Μανώλης Φάμελλος: Υπάρχουν αποκαλυπτικές συναντήσεις, που επιταχύνουν μια δυναμική μέσα μας
Ο Μανώλης Φάμελλος, μέσα στα χρόνια, είναι πάντα το άθροισμα της δύναμης και της μη επανάληψης, της ευαισθησίας και της άρτιας σύνδεσης με ό,τι πυροδοτεί τις ρίζες και το μέλλον. Το νέο του άλμπουμ «Με ελαφριά καρδιά» συνοψίζει απόλυτα το διαρκές στίγμα τραγουδιών και μελωδιών, που ξεπέρασαν την εποχή και κάθε στενό όριο. Έχει ήδη ξεχωρίσει το «Κι αν μετανιώσουμε», το τραγούδι του ΑΤΤΙΚ, που τραγούδησε το 1932 ο Πύρρος Χρονίδης, σε μια επανεκτέλεση από τον Μανώλη Φάμελλο και την Πέννυ Μπαλτατζή. Καθώς και το ατμοσφαιρικό videoclip του, σε μια καλοκαιρινή Αθήνα, που, ενίοτε, επιμένει στον αθεράπευτο ρομαντισμό της.
Συνέντευξη
–Θα ήθελα να ξεκινήσω με κάτι που διάβασα σε μια συνέντευξή σας και το ξεχώρισα: «είναι εντυπωσιακό», λέτε, «το πώς τα παιδιά γίνονται κάτι σαν βαλβίδα ασφαλείας και δεν παθαίνουμε χρονοσυμφόρηση». Πόσο επιζήμια είναι για τον ευάλωτο ανθρώπινο ψυχισμό μια τέτοια χρονοσυμφόρηση;
Τώρα που το διαβάζω εκ των υστέρων ομολογώ πως δυσκολεύομαι να το αποκρυπτογραφήσω. Θα έλεγα πως αναφέρεται στο βάρος του παρελθόντος που συσσωρεύεται, στην ασφυκτική στενότητα του παρόντος χρόνου και στην αίσθηση του μέλλοντος που συμπιέζεται. Τα παιδιά δεν έχουν παρελθόν, βιώνουν το παρόν τους πολύ συχνά ως αποκαλυπτική εμπειρία και το μέλλον τους είναι ένας ανοιχτός (και μακρινός) ορίζοντας. Ως προς την ερώτηση, είναι ένα πολύ βαθύ ζήτημα. Η διαρκής επιτάχυνση, σε ό,τι βιώνουμε, δημιουργεί έναν χρόνο άδειο από ουσία, ένα κενό χρόνου, που παράγει ασφυξία, που παράγει με την σειρά της τρόμο, που παράγει έπειτα θυμό κι οργή κι όλοι γνωρίζουμε την συνέχεια.
–Αν υπάρχουν στιγμές που αναπολείτε ό,τι πέρασε, σε ποιο σημείο πιάνετε τον εαυτό σας να στέκετε περισσότερο και γιατί;
Ναι, για να συνεχίσω την σκέψη μου: αυτή η κενότητα του χρόνου δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν τις ελεύθερες πτώσεις. Άλλωστε το κενό, σε όλες τις μορφές του, μας έλκει σαν μαγνήτης. Φανταζόμαστε πως θα προσγειωθούμε ομαλά σε ένα φιλόξενο κι ασφαλές παρελθόν, μονάχα που αυτό δεν υπάρχει πια. Ίσως και να μην υπήρχε ποτέ όπως το φανταζόμασταν. Πολλές φορές, πιάνω τον εαυτό μου να κοντοστέκεται σε μία εποχή, αλλά δεν είναι η στιγμή που νοσταλγούμε. Είναι περισσότερο το όραμα του μέλλοντος, όπως το ατενίζαμε τότε από εκείνη την στιγμή.
–Όταν αποφασίζατε να ασχοληθείτε με τη μουσική, σε μια ηλικία που το θάρρος σχεδόν περισσεύει, σκεφτόσασταν τυχόν δυσκολίες ή εμπόδια που θα περιόριζαν το όραμά σας;
Σωστά, εκτός από το θάρρος όμως περισσεύουν κι άλλα πολλά. Και εγώ ξεκίνησα αποκαρδιωμένος από τον εαυτό μου, από τον οποίο ποιος ξέρει γιατί, περίμενα πολλά μάλλον που ταυτόχρονα τα έβλεπα ως ακατόρθωτα. Αλλά συνέχισα να προσπαθώ. Ξέρεις, όσοι επαναλαμβάνουν το ίδιο σφάλμα, σπανίως αποζητούν να πετύχουν το σωστό. Η απογοήτευσή μου ήταν κραταιά και πολύ βαθιά, αλλά δεν την χόρτασα. Ζητούσα και ζητάω μάλλον ακόμα περισσότερη.
–Υπήρχαν πρόσωπα που σας επηρέασαν λίγο παραπάνω και σας στιγμάτισαν με τη δυναμική τους;
Ναι, το έχω συζητήσει αρκετές φορές αυτό. Υπάρχουν συναντήσεις αποκαλυπτικές, που επιταχύνουν μια δυναμική μέσα μας. Σαν να πηδάμε σε ένα τρένο εν κινήσει κι έτσι αποκτούμε μια φόρα. Με έναν τρόπο ισχύουν και τα δύο. Οι άνθρωπο αυτοί είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας, αλλά ταυτόχρονα κι ο εαυτός μας είναι όλος δικός μας.
–Υπάρχει συνάφεια στον τρόπο που δημιουργούσατε τότε και στον τρόπο που δημιουργείτε τώρα;
Δεν ξέρω ποιον θα μπορούσε να ενδιαφέρει το καθαρά τεχνικό κομμάτι. Ίσως μόνο εγώ να ωφελούμαι τελικά από αυτή την συζήτηση. Μπορώ να πω πως πάντοτε οι μουσικές ήταν τοπία για να απλώνω τα στιχάκια μου και με ένα τρόπο το ένα ξεκλείδωνε το άλλο. Με τα χρόνια, απέκτησα μια άνεση στο να σχεδιάζω, αλλά και με μια ευκολία στο να σκίζω και να ανακυκλώνω φυσικά. Επιγραμματικά, θα έλεγε κανείς, πολύ κακό για το τίποτα σχεδόν. Πάντως αυτό που απομένει προς χρήση είναι, σε κάθε περίπτωση, πάνω κάτω το ίδιο. Για να το αποκτήσεις όμως πραγματικά πρέπει να ξοδέψεις ό,τι έχεις. Ίσως και κάτι παραπάνω.
–Αυτός ο ζήλος να δημιουργεί κανείς καινούρια πράγματα πώς διατηρείτε μέχρι τα βαθιά γεράματα;
Όταν κι αν φτάσω, θα έχω μια πιο πλήρη ανάλυση να σας κάνω. Το κομμάτι του να γράφεις μουσική είναι μια σχετικά ξένοιαστη ασχολία, σαν να φροντίζεις ένα κήπο. Ίσως το κομμάτι με τα λόγια όμως είναι εξόχως βασανιστικό. Κάποιες φορές, όμως, όταν νιώθεις πως φτάνεις στο κέντρο είναι ακόμα περισσότερο απολαυστικό. Αλλά είναι αδύνατο να παραμείνεις εκεί.
–Κι επανερχόμενος στο θέμα του χρόνου μιλήστε μου για το νέο άλμπουμ σας «Με ελαφριά καρδιά…».
Ο χρόνος, αλίμονο, ναι είναι όλα τους τραγούδια που έγραψαν, τραγούδησαν κι αγάπησαν άνθρωποι, που έχουν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, φύγει καιρό από κοντά μας. Τίποτα δε λέει περισσότερο την αλήθεια για μια εποχή από ό,τι τα τραγούδια της. Όμως παράλληλα, εμένα μου ακούγονται απολύτως οικεία. Το γιατί δεν μου το έχω απαντήσει ακόμη. Δεν ξέρω τι με οδήγησε εκεί, γιατί αναζητούσα ένα καταφύγιο τόσο μακριά στον χρόνο και πώς βρέθηκα σχεδόν έναν αιώνα πίσω. Δεν ξέρω, επίσης, πώς έσβησαν τόσο σπουδαία τραγούδια από την συλλογική μνήμη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Σίγουρα, δεν τους άξιζε, άλλα αυτό αποφάσισε η ιστορία. Αλλά από την άλλη, σκέφτομαι ιδού η ευκαιρία να την ξαναγράψουμε.
–Πώς θα επικοινωνούσατε σε ένα παιδί 13 χρόνων, στον γιο σας, την επιδραστικότητα των συνθετών εκείνης της εποχής;
Πρώτα, πρέπει να αιχμαλωτίσεις την προσοχή ενός νέου ανθρώπου, πράγμα δύσκολο μέσα στους τόσους περισπασμούς. Είναι κομμάτι μιας μεγαλύτερης αφήγησης και θα του έδειχνα από πού κατάγεται η γλώσσα του και η ευαισθησία του, η μουσική που ακούει γύρω του ( ένα μέρος της τουλάχιστον) επειδή σίγουρα οι ρίζες φτάνουν ως εκεί κι ακόμα πιο πίσω. Θα είχε ενδιαφέρον αν φανταζόμασταν μαζί ένα τραγούδι σε αλλεπάλληλες εκδοχές, που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και ψιθυρίζοντας το οι άνθρωποι κάθε εποχής το παραφράζουν και το κάνουν δικό τους
–«Ο καλλιτέχνης πρέπει να μπορεί να μην είναι πολιτικά ορθός», έχει πει ο Ρέιφ Φάινς. Είναι γνώρισμα όμως της πλειοψηφίας των καλλιτεχνών; Σας βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη;
Σκεφτείτε λοιπόν το παράδοξο: πως εάν είμαστε όλοι καλλιτέχνες, πάει περίπατο η πολιτική ορθότητα. Ίσως και να της έκανε καλό μια εκδρομή στη φύση. Είναι ενδιαφέρον το πώς συζητώντας για την κενότητα του χρόνου, φτάνουμε μοιραία σε κάτι που συνδέεται άμεσα, στην κενότητα του λόγου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία. Και φυσικά και υπάρχουν κάποια εύλογα αιτήματα για να αναβαθμιστεί ο δημόσιος λόγος. Φοβάμαι όμως πως δεν δίνεται εδώ μία μάχη ουσίας, άλλα περισσότερο αναζητείται μια αφορμή για να εκτονωθεί ακόμα περισσότερο κάποιο βασανισμένο θυμικό. Η αποφασιστική μάχη έχει μάλλον χαθεί εδώ και καιρό στην τηλεόραση, στα σόσιαλ, στον πολιτικό λόγο, όπου θριαμβεύει το ασήμαντο (εσχάτως χωρίς να θίγει βέβαια). Ενώ θα έπρεπε το ίδιο το ασήμαντο που αναπαράγεται παντού, αυτό να μας θίγει και να εξεγειρόμαστε επίσης και κυρίως απέναντι σε αυτό.