Δίκη για το Μάτι: “Πάλευαν στα κύματα με καμένες τις σάρκες τους” συγκλονίζουν οι μαρτυρίες
Ευθύνες στο Λιμενικό για τον τρόπο που αντιμετώπισε την τραγωδία που εκτυλίχθηκε στο Μάτι, απέδωσε στην κατάθεση της, μάρτυρας που διασώθηκε από τον όλεθρο πριν έξι χρόνια. Η διαδικασία, σήμερα, συνεχίστηκε με τις συγκλονιστικές καταθέσεις διασωθέντων και ανθρώπων που έχασαν δικούς τους, το μοιραίο απόγευμα.
Όλοι οι μάρτυρες περιέγραψαν την πλήρη απουσία Πυροσβεστικής και Αστυνομίας τις κρίσιμες ώρες. «Δεν μας ειδοποίησε κανείς» ήταν η φράση που ακούστηκε περισσότερο, πότε με θυμό και πότε με οδύνη, στο Δικαστήριο.
Τις καταθέσεις άνοιξε η κ. Δήμητρα Κατσορίδα, που βρέθηκε για ώρες στην θάλασσα και διασώθηκε, μαζί με άλλους, από μεγάλο αλιευτικό, γύρω στις 11 το βράδυ.
Η μάρτυρας βρισκόταν στο σπίτι της στο Μάτι όταν η φωτιά πλησίαζε τον οικισμό και κόπηκε το ρεύμα. Όπως είπε, σκέφτηκε αμέσως αυτά που άκουγε από παιδί στην περιοχή, ότι δηλαδή η σωτηρία σε περίπτωση φωτιάς είναι η θάλασσα. «Βγήκα με το αυτοκίνητο γύρω στις 18.30 και είδα δύο δέντρα να φλέγονται…αποφάσισα να πάω στην θάλασσα. Να σας πω την αλήθεια, εκείνη την στιγμή, η τελική μου επιλογή ήταν “καλύτερα πνιγμένη παρά καμένη”…» ανέφερε.
Από την κατάθεση της μάρτυρα, προέκυψε πως το Λιμενικό, μέσω του τοπικού λιμενάρχη, γνώριζε από τις επτά παρά, εκείνο το απόγευμα ότι βρίσκονταν άνθρωποι στην θάλασσα, πλην όμως δεν αντέδρασε για την διάσωσή τους. Η μάρτυρας είπε πως όταν βρέθηκε στο νερό ήταν πολλοί γύρω της και ότι υπολόγισε πως υπήρχαν 700 με 1.000 άνθρωποι στην θάλασσα. «Ήταν όλοι αυτοί που από τα παλιά ήξεραν ότι αν συνέβαινε κάτι έπρεπε να πάμε στη θάλασσα. Από τις 7 παρά 20 έως τις 10.30 που είδα το αλιευτικό που μας έσωσε, δεν υπήρχε κανένα σκάφος του Λιμενικού. Υπήρχε σκοτάδι και φόβος’. Μάλιστα, όπως ανέφερε, όταν πλέον το ψαράδικο τούς πήγε στην Ραφήνα «και ήρθε μια λιμενικός και μου ζήτησε να της πω “καθαρά” το όνομα μου, της απάντησα με πικρόχολο σχόλιο. Της είπα “εσάς η προσπάθειά σας εξαντλείται να με διαγράψετε από τον κατάλογο των αγνοουμένων”. Λίγες μέρες μετά, που τηλεφώνησα στο Λιμεναρχείο για να μου πουν τα στοιχεία του αλιευτικού που μας έσωσε, ο λιμενάρχης μου είπε “καλημέρα σας! Ελπίζω να θεωρείτε ότι συνεισφέραμε στην διάσωση σας”. Του απάντησα “τινί τρόπω συνεισφέρατε;”… Μου είπε πως “δεν μπορούσαμε να έρθουμε διότι θα θερίζαμε κεφάλια”. Τον ρώτησα “εννοείτε ότι ήταν μεγάλα τα καράβια;” και μου απάντησε θετικά. Τον ρώτησα, “ενημερώσατε τον Πειραιά να σας συντρέξει με πιο μικρά σκάφη;”. Μου απάντησε “ναι”».
Στο δικαστήριο κατέθεσαν η χήρα και τα δύο παιδιά του Παύλου Τσαρμπού που απανθρακώθηκε όταν η φωτιά κατέβηκε στο Μάτι.
«Το ίδιο μας το κράτος, μας κήρυξε τον πόλεμο…τρέχαμε πανικόβλητοι. Εκτός από τους ανθρώπους μας που χάσαμε, τόσοι εγκαυματίες ταλαιπωρούνται ακόμα.
Με πεταμένες σάρκες κολυμπούσαν επί ώρες. Πάλευαν στα κύματα με καμένες τις σάρκες τους. Που ζούμε; Είμαστε μέσα στην πρωτεύουσα της χώρας μας. Έλεος» ανέφερε η χήρα του εκλιπόντος. Ο γιος και η κόρη του Παύλου Τσάρμπου, με μεγάλη φόρτιση, ζήτησαν από το δικαστήριο να υποδείξει όσους ευθύνονται. «Θέλω να ξέρω ποιος ευθύνεται. Βλέπουμε να πετάνε τις ευθύνες ο ένας στον άλλον και εμάς καταστράφηκε η ζωή μας. Χάθηκαν άνθρωποι γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση και καμιά μέριμνα. Ποιος ευθύνεται; Θέλω να μου πείτε» είπε ο γιός του θύματος, Νικόλαος Τσαρμπός.
Μεταξύ άλλων στο δικαστήριο κατέθεσε και η αδελφή του Γρηγόρη Φύτρου, που χάθηκε με τα δύο ανήλικα παιδιά του το απόγευμα του ολέθρου στο Μάτι. «Δεν είχε καμία ενημέρωση ο αδελφός μου. Αυτοβούλως προσπάθησε να σωθεί και να σώσει τα παιδιά του» είπε η κ. Μαργαρίτα Φύτρου και συνέχισε: «Η οδός διαφυγής έγινε θανάσιμη παγίδα για τον αδελφό μου και τα παιδιά του. Η ανιψιά μου βρέθηκε στο κενό… στο κτήμα Φράγκου ο αδελφός μου, ο γιος του και τόσοι άλλοι άνθρωποι…».
Η μάρτυρας είπε επίσης: «Η τραγική ειρωνεία είναι πως τα υλικά αγαθά, το σπίτι, όλα, έμειναν ανέπαφα…οι ψυχές χάθηκαν».
Στην κατάθεσή της η Παναγιώτα Μαλαίνου, που με την ανιψιά της προσπάθησαν να διαφύγουν από το φλεγόμενο Μάτι, περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που έζησαν μέχρι να χωριστούν στην θάλασσα. Η μάρτυρας είπε πως μετά από αγωνιώδεις προσπάθειες έμαθε ότι η ανιψιά της σώθηκε, αλλά πως η μητέρα της δεν τα κατάφερε. Και αυτή, όπως όλοι οι μάρτυρες που προηγήθηκαν, υπογράμμισε την απουσία κάθε αρμόδιας αρχής. Φορτισμένη η κ. Μαλαίνου ανέφερε πως «όσοι σώθηκαν, σώθηκαν μόνοι τους. Όσοι κάηκαν, κάηκαν μόνοι τους… ήταν όλα διαλυμένα εκείνη τη νύχτα».
Ο μηχανικός, αναπληρωτής καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Ιάκωβος Ποταμιάνος, που είχε χτίσει σπίτι στην περιοχή, κατέθεσε πως όταν το 2006 είχε φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη, περιπολικό με ντουντούκα είχε ειδοποιήσει τους κατοίκους να απομακρυνθούν. «Το 2018 ήταν η πιο ήσυχη πυρκαγιά που έχει περάσει. Ούτε καμπάνες, ούτε ντουντούκες. Σαν να μην υπήρχε κράτος πριν. Σαν να ζούσαμε ξεκομμένοι στα βουνά…».
Ο μάρτυρας εκτίμησε πως ήταν επιλογή του τότε πρωθυπουργού να μην ολοκληρωθούν έγκαιρα οι διαδικασίες για την δημιουργία της υποδομής του 112, μηχανισμός που η λειτουργία του για έκτακτες ανάγκες ήταν απόφαση της ΕΕ.
Περιγράφοντας την διαφυγή του ίδιου, της συζύγου και της μητέρας του, ο μάρτυρας είπε: «Η επιβίωση μας ήταν εντελώς συμπτωματική».
Η δίκη θα συνεχιστεί την Δευτέρα.