Τι είναι η ροζ κοκαΐνη που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα- Εξαρθρώθηκε κύκλωμα
Κύκλωμα διακίνησης ροζ κοκαΐνης στην Αθήνα εξάρθρωσε η ΕΛΑΣ, μετά από μεγάλη αστυνομική επιχείρηση. Σύμφωνα με το Open, η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τρίτης σε οικία στο κέντρο της Αθήνας, όπου οι αστυνομικοί εντόπισαν ποσότητα σχεδόν 1 κιλού του σπάνιου ναρκωτικού “ροζ κοκαΐνη”.
Πρόκειται για μία εξελιγμένη, ακριβότερη εκδοχή της κοκαΐνης, ένα συνθετικό ναρκωτικό που αποτελείται κυρίως από κεταμίνη, που κάνει θραύση στη Λατινική Αμερική και περίπου εδώ και έναν χρόνο έχει κάνει την εμφάνισή της και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι πρότινος είχε εντοπιστεί στη χώρα μας μόνο στη Μύκονο, σε ένα πάρτι, όμως τότε είχε βρεθεί μόνο μία μικροποσότητα του ναρκωτικού.
Η ροζ κοκαΐνη βρέθηκε στην κατοχή ενός 30χρονου, ο οποίος στο παρελθόν είχε απασχολήσει τις αρχές για κατοχή μικροποσότητας ναρκωτικών. Το ναρκωτικό ήταν συσκευασμένο για να κοπεί σε δόσεις και να διατεθεί.
«Ροζ κοκαΐνη»
Ενα ακόμη παράδειγμα των νέων συνθετικών μειγμάτων που εμφανίζονται στην αγορά της Ε.Ε. είναι η λεγόμενη «ροζ κοκαΐνη», η οποία μερικές φορές μυρίζει σαν φράουλα και έχει διάφορα ονόματα όπως «τούσι» και «τουσίμπι». Η «ροζ κοκαΐνη» θεωρείται ναρκωτικό πολυτελείας και καταναλώνεται κυρίως σε χώρους ηλεκτρονικής μουσικής, νυχτερινά κέντρα και πάρτι.
Η φωτεινή ροζ σκόνη παρασκευάζεται συνήθως σε οικιακές ερασιτεχνικές εγκαταστάσεις από μικρότερες εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίες τείνουν να την εμπλουτίζουν με ποσότητες MDMA και κεταμίνης, καθώς και διάφορες άλλες ουσίες (παρά την ονομασία, συχνά μπορεί να μην περιέχει πραγματική κοκαΐνη), αυξάνοντας δυνητικά τον κίνδυνο ακούσιας κατανάλωσης.
Το tuci αντλεί το όνομά του από το 2-CB το οποίο είναι ένα συνθετικό ψυχεδελικό ναρκωτικό που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970 από τον θρυλικό ψυχοφαρμακολόγο, Alexander Shulgin, και συνήθως καταναλώνεται είτε σε μορφή χαπιού είτε σε μορφή σκόνης..
- Το 2-CB έχει γίνει δημοφιλές από ράπερς όπως ο Κάνιε Γουέστ και ο RAF Camora, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς, και είναι αυτή η σύνδεση με την ποπ κουλτούρα που πιστεύεται ότι οδήγησε τους Κολομβιανούς ναρκέμπορους να το εντάξουν στην γκάμα τους. Όμως η ιδέα ότι η 2-CB θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «ροζ κοκαΐνη» είναι αμφισβητήσιμη και η ανάμειξή της με άγνωστες ποσότητες άλλων ναρκωτικών είναι επικίνδυνη.
«Το 2C-B απαιτεί μικροσκοπικές δόσεις που αποτελούνται από μερικά χιλιοστόγραμμα» λέει η Dr Hannah Thurgur, ανώτερη ερευνητική υπάλληλος στη φιλανθρωπική οργάνωση για την πολιτική των ναρκωτικών, Drugs Science, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο. «Ακόμα και μικρές αλλαγές σε μια δόση, που δεν είναι ανιχνεύσιμες με το μάτι, θα μπορούσαν να επηρεάσουν δραστικά την ένταση των επιδράσεων του φαρμάκου».
Αν και η «ροζ κοκαΐνη» ανιχνευόταν κατά κόρον στη Λατινική Αμερική, φαίνεται πως πλέον εμφανίζεται και σε τμήματα της αγοράς ναρκωτικών της Ε.Ε., αποτελώντας ένα ζωντανό παράδειγμα της πιο εξελιγμένης εμπορίας συνθετικών ουσιών. Ετσι, είναι πιθανό οι καταναλωτές να έχουν πολύ μικρή κατανόηση των χημικών ουσιών που πραγματικά καταναλώνουν.
- Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά, η χρήση οπιοειδών μειώνεται σταδιακά τα τελευταία χρόνια. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη χρηση συνθετικών οπιοειδών.
Ειδικότερα μέσα από τις κατασχέσεις των οπιοειδών ουσιών που πραγματοποιούνται από τις αρχές, φαίνεται ότι η τραμαδόλη αποτελεί το συνθετικό οπιοειδές που διακινείται περισσότερο, παρ’ όλη τη μείωση που σημειώθηκε την τριετία 2020-2023 στις κατασχεθείσες ποσότητες. Στη χώρα μας δεν έχουν σημειωθεί αναφορές για την ουσία νιταζίνη.
- Πέρσι συνεχίστηκε η αύξηση, που ξεκίνησε το 2022, στις κατασχεθείσες ποσότητες συνθετικών κανναβινοειδών η οποία οφειλόταν κυρίως σε μία υπόθεση κατάσχεσης μεγάλης ποσότητας τέτοιων ουσιών από την ΕΛ.ΑΣ.
Οσο για τη χρήση της κοκαΐνης στην Ελλάδα, η διαθεσιμότητά της παραμένει υψηλή. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα αιτήματα θεραπείας, οι αναφορές στην κοκαΐνη και άλλα διεγερτικά στα οποία εμφανίζεται ως κύρια ουσία ήταν το 2022 αυξημένες κατά 62% συγκριτικά με πριν από μια πενταετία και κατά 186% συγκριτικά με πριν από μια 10ετία.