Διατροφή και έφηβοι- Κάθε χρόνο και χειρότερα- Γιατί;
Ένας στους τρεις εφήβους ηλικίας 11,13 και 15 ετών στην Ελλάδα δε γυμνάζεται και μόνο ένα πολύ χαμηλό ποσοστό (30%) καταναλώνει φρούτα και λαχανικά. Η χώρα μας παραμένει μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά υπερβαρίας/παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους, σύμφωνα με νέα έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την ποιότητα διατροφής των εφήβων. Τα θλιβερά στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης ερμηνεύει στο libre o Τάσος Φωτίου, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας HBSC-Greece στο ΕΠΙΨΥ, που ήταν μέρος του διεθνούς ερευνητικού προγράμματος Health Behaviour in School-aged Children, HBSC/WHO. «Τα πάντα ξεκινούν από το οικογενειακό πλαίσιο. Οι συμπεριφορές , οι επιλογές των εφήβων καθορίζονται από το πλαίσιο που θέτει η οικογένεια» τονίζει, ενώ στο κάδρο της διαμόρφωσης των συνηθειών μπαίνει και ο οικονομικός παράγοντας.
Βασισμένη σε δεδομένα από 44 χώρες που συμμετείχαν στην πιο πρόσφατη (2022) έρευνα του διακρατικού προγράμματος Health Behaviour in School-aged Children, HBSC (η Ελλάδα συμμετέχει μέσω του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «Κώστας Στεφανής-ΕΠΙΨΥ), η έκθεση καταδεικνύει την επικράτηση των ανθυγιεινών διατροφικών συνηθειών, του υψηλού επιπολασμού της υπερβαρότητας και της παχυσαρκίας, αλλά και των χαμηλών επιπέδων φυσικής δραστηριότητας και άσκησης στους εφήβους—παραγόντων που έχουν συνδεθεί με τον κίνδυνο ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου, καρδιαγγειακών παθήσεων, διαβήτη και καρκίνου.
Στην Ελλάδα, το 28% των εφήβων ηλικίας 11, 13 και 15 ταξινομούνται βάσει του δείκτη μάζας σώματος ως υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το διεθνές (22%), και έχουν την 7η υψηλότερη θέση στην σχετική κατάταξη για όλες τις ηλικίες μαζί, και τη 2η υψηλότερη στους 15χρονους. Μάλιστα, όπως συμβαίνει και διεθνώς, το παραπάνω ποσοστό έχει αυξηθεί σημαντικά (κυρίως στα αγόρια) μετά το 2018 (25%), σηματοδοτώντας μια αναδυόμενη πρόκληση για τη δημόσια υγεία που προσκαλεί σε άμεση αντίδραση. Στον αντίποδα, το 4% των εφήβων στη χώρα μας (5% διεθνώς) φαίνεται να είναι ελλιποβαρείς. Αξιοσημείωτο είναι ότι περισσότεροι από ένας στους τέσσερις (28%) εφήβους στη χώρα μας (29% διεθνώς) αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως «παχύ», με το ποσοστό αυτό να είναι σημαντικά υψηλότερο στα κορίτσια (33%, έναντι 22% στα αγόρια -όμοια τάση και διεθνώς).
Από τα ευρήματα αξίζει να αναφερθεί πως διεθνώς μόνο το 20% των εφήβων πληρούν τις συστάσεις του ΠΟΥ για τουλάχιστον 60 λεπτά καθημερινής μέτριας έως έντονης φυσικής δραστηριότητας (25% στα αγόρια και 15% στα κορίτσια). Στην Ελλάδα, το ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο (14%, 18% στα αγόρια και 10% στα κορίτσια), με τη χώρα μας κατατάσσεται 40η μεταξύ των 43 χωρών με δεδομένα σε αυτόν το δείκτη. Το ποσοστό επαρκούς φυσικής δραστηριότητας τείνει μάλιστα να μειώνεται όσο οι έφηβοι μεταβαίνουν ηλικιακά από τα 11 (ΣΤ Δημοτικού, 16%) στα 13 (Β Γυμνασίου, 13%) ή τα 15 (Α Λυκείου), με μόνο το 12% των 15χρονων να πληρούν τη σύσταση (16% διεθνώς).
Περίπου το 30% των εφήβων ηλικίας 11, 13 και 15 στην Ελλάδα θεωρούνται σωματικά ανενεργοί (αναφέρουν μέτρια-έως-έντονη φυσική δραστηριότητα διάρκειας ≥60’ το πολύ 2 ημέρες την εβδομάδα), με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η αναλογία των σωματικά ανενεργών εφήβων είναι στη χώρα μας μεγαλύτερη εκείνης των περισσοτέρων χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα (24%), ενώ -όπως συμβαίνει και αλλού στον κόσμο- είναι επιπλέον σημαντικά μεγαλύτερη και μεταξύ των εφήβων που ζουν σε οικογένειες από αναλογικά χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο. Επιπλέον, το ποσοστό των εφήβων στην Ελλάδα που ταξινομούνται ως σωματικά ανενεργοί είναι σημαντικά αυξημένο σήμερα (30%) συγκριτικά με το 2018 (24%), ιδιαίτερα στα κορίτσια—ενδεικτικό σημαντικών μεταβολών στον τρόπο με τον οποίο μια σημαντική μερίδα των εφήβων πλέον μετακινείται ή αξιοποιεί τον ελεύθερό τους χρόνο.
Από την έρευνα προκύπτει ότι μόνο το 38% των εφήβων διεθνώς καταναλώνουν φρούτα ή/και λαχανικά καθημερινά, με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι σημαντικά χαμηλότερο (30%) στη χώρα μας (4η χαμηλότερη θέση στη σχετική κατάταξη). Επίσης, μόνο οι δύο στους 5 (41%) εφήβους στην Ελλάδα ξεκινούν το πρωί για το σχολείο έχοντας φάει πρωινό – ποσοστό και πάλι χαμηλότερο συγκριτικά με το διεθνή μέσο όρο (51%). Μάλιστα, όπως συμβαίνει και διεθνώς, το ποσοστό των εφήβων στην Ελλάδα που τρώνε πρωινό τις καθημερινές έχει μειωθεί σημαντικά το 2022 συγκριτικά με το 2018 (48%), εγείροντας ανησυχίες σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις στα επίπεδα ενέργειας και συγκέντρωσης αλλά και την ποιότητα της διατροφής των εφήβων, γενικότερα. Στα ενθαρρυντικά είναι ότι σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά εφήβων στη χώρα μας αναφέρουν ότι καταναλώνουν καθημερινά γλυκά, σοκολάτες, κλπ. (18% έναντι 25% διεθνώς) ή αναψυκτικά που περιέχουν ζάχαρη (6% έναντι 15% διεθνώς), στοιχείο που ενδεχομένως δείχνει ευαισθητοποίηση σχετικά με τις επιβλαβείς επιπτώσεις της υπερβολικής κατανάλωσης ζάχαρης στην υγεία, ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικού επιπέδου (αντίθετα, διεθνώς, τα δύο ποσοστά διαφέρουν μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών επιπέδων).
- Τα παραπάνω στοιχεία ερμηνεύει στο libre ο Τάσος Φωτίου, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας HBSC-Greece (Ελληνικό σκέλος του διεθνούς ερευνητικού προγράμματος Health Behaviour in School-aged Children, HBSC/WHO, το οποίο διενεργείται υπό την αιγίδα και τη συνεργασία του Π.Ο.Υ. ), στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ» (ΕΠΙΨΥ).
Μάλιστα, όπως επισημαίνει από την αρχή της συζήτησής μας, «είναι χειρότερα τα πράγματα συγκριτικά με την προηγουμένη τετραετία, που έχουμε δεδομένα. Παρατηρούμε συγκριτικά αυξημένη αδράνεια, μειωμένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών και σε πτώση τη συνήθεια λήψης πρωινού».
«Τα πάντα ξεκινούν από το οικογενειακό πλαίσιο. Οι συμπεριφορές , οι επιλογές των εφήβων καθορίζονται από το πλαίσιο που θέτει η οικογένεια» τονίζει ο κ. Φωτίου κι εξηγεί: «Αν, για παράδειγμα, οι γονείς δεν έχουν ξεκάθαρο το πλαίσιο για τη λήψη πρωινού, αν το πρωινό δεν είναι στο τραπέζι, δεν είναι ο έφηβος που προκαλεί τη συμπεριφορά του αυτή αλλά το πλαίσιο που του την επιτρέπει. Αντίστοιχα και με τη φυσική δραστηριότητα. Οι έφηβοι έχουν διεκδικήσει μεγαλύτερη αυτονομία στον χρόνο τους, και πολύ καλώς. Αλλά, από τη μία οι γονείς μπορεί να αδιαφορούν (ή να επιτρέπουν με την καλή έννοια) για το πόσο πολύ μπορεί να είναι μπροστά από μία οθόνη το παιδί, ενώ θα μπορούσε να αθλείται, να παίζει έξω, από την άλλη τα παιδιά λογοδοτούν λιγότερο για το τι κάνουν στον ελεύθερό τους χρόνο, και απλά ο χρόνος που ξοδεύεται περιλαμβάνει λιγότερο έντονη φυσική δραστηριότητα, παιχνίδι έξω ή σωματική άσκηση και λιγότερο ποιοτική διατροφή».
Από το πλαίσιο δε θα μπορούσε να είναι εκτός και ο οικονομικός παράγοντας μέσα σε μία βαθιά κρίση που περνά η κοινωνία. Ο οικονομικός παράγοντας παίζει ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των συνηθειών, αλλά ως έναν βαθμό. Όπως εξηγεί ο κ. Φωτίου «το αν ένα παιδί -ανεξαρτήτως του οικονομικού επιπέδου της οικογένειας- θα βρει κάτι πάνω στο τραπέζι ως πρωινό για να το καταναλώσει δεν έχει να κάνει με το οικονομικό επίπεδο. Αυτό που έχει να κάνει με το οικονομικό επίπεδο είναι η ποιότητα αυτού που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι. Άλλο να βρει έναν φρεσκοστυμμένο χυμό από πορτοκάλια, άλλο έναν έτοιμο με ζάχαρη και συντηρητικά. Μια οικογένεια που δυσκολεύεται να καλύψει τις πάγιες ανάγκες εννοείται ότι θα περιορίσει από τρόφιμα, τα όποια λόγω της ποιότητας τους κοστίζουν παραπάνω. Ένας γονιός από μια μειονεκτούσα οικονομική κατάσταση, στο ράφι, θα επιλέξει το φθηνότερο προϊόν, το όποιο συνήθως συνοδεύεται από χαμηλής ποιότητας υλικά».
Ωστόσο, «στη βάση της ποιότητας της διατροφής είναι η διατροφική γνώση, διατροφική εγγραμματοσύνη», υπογραμμίζει ο ίδιος κι εξηγεί: «Ακόμα κι ένας γονιός που δυσκολεύεται οικονομικά, αν έχει ένα στοιχειώδες επίπεδο διατροφικής γνώσης και αυτό με έναν τρόπο το περάσει στο νοικοκυριό, το παιδί θα μεγαλώσει με μια καλύτερη βάση… Υπάρχουν και τα λιγότερο ακριβά φρούτα που είναι μια χαρά υγιεινά. Χρειάζεται η δεξιότητα των γονιών να περάσουν αύτη την εγγραμματοσύνη στα παιδιά τους. Το ίδιο και σε ότι αφορά τη σωματική άσκηση.
Το οικονομικό παίζει ρολό σε αυτό το κομμάτι -από την εγγραφή σε έναν αθλητικό σύλλογο, μέχρι τον αθλητικό εξοπλισμό που απαιτείται, ακόμα και το κόστος των μετακινήσεων για να πάει και να γυρίσει από μια αθλητική δραστηριότητα το παιδί. Όταν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα για οργανωμένη σωματική άσκηση, το επόμενο που θέλουμε είναι να υπάρχει κοντά στην περιοχή ένας ελεύθερος χώρος, μια πλατεία, αθλητικά δημοτικά κέντρα που να προσκαλούν με τις εγκαταστάσεις τους και χωρίς χρέωση τα παιδιά για ελεύθερο παιχνίδι, ελεύθερη άσκηση. Επίσης, σημαντικό και ανέξοδο είναι η πρόσβαση στο σχολείο να μπορεί να γίνει με τα πόδια και σε ασφαλείς δρόμους, ώστε το παιδί το έλλειμμα της σωματικής άσκηση να το αντισταθμίζει μέσω αυτής της διαδρομής».
Καταλήγοντας θα πει πως «φυσικά υπάρχει θέμα ανισοτήτων», δεδομένου ότι ο οικονομικός παράγοντας παίζει ρόλο στη διαμόρφωση των παραπάνω συνηθειών μας, αλλά «θα επιστρέψω και θα επιμείνω στο βασικό στοιχείο: αν μια οικογένεια θέλει και έχει τη στοιχειώδη βάση στη διατροφική εγγραμματοσύνη, και με οικονομικά ανεκτούς τρόπους μπορεί να ενθαρρύνει τα παιδιά να κάνουν σωματική άσκηση και υγιεινή διατροφή».