Σύνοδος Κορυφής: Το προσφυγικό-μεταναστευτικό ξανά στο επίκεντρο- Σημείο αιχμής η “Ζώνη Σένγκεν”
Το μεταναστευτικό αναμένεται να κυριαρχήσει στη συζήτηση της σημερινής Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες. Όπως αναφέρει h Deutsche Welle, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντιμετωπίζουν σοβαρά το ζήτημα της μετανάστευσης στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής που διεξάγεται στις Βρυξέλλες. Παράλληλα, μεταξύ των 27 αναμένεται να τεθεί και ζήτημα με την εφαρμογή της “Ζώνης Σένγκεν”. Έτσι παρά την υπογραφή του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση το θέμα εξακολουθεί να αποτελεί φλέγον ζήτημα στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, ο Μαργαρίτης Σχοινάς, αντιπρόεδρος της Κομισιόν, είχε χαρακτηρίσει το Σύμφωνο αυτό ως «ιστορική απόφαση», επισημαίνοντας την καθοριστική σημασία του για την πολιτική της ΕΕ στον τομέα της μετανάστευσης. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή δεν φαίνεται να έχει περιορίσει τις διαφωνίες και τις ανησυχίες που υπάρχουν σε διάφορες χώρες σχετικά με τη λειτουργία της Ζώνης Σένγκεν και την εφαρμογή των νέων πολιτικών.
Εν τω μεταξύ, από τα μέσα Σεπτεμβρίου η Γερμανία έχει θεσπίσει συστηματικούς ελέγχους σε όλα τα χερσαία σύνορά της για έξι μήνες, σε πρώτη φάση, με στόχο την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης. Γειτονικές χώρες αντιδρούν, κάποιοι κάνουν λόγο για «κλείσιμο των συνόρων» ή ακόμη και για «το τέλος της Ζώνης Σένγκεν».
H ευρωβουλευτής των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Λένα Ντιπόν δεν συμμερίζεται αυτή την κριτική.
«Τόσο ο παλαιότερος Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν όσο και ο νέος Κώδικας που ισχύει από την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο προβλέπουν το δικαίωμα επαναφοράς συνοριακών ελέγχων για περιορισμένη διάρκεια, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, που επίσης αναφέρονται ρητώς» υποστηρίζει η Γερμανίδα ευρωβουλευτής στη γερμανική εφημερίδα. «Το ζήτημα είναι -και το βλέπουμε στη συζήτηση που διεξάγεται σήμερα εντός της ΕΕ- ότι η Ζώνη Σένγκεν είναι υπό πίεση. Τα κράτη-μέλη πρέπει να υλοποιήσουν αυτά που έχουν συμφωνήσει» προσθέτει.
Η Λένα Ντιπόν θεωρεί ότι, ενώ επί της ουσίας δεν τίθεται ζήτημα παράβασης των κανόνων της Σένγκεν, ο επικοινωνιακός χειρισμός του ζητήματος από το Βερολίνο ήταν λανθασμένος. «Όπως είχαμε δει και στην προηγούμενη «κρίση του Σένγκεν», σε εποχές πανδημίας, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ των κρατών-μελών» επισημαίνει. «Δεν μπορεί οι γειτονικές χώρες να μαθαίνουν από τις εφημερίδες ότι η Γερμανία θα επαναφέρει τους συνοριακούς ελέγχους ή ότι θα παρατείνει τους ελέγχους που ήδη υπάρχουν. Αυτό δεν επιτρέπεται να συμβεί» ξεκαθαρίζει.
Διαφορετική άποψη έχει ο συμπροεδρεύων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς Μέρτιν Σίρντεβαν. Απαντώντας στο ερώτημα της «Deutsche Welle» εάν οι συνοριακοί έλεγχοι συνάδουν με τα ισχύοντα στη Ζώνη Σένγκεν, ο Γερμανός ευρωβουλευτής δηλώνει: «Ξεκάθαρα όχι. Αυτό που κάνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επαναφέροντας τους ελέγχους οδηγεί σε μια ντε φάκτο κατάργηση της Ζώνης Σένγκεν. Βλέπουμε ήδη ότι υπάρχουν αντιδράσεις από άλλες κυβερνήσεις. Θεωρώ πως το τέλος του Σένγκεν, το τέλος της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, θα είχε καταστροφικές συνέπειες, όχι μόνο για την τροφοδοσία της αγοράς, αλλά και για τις καθημερινές μετακινήσεις των πολιτών».
Το κλίμα των ημερών επιβαρύνει ακόμη περισσότερο η πρωτοβουλία δύο κρατών-μελών να ζητήσουν μια «αυτοεξαίρεση» (opt-out) από την κοινή μεταναστευτική πολιτική. Όπως, για παράδειγμα, η Δανία, που είχε εξασφαλίσει παλαιότερα, με τη σύμφωνη γνώμη των υπόλοιπων κρατών-μελών, την αυτοεξαίρεσή της από το ευρώ. Την αρχή έκανε η νέα κυβέρνηση της Ολλανδίας, στην οποία πλέον τον τόνο δίνει το ακροδεξιό «Κόμμα για την Ελευθερία» (PVV), του Γκέερτ Βίλντερς. Ακολούθησε η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν, η οποία μάλιστα κατέχει την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου για το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Το σχόλιο του Μάρτιν Σίρντεβαν, από το γερμανικό Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), ήταν: «Αν δεν κάνω λάθος, στην Ουγγαρία είχαν κατατεθεί όλες κι όλες 36 αιτήσεις ασύλου μέσα στο 2023. Το να ζητάς ”οπτ-άουτ” από τη μεταναστευτική πολιτική μού φαίνεται προσχηματικό υπ’ αυτές τις συνθήκες. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην Ολλανδία ανήλθαν στην εξουσία ακραίες δεξιές κυβερνήσεις, που υποκινούν τη μια μειονότητα εναντίον της άλλης».
Ωστόσο, η Λένα Ντιπόν εκτιμά ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ολλανδίας, το αίτημα για αυτοεξαίρεση αποτελεί τακτικό ελιγμό. «Αν διαβάσετε προσεκτικά την επιστολή της ολλανδικής κυβέρνησης, θα δείτε πως στην πραγματικότητα μιλάνε για μισό ”οπτ-άουτ”» σχολιάζει η Γερμανίδα πολιτικός.
«Θα ήθελαν το οπτ-άουτ, αλλά γνωρίζουν ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αποχωρήσουν πλήρως, γιατί άλλη δυνατότητα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό στην επόμενη παράγραφο λένε ότι “αν δεν γίνεται διαφορετικά”, θέλουν τουλάχιστον την ταχύτερη υλοποίηση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση. Πρόκειται, μάλλον, για μια πολιτική συμβολισμών παρά ουσίας» υπογράμμισε.