ΣΥΡΙΖΑ/ Ένας επώδυνος αργός θάνατος
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προσφέρει πιά άφθονο υλικό για πολιτική επιθεώρηση, όσα συμβαίνουν όμως στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνιστούν έναν επώδυνο αργό θάνατο για την εγχώρια (κεντρο)αριστερά και βαθαίνουν την ρωγμή στην ίδια την λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Ο Στέφανος Κασσελάκης αναδεικνύεται ως ο μοιραίος άνθρωπος, το πρόσωπο, δηλαδή, που σύρει τα πράγματα στην αμετάκλητη απαξίωση. Τα σημάδια είχαν φανεί από καιρό, τώρα παίζεται το τελευταίο επεισόδιο του πολιτικού δράματος.
Το ουσιαστικό θέμα δεν είναι φυσικά αυτό του ονόματος. Η πρόταση του προέδρου για την μετονομασία του ΣΥΡΙΖΑ σε ΣΥ.ΣΥ.ΑΡ (Συνασπισμός της Σύγχρονης Αριστεράς) αποτελεί μία προσπάθεια παραπλάνησης από τα σημαντικά, και δεν είναι απίθανο τελικά να αποσυρθεί ως μία ενδειξη καλής θέλησης. Ακόμα και το θέμα του ορίου τριών θητειών για βουλευτές (που θα αναγκάσει κορυφαία στελέχη, είτε να αποσυρθούν, είτε να αλλάξουν εκλογική περιφέρεια) είναι στάχτη στα μάτια, καθώς συνεργάτες του προέδρου αφήνουν να εννοηθεί πως ίσως τελικά επιλεγεί η ελαστική ερμηνεία της μη αναδρομικότητας- ό,τι, δηλαδή, αποφασιστεί να ισχύσει στο μέλλον. Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι ο Στέφανος Κασσελάκης επιχειρεί με τις καταστατικές αλλαγές όχι να εκσυγχρονίσει το όντως γηρασμένο πολιτικό υποκείμενο αλλά να το μεταβάλλει σε ιδιοκτησία του.
Να εξελιχθεί σε μία πολιτική λέσχη φίλων του προέδρου, ο οποίος θα αποφασίζει ανενόχλητος μαζί με μία στενή ομάδα διορισμένων συνεργατών και δεν θα υπόκειται σε λογοδοσία. Η δε τραγικότητα των ημερών στον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως ο στρατός των φανατικών υποστηρικτών του κ. Κασσελάκη επιμένουν να αγνοούν το γεγονός ότι δημοσκοπικά καταρρέει και ανταγωνίζεται πλέον για την τρίτη θέση με την Ελληνική Λύση. Μόλις ένα χρόνο από την ηχηρή δέσμευση του νέου προέδρου ότι θα κατατροπώσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κι αφού κατά την διάρκεια αυτού του διαστήματος έχει κατορθώσει να μετατρέψει το ιστορικό αυτό κόμμα σε ένα όχημα αυτοαναφορικότητας και σε πασαρέλα επίδειξης της περσόνας του.
Στο κρίσιμο ερώτημα εάν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας και ο Στέφανος Κασσελάκης να νικήσει τη Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη η λογική απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική.
Σχετικά με το ποιοί έχουν ευθύνες για το κατάντημα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πει κανείς πολλά. Αρκετοί διάβασαν επιπόλαια τις εξελίξεις, αυτόν τον τελευταίο ένα χρόνο, προέταξαν ενδεχομένως τακτικισμούς και έχασαν την μεγάλη εικόνα. Όμως η υπογραφή της καταστροφής είναι γνωστή.
Οι συσχετισμοί στην Κεντρική Επιτροπή, η συμμαχία με τον Νίκο Παππά, ή το εάν θα δείξει επιείκεια ή όχι ο Παύλος Πολάκης -με ανταλλάγματα φυσικά- ίσως επιτρέψουν στον Στέφανο Κασσελάκη να συνεχίσει αυτό που έχει στο μυαλό του. Ακόμα κι αν τα πράγματα έφταναν σε μία νέα απευθείας εκλογή ηγεσίας ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι όσοι σπεύσουν να ψηφίσουν έχουν συνειδητοποιήσει την επερχόμενη συντέλεια και θα άλλαζαν άποψη.
Ακόμα και στις χειρότερες πολιτικές στιγμές της εποχής του Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε μία ισχυρή οντότητα, προκαλούσε εντάσεις, διαφωνίες αλλά και δέος. Ακόμα και ο λαϊκισμός που ενίοτε εξέπεμπε είχε σημείο εκκίνησης και κοινωνική αναφορά, κάτι εκπροσωπούσε και κάτι εξέφραζε. Γι’ αυτό και υπήρχε λόγος να συνταχθεί απέναντί του το γνωστό “αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο”. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολιτικό σκύβαλο, προκαλεί γέλωτα στους αντιπάλους και απόγνωση στους σκεπτόμενους που αντιλαμβάνονται σοβαρά την στρέβλωση που έχει επέλθει στο πολιτικό σύστημα. Η απουσία ουσιαστικής αξιωματικής αντιπολίτευσης και η ανάδειξη στην θέση της μιας βαβέλ έπαρσης και επιδειξιομανίας αποτελεί μία εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη.
Βεβαίως, ως γνωστόν, η φύση απεχθάνεται τα κενά και είναι πιθανό να προκύψουν εναλλακτικές στο επόμενο διάστημα (και πάντως μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές). Πολλοί εκτιμούν πως οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ μπορεί να δράσουν καταλυτικά.
Οι ευθύνες της παλαιάς φρουράς, είτε αυτών που συντάσσονται με τον Στέφανο Κασσελάκη, είτε όσων τον αντιπολιτεύονται, είναι πολύ μεγάλες. Οι μεν πρέπει να αποφασίσουν μέχρι ποίου σημείου φτάνει η στήριξη που του προσφέρουν, οι δε οφείλουν να λάβουν τις αποφάσεις τους. Η αγωνία, δε, ότι πρέπει να διατηρηθεί η προμετωπίδα της πολιτικής τροπαιοθήκης και να μην εγκαταλειφθεί, ίσως εν τέλει να παραπλανεί. Σύντομα, εφόσον συνεχιστεί η ρευστοποίηση και η αρχηγική μεγαλομανία, θα έχει καταλήξει στα πιο σκοτεινά υπόγεια και αυτό που θα έχει μείνει θα είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα και όσα δεν έχουμε δει ακόμα και έρχονται…