Κεντροαριστερά/ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ: Η συμπόρευση μπορεί να… περιμένει- Αναλύσεις στο libre από Γεράκη, Κουσούλη
Το εκλογικό αποτέλεσμα για τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς, δεν δημιουργεί προσδοκίες για το άμεσο μέλλον. Προκάλεσε όμως αμφισβητήσεις κυρίως στην ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και προβληματισμό στον ΣΥΡΙΖΑ για το χαμηλότερο ποσοστό από το 2012.
Τα νέα δεδομένα αναλύουν ο εκλογολόγος Θωμάς Γεράκης και ο επικοινωνιολόγος Λευτέρης Κουσούλης.
- Θωμάς Γεράκης: Μια δύσκολη πολιτική εξίσωση
Ο στόχος τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠΑΣΟΚ στην εκλογική αναμέτρηση της ευρωκάλπης ήταν διττός. Από την μία επιδίωκαν την δεύτερη θέση με ένα ποσοστό σημαντικής διαφοράς μεταξύ τους που θα τους εξασφάλιζε την ηγεμονική θέση στον κεντροαριστερό χώρο και από την άλλη μία εκλογική εκτίναξη που θα τους προσέδιδε εν δυνάμει κυβερνητική προοπτική.
Παρά την αξιοσημείωτη μείωση των ποσοστών του κυβερνητικού κόμματος, κανένα από τα δύο κόμματα δεν μπόρεσε να πετύχει αυτούς τους δύο στόχους. Η απόσταση που τα χωρίζει από την ΝΔ είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ευρωεκλογές, το άθροισμά των δύο υπολείπεται του ποσοστού του κυβερνητικού κόμματος και η διαφορά μεταξύ τους δεν επιτρέπει δηλώσεις από κανέναν περί ηγεμονίας στην κεντροαριστερά.
- Κοινή διαπίστωση αποτελεί το ότι κανένα από τα δύο κόμματα δεν μπορεί από μόνο του να κερδίσει, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και εκ των πραγμάτων η συζήτηση για εκλογική συμπόρευση ή δημιουργία ενός νέου προοδευτικού πόλου που να μπορεί να κλονίσει την διαχρονική κυριαρχία του κυβερνητικού κόμματος έχει ήδη αρχίσει.
Ωστόσο, παρά την προφανή αριθμητική αναγκαιότητα της όποιας συμπόρευσης, στην πολιτική το ένα συν ένα δεν αθροίζει πάντα στο δύο. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι πολιτικές συμμαχίες δημιουργούν μια προστιθέμενη αξία κατά πολύ μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών και περιπτώσεις που το αποτέλεσμα είναι υποδεέστερο των αρχικών μαθηματικών υπολογισμών.
Η συγκεκριμένη συζήτηση για το ενδεχόμενο εκλογικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ δεν ξεκινά με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Ο ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και οι τρείς στους δέκα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνονται να βλέπουν θετικά μια τέτοια προοπτική.
Το ενδεχόμενο εγχείρημα φαίνεται περισσότερο ως αποτέλεσμα ενός αναγκαστικού συνοικεσίου, παρά σαν αυθεντική επιθυμία κοινής συμπόρευσης. Οι διαφορές των δύο κομμάτων, αν και κινούνται σε όμορους χώρους, είναι πολλές – όπως πολλές είναι και οι προσωπικές στρατηγικές και ατζέντες των κορυφαίων στελεχών τους. Άλλωστε και τα δύο κόμματα έχουν στην ιστορική τους διαδρομή αρκετές προσπάθειες ευρύτερων συμμαχιών που δεν είχαν την αναμενόμενη απήχηση και πολύ περισσότερων διασπάσεων με ανάλογα αποτελέσματα. Στην κεντροαριστερά, η κουλτούρα των διασπάσεων ήταν πάντα ισχυρότερη της κουλτούρας των συνεργασιών.
Επίσης η συζήτηση της όποιας σύμπραξης, αν και παρούσα, δεν είναι επί του παρόντος. Υπάρχουν άλλες προτεραιότητες. Προηγούνται οι μακρές εσωκομματικές διεργασίες και συζητήσεις για τα του οίκου των δύο κομμάτων και, επειδή υπάρχει αρκετός χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές, το εύλογο είναι να θέλουν και τα δύο κόμματα να μετρήσουν αυτόνομα τον βηματισμό τους τους επόμενους μήνες. Σε αυτή την φάση το μέλημα των αρχηγών τους είναι μάλλον να εδραιώσουν την θέση τους και να επιβάλουν το νέο εσωκομματικό πεδίο που επιθυμούν, παρά να αυτοδιαλύσουν τα κόμματά τους. Εάν τελικά ευοδωθεί η προσπάθεια συμπόρευσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, είναι περισσότερο πιθανό αυτό να συμβεί σε μεταγενέστερο χρόνο, λίγο πριν τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Είναι προφανές πως η απάντηση στο ερώτημα αν μπορούν τα δύο κόμματα να συμπορευτούν ενέχει αρκετές δυσκολίες.
Το πιο ουσιώδες ερώτημα, που δεν μπορεί εκ των προτέρων να απαντηθεί, είναι το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πιθανής συνεργασίας: εξαρτάται από άγνωστους προς το παρόν παράγοντες. Για παράδειγμα θα εξαρτηθεί από το πρόσωπο που θα κληθεί να ηγηθεί. Άλλο θα είναι το αποτέλεσμα αν ηγηθεί ο Στέφανος Κασσελάκης, άλλο αν ηγηθεί ο Αλέξης Τσίπρας, άλλο αν ηγηθεί ο Χάρης Δούκας και άλλο αν ηγηθεί κάποιος άλλος. Επίσης δεν αρκεί μόνο το κατάλληλο πρόσωπο. Σε μεγαλύτερο βαθμό, η απήχηση του ενιαίου νέου πόλου θα εξαρτηθεί από την προγραμματική του πρόταση και κατά πόσο θα μπορέσει να θεωρηθεί από τους πολίτες ως πειστική, σοβαρή και αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές. Τέλος, θα εξαρτηθεί και από την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης απέναντι στα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Η εικόνα που θα εκπέμψει η κυβέρνηση Μητσοτάκη το αμέσως προσεχές διάστημα μπορεί είτε να διευκολύνει είτε να ανακόψει την δυναμική αυτού του ενδεχόμενου κοινού που θα σταθεί απέναντί της. Προς το παρόν ισχύει η ερμηνεία της κεντροαριστερής ατμόσφαιρας όπως εκφράζεται από την λαϊκή θυμοσοφία: μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν.
- Λευτέρης Κουσούλης: Κεντροαριστερά, η αυτοκατάλυση, προϋπόθεση του νέου
Οι εκλογές της 9ης Ιουνίου θα αποδειχθούν σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός στην διαδρομή. Ασφαλώς για το κυβερνητικό σχήμα, που αποδοκιμάστηκε με αυστηρότητα και θα συνοδεύεται στο εξής από αυτόν τον χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης. Αν και μειοψηφικό στο κοινωνικό σώμα πλέον, έχει τυπικά ένα χρονικό ορίζοντα τριών ετών μπροστά του για μια πιθανή βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του.
Η αναταραχή που προκαλεί το αποτέλεσμα στους δύο πόλους, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, χρωματίζει ήδη τις ημέρες και θα κερδίσει την επικαιρότητα αυτών που έρχονται. Η πολιτική αδυναμία της αντιπολίτευσης να καρπωθεί εκλογικά μια ευνοϊκή, όπως οι ευρωεκλογές αναμέτρηση, φανερώνει την βαθύτερη αδυναμία προσώπων και φορέων να εκφράσουν πειστικά τις ανάγκες και να ανταποκριθούν σε αυτές. Τα χαμηλά ποσοστά είναι το όριό τους. Αυτό το όριο, αν έχουν το θάρρος να το αποδεχθούν, τα θέτει μπροστά στην υποχρέωση ριζικής επανεξέτασης της στρατηγικής τους βάσης, που είναι η αφετηρία κάθε δημόσιας εκδήλωσης, λόγου ή πράξης. Οι δύο αυτοί κομματικοί χώροι έχουν εξαντληθεί. Οι συνθήκες τους έχουν υπερβεί.
Η ευθεία αμφισβήτηση του Ν. Ανδρουλάκη και της ηγετικής πολιτικής του επάρκειας είναι η πρώτη σοβαρή εκδήλωση της κρίσης, που με βεβαιότητα θα δυναμώσει στον τρίτο πόλο. Η φαντασία ότι ένα άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ σε μια εκλογική έκρηξη και πολιτική αναγέννηση αγνοεί, ίσως και δεν αντέχει, την πραγματικότητα. Το ΠΑΣΟΚ δεν δύναται, ως αυτό που αντιπροσωπεύει από το παρελθόν και ως αυτό που εμφανίζεται στο παρόν, να συνομιλήσει πειστικά με τη σύγχρονη Ελλάδα των νεότερων γενεών, να κομίσει κάτι νέο και ανατρεπτικό, να γίνει πόλος αναφοράς και ελπίδας. Τα κόμματα με ιστορία είναι παράσταση στη συνείδηση. Το ΠΑΣΟΚ είναι μια αρνητική παράσταση στη συνείδηση. Ανυπέρβλητο αυτό, τραβάει και τη γραμμή των ορίων του.
Οι μνήμες δεν διαγράφονται εύκολα. Μπροστά σε αυτές τις νωπές μνήμες βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός που απέμεινε από τον παλαιό που δεν υπάρχει πλέον και δεν μπορεί φυσικά να αναστηθεί. Η ορμή των γεγονότων ήρθε να προστεθεί στη συνθήκη του τέλους, που ξεκίνησε τον Μάιο του 2023 και επεισόδιά του βλέπουμε σε εξέλιξη. Η παράλληλη πολιτική αδυναμία των δύο πόλων έχει χαρακτηριστικά διάρκειας και τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να το αντικρούσει αυτό στον ορατό χρόνο.
Ποικίλες ιδέες ακούγονται μέσα σε αυτό το αδιέξοδο: συνεργασία, συμπράξεις, εκλογικές συμμαχίες ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ και άλλες σχετικές σκέψεις συμβατικές, ανακύκλωσης ενός πολιτικού μικρού σύμπαντος, της κεντροαριστεράς, που, αν και ανήκει στο παρελθόν, ονειρεύεται θριαμβευτική κυβερνητική επάνοδο. Η ελπίδα ειδικά ότι ένα νέο πρόσωπο στο ΠΑΣΟΚ μπορεί να καλύψει το κενό πολιτικής και εμπιστοσύνης που έχει σκάψει η ζωή ανήκει στις συνήθεις ματαιότητες. Η συνθήκη καλεί στην υπέρβασή της.
Εξαντλημένη ιδεολογικά και πολιτικά, αυτό που ονομάζουμε κεντροαριστερά, έχει μπροστά της ένα και μόνο δρόμο. Μια νέα θεμελίωση χρειάζεται. Αντίστοιχη με τις συγκλονιστικά νέες ανάγκες της εποχής. Ο εγκλωβισμός στο παρελθόν είναι πολιτική αιχμαλωσία. Θα πρέπει να ρίξει τα τείχη. Η αυτοκριτική δεν αρκεί. Η δημόσια διακήρυξη σε τόνο πανηγυρικό και εορταστικό της αυτοκατάλυσης των συμβατικών σχηματισμών που την εκφράζουν, θα ήταν η μόνη φωτεινή νέα αρχή. Νέα διακήρυξη, νέες θέσεις, νέο πρόγραμμα. Κυβερνητικό. Στην πολιτική ή αντέχεις τον δύσκολο δρόμο της αναζήτησης και της δημιουργίας ή διαθέτεις τον εαυτό σου στην διαλυτική φθορά του χρόνου.