και από άλλες εφημερίδες, και για ακόλουθες περιστάσεις, όπως το εξώφυλλο της εφημερίδας Η Βραδυνή, στις 6 Απριλίου 1941 με αφορμή τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.
- Ο ίδιος ο Γκράτσι, στα απομνημονεύματά του περιγράφει τον δραματικό διάλογο που είχε με τον Ιωάννη Μεταξά, λίγο πριν την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου:
«Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιάς μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δώ τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον.
»Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω δε της προσπάθειάς μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3.
»Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό.
»Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940.
»Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
-Μεταξάς: Λοιπόν, έχουμε πόλεμο (Alors, c’ est la guerre*).
-Γκράτσι: Όχι απαραίτητα Εξοχότατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσίν της και θ’ αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
-Μεταξάς: Και ποια είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
-Γκράτσι: Δεν είμαι εις θέσιν να σας είπω, Εξοχότατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με ενημέρωσε… Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
-Μεταξάς: Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
-Γκράτσι: Όχι, Εξοχότατε. Είναι τελεσίγραφον.
-Μεταξάς: Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-Γκράτσι: Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
-Μεταξάς: Οχι! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μια τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί.
Πρέπει να ετοιμασθώ,να κατέβω εις τας Αθήνας, να ξυπνήσω τον Βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες, έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων.
Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα. Η Ιταλία, η οποία δε μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος. (μετά από μια σύντομη παύση). Πολύ καλά λοιπόν, έχομεν πόλεμον».
Τα όσα ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες και οδήγησαν στο Eπος του ’40 δεν τα είχαν προβλέψει ούτε οι πιο αισιόδοξοι.
«…Την εποχή εκείνη κανείς, μήτε κι οι πιο τρελοί, δεν περίμενε το θαυματουργό ξέσπασμα της ψυχής του λαού και τις νίκες στην Αλβανία», έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο Χειρόγραφό του.
Στις τελευταίες σελίδες του πολεμικού του ημερολογίου με τίτλο Υπέρ βωμών και εστιών ο Νίκος Παπαβασιλείου γράφει:
«[…] αυτός είναι δυστυχώς ο φυσικός νόμος κι αυτή η μοίρα των νεκρών! […] Η μορφή σας στη μνήμη μας θα σβήση λίγο-λίγο κι ύστερα από κάμποσα χρόνια θα γίνετε άγνωστοι στρατιώτες. […] Εμείς που γλυτώσαμε και ξαναγυρίσαμε στα σπίτια μας, θα ξαναφτιάσουμε τη ζωή μας, θα ξαναχτίσωμε τα χαλάσματα, θα χαρούμε και θα γελάσουν τα χείλη μας, όσο κι αν είμαστε φτωχοί ή και σκλαβωμένοι ακόμα. Μα εσείς δεν θα ξανάρθετε ποτέ! Το δικό σας μαρτύριο, καημένα παιδιά, δεν θα ’χη τέλος! […] Φύγατε απ’ τη ζωή χωρίς να προλάβετε να τη χαρήτε. Φύγατε σαν έρημοι και ξένοι, σαν να μην είχατε εδώ δικούς σας, που σας αγαπούσαν και περίμεναν το γυρισμό σας. […] Φύγατε χωρίς να βρεθούν στο πλάι σας, τη στερνή σας ώρα, η μάννα, η αδερφή ή η καλή σας, χωρίς να σας μοιρολογήσουν και χωρίς να σας αλλάξουν με τα καλά σας για το μεγάλο σας ταξίδι. […] Δεν χτύπησε για σας λυπητερά η καμπάνα του χωριού σας, δεν κηδευτήκατε σε φέρετρο με λουλούδια, καθώς συνηθίζεται για όσους πεθαίνουν στα χέρια των δικών τους, δεν διαβαστήκατε στην εκκλησιά, δεν αξιωθήκατε τον “τελευταίον ασπασμόν” των συγγενών και φίλων σας και δεν τιμηθήκατε με τη συντροφιά τους στην τελευταία σας κατοικία, δεν χύθηκαν δάκρυα πάνω στο μνήμα σας, δεν ανάφτηκαν κεριά…».
Η επέτειος του «ΌΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασμός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Στη δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγματος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ.
Εκδηλώσεις και διαδηλώσεις εκείνη την ημέρα έγιναν και σε άλλες πόλεις. Στον Πειραιά πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις, ανέβαινε κάποιος σε μια καρέκλα, έβγαζε ένα σύντομο λόγο, και κατόπιν διαλύονταν, για να αποφύγουν επέμβαση των καραμπινιέρων. Επίσημα η επέτειος γιορτάστηκε για πρώτη φορά στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.