Τσίπρας/ Ποτέ μη λες ποτέ…
Πριν περίπου 15 μήνες αρκετοί εκτίμησαν πως η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ δεν σήμανε μόνο το τέλος εποχής για το κόμμα της “κυβερνώσας αριστεράς” που “υπέγραψε” μία ολόκληρη δεκαετία (2010-20) αλλά και το πολιτικό τέλος του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Η συναισθηματικά φορτισμένη παραίτησή του από την ηγεσία και, λίγο αργότερα, η εισβολή στο πολιτικό τοπίο του νέου και άφθαρτου, τότε, Στέφανου Κασσελάκη θεωρήθηκε ότι έσβησε οριστικά το αστέρι του ηγέτη που σημάδεψε όσο κανένας την ιστορία της κεντροαριστεράς στη μεταπολίτευση. Ποτέ μη λες ποτέ…
Η ιστορία, όμως, μπορεί να συγχωρεί, είτε γιατί προκύπτουν αδιέξοδα που οδηγούν σε δοκιμασμένες λύσεις και πρόσωπα –ακόμα κι αν έχουν υποστεί την φθορά των λαθών τους-, είτε επειδή αυτά τα πρόσωπα εμφανίζουν αντοχές και κυρίως δείχνουν ότι έχουν πάρει μαθήματα από τις ήττες τους. Στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται πως συντρέχουν και οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις:
- Ο έκπτωτος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αποδείχτηκε αδειανό πολιτικό πουκάμισο και ο χαρακτήρας του υπονόμευσε κάθε πιθανότητα να εκπροσωπήσει το καινούριο. Επ΄ ουδενί δεν μπορεί να υλοποιήσει την αρχική του δέσμευση ότι “θα νικήσει τον Μητσοτάκη”, όταν παλεύει στις δημοσκοπήσεις να κερδίσει σε “πρωθυπουργισιμότητα” το Νατσιό και τη Λατινοπούλου. Δυστυχώς, τόσος ήταν και δεν του φταίει καμία εσωστρέφεια και αμφισβήτηση.
- Από την άλλη, ο ιστορικός ηγέτης του χώρου ενηλικιώθηκε, ωρίμασε, συμβιβάστηκε εποικοδομητικά, κάνει αυτοκριτική, και, πάνω απ΄ όλα φαίνεται ικανός να διαβάσει την κοινωνική και πολιτική εγχώρια και διεθνή συγκυρία.
Στην δεύτερη κατά σειρά εκδήλωση του Ινστιτούτου επιχείρησε να πείσει ότι η παγωμένη λίμνη της κεντροαριστεράς μπορεί να σπάσει και σε κάποιο βαθμό το κατόρθωσε. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό που ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος -που υπερβαίνει κατά πολύ τον “στενό” ΣΥΡΙΖΑ– έδειξε ότι μπορεί ακόμα να παραγάγει στρατηγικό σχέδιο και να δημιουργήσει πολιτική.
Ο πρώην πρωθυπουργός επέστρεψε για να παρουσιάσει κάτι που θα έπρεπε, ίσως, να έχει δοκιμάσει ήδη μετά την εκλογική ήττα του 2019, όταν ακόμα υπήρχε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Τώρα, αυτό το κεφάλαιο πρέπει να επανεφευρεθεί και να τοποθετηθεί απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες και διεργασίες με εντελώς νέο τρόπο. Εξ’ αυτού προκύπτει και ο “άλλος δρόμος” που επιγράφει το σχέδιο που παρουσιάστηκε με άρτιο τεχνοκρατικά τρόπο -αν και ακόμα σε σχετικά θεωρητικό επίπεδο- από τον ίδιο και ένα μπλοκ πολιτικών στελεχών με εμπειρία.
Ο Γιάννης Δραγασάκης, η Λούκα Κατσέλη, ο Νίκος Χριστοδουλάκης και ο Γιώργος Χουλιαράκης έδειξαν ότι μπορούν να συλλάβουν τις νέες αναγκαιότητες με μεγαλύτερο σφρίγος από νεότερες γενιές τεχνοκρατών της πολιτικής.
Ο Αλέξης Τσίπρας δημιούργησε προσδοκίες, πρωτίστως στον ταλαιπωρημένο και απογητευμένο κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, ότι τίποτε δεν έχει τελειώσει. Όχι, όμως, επειδή με την αποπομπή Κασσελάκη μπορεί να αναζωογονηθεί ένα κόμμα που σπαράσσεται και βυθίζεται στην τοξικότητα. Δεν πρόκειται να αναστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και το κατέστησε σαφές. Το μόνο που μπορεί να επιτύχει το κόμμα του οποίου είναι βουλευτής ο Αλέξης Τσίπρας είναι να επιβιώσει με μία νέα ηγεσία που θα φέρει ηρεμία και ψυχραιμία και θα συγκρατήσει μία συρρικνωμένη εκλογική βάση ώστε μελλοντικά να είναι εφικτό να συμμετάσχει σε ευρύτερες πολιτικές διεργασίες. Αυτό θέλει να σηματοδοτήσει ο πρώην πρωθυπουργός, γι΄ αυτό και μίλησε για μία πολιτική επανεκκίνηση, πιθανότατα με ένα νέο πολιτικό υποκείμενο. Είναι εμφανής η ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε αυτή την πρόταση και στις συνταγές της συμπόρευσης ή της συγκόλλησης που δοκιμάστηκαν ανεπιτυχώς, είτε πριν τις εκλογές του 2023 και με υπόβαθρο την απλή αναλογική, είτε μετά από αυτές με τα μπρος πίσω και πάνω κάτω του Στέφανου Κασσελάκη.
Όσοι αντιμετωπίζουν την πρόταση Τσίπρα ως μοντέλο συνεργασίας του ευρισκόμενου σε δημοσκοπική ευφορία ΠΑΣΟΚ και του καθημαγμένου ΣΥΡΙΖΑ κάνουν λάθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τον αφορά και δεν πρέπει να τον αφορά, πλην ίσως του συναισθηματικού και ιστορικού φορτίου που τον διακατέχει.
Όταν λέει ότι δεν αρκούν τα αθροίσματα (εκλογικών ποσοστών) έχει δίκιο. Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς να είναι πιό συγκεκριμένος σχετικά με το εύρος των αποδεκτών της πολιτικής του πρότασης, να πείσει, δηλαδή, ότι απευθύνεται πέραν των ορίων της αριστεράς. Μόνο έτσι ο “άλλος δρόμος” δεν θα είναι γεμάτος απαγορευτικά σήματα και θα αφορά ακόμα και εκείνους που είχαν υποκύψει στην “γοητεία” του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου την περίοδο της διακυβέρνησής του.
Έχει ακόμα χρόνο να το πράξει και κυρίως να πείσει ότι το πολιτικό του κεφάλαιο δεν ξοδεύτηκε αλλά τοκίζεται. Οι κοινωνικές διεργασίες, άλλωστε, συντελούνται με πιό αργή ταχύτητα απ΄ ότι οι επιθυμίες και οι προσδοκίες. Ίσως, δε, ο σοβαρός κίνδυνος που ορθώς επισήμανε σχετικά με την άνοδο της ακροδεξιάς να πρέπει να κάνει τον κύκλο του. Λαμβάνοντας, επιπλέον, υπόψη ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ναι μεν πιέζεται έντονα, ωστόσο δεν έχει εξαντλήσει ούτε τα επιχειρήματά του, ούτε τις δυνατότητες να κρατά την πρωτοβουλία των κινήσεων…