Μισθωτοί αιχμάλωτοι της φτώχειας
Επιχαίρει η κυβέρνηση και με συνεχή δελτία Τύπου πότε η ΔΥΠΑ και πότε οι ηγεσίες του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες έχουν αλλάξει τρεις φορές μέσα σε έναν χρόνο, καυχώνται για την αύξηση των θέσεων εργασίας, την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη βελτίωση του μέσου.
Aκόμη και οι ίδιοι οι λογογράφοι βαρέθηκαν τα ίδια και τα ίδια. Γιατί πώς γίνεται ενώ μειώνεται η ανεργία, ενώ όλο και περισσότεροι έχουν το «προνόμιο» της απασχόλησης, οι Ελληνες μισθωτοί να έχουν τη χαμηλότερη αγοραστική ικανότητα στο πλαίσιο της Ε.Ε., να δουλεύουν περισσότερες ώρες και να μη μειώνεται το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών την τελευταία δεκαπενταετία;
Η εργασία που προσφέρεται σε μια οικονομία δεν αποτελεί ικανό παράγοντα διεξόδου από την εισοδηματική φτώχεια, απαντά ο οικονομολόγος Βλάσης Μισσός, και στην εξαιρετική ανάλυσή του στο τριμηνιαίο τεύχος 54 του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) –που αξίζει τον κόπο σε ένα διάλειμμα των δημόσιων εμφανίσεών τους να το διαβάσουν και οι κυρίες των δύο κοινωνικών υπουργείων, Ν. Κεραμέως και Σ. Ζαχαράκη– τεκμηριώνει γιατί οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά περισσότερες ώρες εργασίας. Γιατί τα βελτιωμένα ποσοστά απασχόλησης δεν συνάδουν με τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων.
H οικονομική και στατιστική ανάλυση αποδεικνύει ότι κατά το 2022 το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το κατώφλι της φτώχειας του 2009. Το 2015, περίπου το 40% των εργαζομένων όλων των κατηγοριών ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα μικρότερο του ορίου φτώχειας του 2009, ενώ μέχρι και το 2022 η επίδραση της μακράς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας στα εισοδήματα των εργαζομένων δεν είχε επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.
Οταν, επομένως, ένας στους τέσσερις, παρότι εργάζεται είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοαπασχολούμενος παραμένει εργαζόμενος φτωχός (in-work poverty), το ατομικό διαθέσιμο εισόδημά του δεν του επιτρέπει να ξεπεράσει το κατώφλι φτώχειας, τότε οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας απλώς τον βοηθούν να μην εξαθλιωθεί. Και πάλι εξαρτάται. Εάν ζει σε οικογένεια της οποίας τα υπόλοιπα μέλη εργάζονται, είναι διαφορετικό από το εάν ζει μόνος ή μόνη και φέρει το βάρος στήριξης του νοικοκυριού.
Συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ε.-27, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν βρισκόταν μεταξύ 8ης ή 9ης θέσης από το τέλος και με μια ήπια, συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. «Η ασθενής ανοδική τάση φαίνεται ότι ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, από την περίοδο 2007-2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία της είναι καθοδική. Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο η πανδημία επέδρασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται».
Τρίτη και εξαιρετικά σημαντική η διαπίστωση που αφορά την καταγεγραμμένη αύξηση των ωρών εργασίας. Αύξηση η οποία, σύμφωνα με τον κ. Μισσό, «φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Από το 2020, οπότε και καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την Ε.Ε.-27 λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ε.Ε.-27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου».
Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-27, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. «Παράλληλα, όπως αποτυπώνεται στη διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την κρίση του 2009, η χώρα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%)».