H Κίμωλος πάλεψε τις φλόγες με… τρεις εθελοντές-Χωρίς πυροσβεστικό κλιμάκιο το νησί των 800 ψυχών
Mία μάλλον όχι πολύ μεγάλη φωτιά που ξέσπασε εν μέσω μέτριων προς ισχυρών ανέμων στην Κίμωλο ήταν αρκετή για να “αποκαλύψει” για μία ακόμη φορά ότι τα νησιά είναι εν πολλοί εγκαταλειμμένα στην τύχη τους, ιδιαίτερα όταν η τουριστική περίοδος φτάνει στο τέλος της. Να αφηγηθούμε πρώτα τα γεγονότα σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκεντρώσαμε:
Την Τετάρτη το βράδυ ξέσπασε πυρκαγιά σε δύσβατο σημείο του νησιού, το οποίο μάλιστα είναι περιοχή Natura. Η πυροσβεστική ειδοποιήθηκε έγκαιρα αλλά το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει αρχικά ήταν να περιμένει. Γιατί; Διότι δεν υπάρχει μόνιμο πυροσβεστικό κλιμάκιο στην Κίμωλο! Να το ξαναγράψουμε: Δεν υπάρχει μόνιμο πυροσβεστικό κλιμάκιο στην Κίμωλο.
Τις πρώτες μάχες με τις φλόγες έδωσε η εθελοντική ομάδα πολιτικής προστασίας του νησιού που απαρτίζεται από τρία άτομα. Οι άνθρωποι εθελοντές είναι, πενιχρά μέσα διαθέτουν, προφανώς έκαναν ότι μπορούσαν. Μόνο που αυτό δεν έφτανε. Γι’ αυτό και μέσα στη μαύρη νύχτα, με τον άνεμο στα 7 μποφόρ, χρειάστηκε να ταξιδέψουν στην Κίμωλο από τη γειτονική Μήλο δύο επαγγελματίες πυροσβέστες. Μάλιστα το έκαναν με ιδιωτικό σκάφος καθώς εκείνη την ώρα δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πλοίο της γραμμής.
- Τελικά η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο με το πρώτο φως της ημέρας, όπως ανακοίνωσε η πυροσβεστική μετά από κοπιαστική δουλειά των δύο πυροσβεστών και των τριών εθελοντών αλλά και την πολύτιμη βοήθεια ενός πυροσβεστικού ελικοπτέρου που πέταξε μόλις ξημέρωσε. Τα χειρότερα αποφεύχθησαν αλλά τα ερωτήματα παρέμειναν.
–Είναι δυνατόν να μην διαθέτει η Κίμωλος των 800 ψυχών μόνιμα στο έδαφός της πυροσβεστικό κλιμάκιο έστω δύο πυροσβεστών και ενός οχήματος;
-Πως θα αντιμετωπιστεί εν τη γενέση της μία πιο μεγάλη φωτιά σ’ ένα ξενοδοχείο ή σ’ ένα άλλο οίκημα του νησιού;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα μπορούν να θεωρούνται αυτονόητες αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Αλλωστε στον κόσμο της ελληνικής κρατικής διοίκησης τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Είμαστε στα τέλη του Οκτωβρίου, οι περισσότεροι τουρίστες έχουν πια αφήσει πίσω τους τα νησιά, όμως ο κίνδυνος των πυρκαγιών παραμονεύει λόγω και της μεγάλης και παρατεταμένης ξηρασίας. Η προστασία της νησιωτικότητας, η οποία πρέπει να διαφυλάττεται ως κόρη οφθαλμού αφού η Ελλάδα είναι η κατ’ εξοχήν νησιωτική χώρα, αφήνεται στην τύχη.
- Φανταστείτε την Πέμπτη τα ξημερώματα να μην μπορούσαν, λόγω καιρού, να ταξιδέψουν στην Κίμωλο οι δύο επαγγελματίες πυροσβέστες. Η να μην έβρισκαν σκάφος εκείνη την ώρα να τους μεταφέρει. Ολο το βάρος της ευθύνης θα έπεφτε στους τρεις εθελοντές του Δήμου Κιμώλου. Μα πως θα ενεργήσουν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς κατάλληλα μέσα και χωρίς υποστήριξη από πεπειραμένο προσωπικό;
Τέτοιου είδους παραδείγματα εγκατάλεψης των πάντως στις βουλές της τύχης είναι πάρα πολλά σε όλα τα ελληνικά νησιά, μεγάλα και μικρά. Στη Νάξο, στο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων σε έκταση, υπάρχουν μόνο δύο ασθενοφόρα και ένας οδηγός. Πρακτικά δηλαδή κινείται μόνο το ένα, εκτός και αν βρεθεί εθελοντής για το δεύτερο. Το τι θα συμβεί αν προκύψουν ταυτόχρονα δύο σοβαρά περιστατικά, για παράδειγμα ένα στον Απόλλωνα, στο βόρειο τμήμα του νησιού και ένα στην Αγιασσό, νοτιοανατολικά το αφήνουμε στη φαντασία.
- Για να μην αναφερθούμε στο νησί του οποίου μέχρι πρότινος τα φώτα στο ελικοδρόμιο ήταν χαλασμένα και όταν χρειαζόταν να προσγειωθεί ελικόπτερο έσπευδε ο δήμαρχος με το…αυτοκίνητό του και τους αναμμένους προβολείς προς βοήθεια.
Μιλώντας για δημάρχους, επιχειρήσαμε την Πέμπτη να συνομιλήσουμε στο τηλέφωνο με το δήμαρχο της Κιμώλου, Κώστα Βεντούρη. Παρά τα πολλά τηλεφωνήματα και τα μηνύματα που του αφήσαμε δεν κατορθώσαμε να τον βρούμε. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το νησί πέρασε ένα δύσκολο βράδυ και ήταν απολύτως λογικό οι δημοσιογράφοι να αναζητήσουν ενημέρωση από πρώτο χέρι.
Το γράφουμε αφενός για να πληροφορήσουμε τους αναγνώστες του Libre και αφετέρου για να κατανοήσει ο εν λόγω δήμαρχος αλλά και γενικά οι τοπικοί άρχοντες των νησιών ότι με την προσπάθεια ανάδειξης των προβλημάτων των δήμων τους δεν στρεφόμαστε εναντίον τους. Αντιθέτως επιχειρούμε, όπως ο ρόλος μας προστάζει, να προσφέρουμε χείρα βοηθείας.