Τσίπρας/ Ένα Ινστιτούτο, τέσσερα (μετεκλογικά) σενάρια και ο…Ζιντάν
Στις 17 Ιουνίου, ο Αλέξης Τσίπρας θα υποδεχτεί στο Ωδείο Αθηνών πλήθος Ευρωπαίων πολιτικών. Δεν θα είναι εκεί μόνο ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, ο Ευρωπαίος επίτροπος και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Πάολο Τζεντιλόνι, ο Μάρτιν Σουλτς, και ο πρώην πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι θα δώσουν το παρών (είτε με φυσική παρουσία, είτε μέσω Zoom) πολλοί αρχηγοί κομμάτων και κορυφαίοι πολιτικοί από πολλές χώρες.
Η ημερομηνία είναι, δίχως άλλον, σημαδιακή αλλά είναι μόνο η αφορμή. Έξι χρόνια πριν (17/6/2018) στις Πρέσπες, υπέγραφε με τον Ζάεφ (και τους Νίκο Κοτζιά και Νικόλα Ντιμιτρόφ) την ομώνυμη συμφωνία, μία διεθνή συνθήκη με την σφραγίδα του ΟΗΕ που χαρακτηρίστηκε από πάρα πολλούς ως μοντέλο επίλυσης διαφορών και αποτελεί σήμερα το “ιερό δισκοπότηρο” της ΕΕ και των ΗΠΑ απέναντι στις παραβιάσεις της από τη νέα εθνικιστική κυβέρνηση του VMRO στα Σκόπια. Τσίπρας και Ζάεφ θα στείλουν τα δικά τους μηνύματα για την τήρηση της συμφωνίας, ωστόσο αυτή είναι μόνο η ευκαιρία για τον Έλληνα πρώην πρωθυπουργό να ξεδιπλώσει το νέο πολιτικό του αφήγημα και να επισημοποιήσει το “rebranding” στη νέα του εγχώρια και διεθνή “ταυτότητα”.
Το συνέδριο θα περιλαμβάνει 8 πάνελ συζήτησης. Δύο θεματικές για τα Βαλκάνια και δύο για τις περιφερειακές εξελίξεις και τον ρόλο των διεθνών οργανισμών για την προώθηση της ειρήνης.
Μία θεματική θα αφορά την κλιματική κρίση και την πράσινη ατζέντα, μία τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία και δύο θα αφορούν το μέλλον της Ευρώπης και την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς. Την δε υπογραφή της διοργάνωσης έχει ο επί πολλά χρόνια διπλωματικός σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Βαγγέλης Καλπαδάκης, ένας άοκνος διπλωμάτης της νεότερης γενιάς που διαθέτει σημαντικές διεθνείς επαφές, διατηρώντας πάντοτε και διαύλους επικοινωνίας με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Εξωτερικών. Οι θεματικές του συνεδρίου προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις πτυχές της νέας παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα και επιβεβαιώνουν εκείνους που προέβλεπαν ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν θα συνταξιοδοτηθεί στα πενηντα του χρόνια αλλά θα επιχειρήσει να διαγράψει μία νέα πολιτική τροχιά αποστασιοποιημένος από πολλούς και πολλά που αφορούν την στενόχωρη εγχώρια σκηνή.
Πριν το συνέδριο, οι ευρωεκλογές
Μία εβδομάδα πριν την πρεμιέρα του Ινστιτούτου Τσίπρα θα έχουν διεξαχθεί οι ευρωεκλογές και θα έχει σημειωθεί η πρώτη καταγραφή εκλογικής επιρροής κατά την περίοδο της ηγεσίας του Στέφανου Κασσελάκη. Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ένα χρόνο νωρίτερα, με ποσοστό 17,8% είναι αναμφίβολα ένας μη επισήμως ομολογούμενος πήχης για το νέο πρόεδρο ως προς το τι παρέδωσε ο πρώην πρωθυπουργός.
Εφόσον ο Κασσελάκης υπερβεί αυτό το ποσοστό θα είναι αναντίρρητα μία εκλογική επιτυχία, θα του δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε πλήρη “απογαλακτισμό” και να οριοθετήσει αυτό που εμμέσως αλλά σαφώς περιγράφει ως “νέο ΣΥΡΙΖΑ” (χωρίς, όμως, αλλαγή του ονόματος,όπως είπε χαρακτηριστικά σε πρόσφατη συνέντευξή του).
Όταν, λοιπόν, ο Τσίπρας θα υποδέχεται κορυφαίους ευρωπαίους πολιτικούς από τον χώρο της αριστεράς, κυρίως, όμως, της σοσιαλδημοκρατίας, και θα σκιαγραφεί το ευρωπαϊκό πολιτικό του “rebranding”, θα έχει κατά νου το εκλογικό αποτέλεσμα που θα έχει καταγράψει ο διάδοχός του. Άλλωστε, ο Στέφανος Κασσελάκης θα βρίσκεται μεταξύ των προσκεκλημένων καθώς η διεύθυνση του Ινστιτούτου θα του έχει απευθύνει σχετική πρόσκληση και εκείνος είναι βέβαιο πως δεν θα χάσει την ευκαιρία να βρεθεί μεταξύ σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων, κάτι που θα του επιτρέψει να αρχίσει σταδιακά την “χειραφέτησή” του ως προς τα ευρωπαϊκά πράγματα.
2+2 επιλογές για τον πρώην πρωθυπουργό
Εκ των πραγμάτων προκύπτει το ερώτημα σχετικά με το πως θα κινηθεί μετά τις ευρωεκλογές ο πρώην πρωθυπουργός ασχέτως εκλογικής καταγραφής του ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς τα δεδομένα θα είναι διαφορετικά εάν ο Στέφανος Κασσελάκης θα έχει ξεπεράσει τον πήχη του Ιουνίου του 2023, ή εάν δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, ωστόσο αρκετοί λένε πως ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να λάβει αποφάσεις σε κάθε περίπτωση.
Οι επιλογές που έχει είναι μάλλον συγκεκριμένες:
-Πρώτη, να ακολουθήσει το παράδειγμα σιωπής του Κώστα Καραμανλή μετά το 2009. Να παραμείνει, δηλαδή, ως “γκράαλ” του πολιτικού χώρου του ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος, όμως, θα έχει αλλάξει σημαντικά ως προς την εκλογική του βάση- και να παρεμβαίνει από ελάχιστα έως καθόλου και πάντοτε ενωτικά ή παραινετικά. Εάν αυτή η σανσκριτική-βουδιστική “νιρβάνα” (σβέση φλόγας) ταίριαζε στον Καραμανλή, πολλοί αμφιβάλλουν εάν συνάδει με το πολιτικό πάθος που ακόμα διέπει τον Τσίπρα. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε πει, από την πρώτη στιγμή που παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογική συντριβή, πως “δεν θα γίνει Καραμανλής”.
-Δεύτερη, να πορευτεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, αυτήν της πλήρους ρήξης με το κόμμα που ο ίδιος παρέλαβε από το 4% και το κατέστησε “κυβερνώσα αριστερά”, να προαναγγείλει ακόμα και το τέλος της κοινοβουλευτικής του παρουσίας, και να αναζητήσει άλλους δρόμους στο ευρωπαϊκό στερέωμα, ή κάποια στιγμή στην εγχώρια πολιτική σκηνή εάν και εφόσον ωριμάσουν οι συνθήκες.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο μάλλον ακραίες επιλογές υπάρχουν άλλες δύο ίσως πιό βατές σύμφωνα με την ανάγνωση που κάνουν παρατηρητές του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ.
-Να αποχωρήσει αρκετά σύντομα, ακολουθούμενος πιθανότατα από κορυφαία στελέχη που ασφυκτιούν στο νέο ηγετικό και πολιτικό μοντέλο Κασσελάκη και να δηλώσει παρών στις εξελίξεις, ή
-Να “αγοράσει” χρόνο και να προετοιμάσει τα βήματά του, παραμένοντας εντός του σημερινού κομματικού πλαισίου ως πρώην πρωθυπουργός και ηγέτης μια ισχυρής τάσης που θα αποτελεί σημείο αναφοράς για αρκετά στελέχη και πέραν του ΣΥΡΙΖΑ.
Το παράδειγμα άλλων πρώην πρωθυπουργών
Το τελευταίο ήταν σε κάποιο βαθμό το παράδειγμα που ακολούθησαν και άλλοι πρώην πρωθυπουργοί και ηγέτες παρατάξεων. Στη Ν.Δ, για παράδειγμα, ακόμα και σήμερα υπάρχει εν υπνώσει η τάση των “καραμανλικών” (μετριοπαθών της λεγόμενης λαϊκής δεξιάς), παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Καραμανλής έχει απομακρυνθεί πλήρως από την πολιτική καθημερινότητα. Σπεύδουν, όμως, να ακούσουν και να υιοθετήσουν τους “χρησμούς” του περί τα εθνικά θέματα και το κοινωνικό πρόσωπο που πρέπει να έχει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Αντώνης Σαμαράς διατηρεί κι αυτός την δική του ολιγάριθμη αλλά με επιρροή ομάδα. Στο δε ΠΑΣΟΚ, παρότι από απόσταση, ο Γιώργος Παπανδρέου παραμένει μία υπολογίσιμη πολιτική οντότητα, ο οποίος, μάλιστα επέστρεψε και διεκδίκησε την ηγεσία μετά από ένα αρκετά μακρύ διάστημα μονήρους πολιτικής διαδρομής, με το δικό του κόμμα (ΚΙΔΗΣΟ) που δοκιμάστηκε και εκλογικά. Ο Αλέξης Τσίπρας, αυτή τη στιγμή, είναι πρόσωπο στο οποίο ομνύουν πίστη πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ αν και αισθάνονται αμήχανα διότι θεωρούν πως δεν τους καθοδηγεί και δεν τους δίνει “γραμμή πορείας”…
Αναζήτηση αφηγήματος
Είναι άγνωστο ακόμα ποιά από τις παραπάνω επιλογές θα κάνει τελικά ο πρωην πρωθυπουργός. Ένα χρόνο μετά την εκλογική συντριβή και την παραίτησή του, η πρεμιέρα του Ινστιτούτου και η ευκαιρία της παραβίασης της Συμφωνίας των Πρεσπών από τους εθνικιστές στη Βόρεια Μακεδονία, του δίνουν την ευκαιρία να περιγράψει τις θέσεις του για την Ευρώπη, τον κίνδυνο της ακροδεξιάς από τη μία και της “μεταπολιτικής” από την άλλη, και να προσδιορίσει τις νέες προοπτικές που πρέπει να αναζητήσει ο χώρος της κεντροαριστεράς.
Σε κάποιες ποιοτικές έρευνες, πάντως, που έχουν περιέλθει σε γνώση πολιτικών και κομματικών επιτελείων, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατατάσσεται αυτονόητα πλέον στον χώρο της αριστεράς αλλά έχει σαφώς μετακινηθεί. Σε ορισμένες εκφάνσεις της ρητορικής της ηγεσίας του, μάλιστα, μετακινείται και πέραν του κέντρου προς τα δεξιά της γνωστής κλίμακας. Το ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσο υφίσταται πιά αυτή η κλίμακα “δεξιά-αριστερά” με τον κατακερματισμό και την “πολτοποίηση” της πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη και φυσικά και την Ελλάδα.
Η τάση της λεγόμενης “μεταπολιτικής” (αν και αρκετοί αμφισβητούν την ακρίβεια του όρου) είναι ισχυρή και ο Στέφανος Κασσελάκης μπορεί να ισχυρίζεται πως είναι από τους πρώτους που την κατανόησαν και την προσέγγισαν.
Αυτό το νέο “ρεύμα” δημιουργήθηκε σταδιακά την εποχή της αντιπαλότητας “μνημόνιο-αντιμνημόνιο” και έριξε τα τείχη των περασμένων δεκαετιών. Η συγκυβέρνηση Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ (και ΔΗΜΑΡ στο πρώτο μέρος της), η προηγούμενη συνύπαρξη με το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, και φυσικά η κυβερνητική συνεργασία Τσίπρα-Καμμένου, κατέστησε ελαστικά, ακόμα και άνευ λόγου, τα ισχυρά δίπολα του παρελθόντος και διευκόλυνε τις μετακινήσεις ψηφοφόρων σχεδόν σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Ενώ λοιπόν η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία καταρρέει χωρίς νέο αφήγημα και η αριστερά περιχαρακώνεται, η κεντροδεξιά μπορεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο να συνομιλεί και να συνεργάζεται με την χθεσινή ακροδεξιά (ΕΛΚ με ECR– οι τελευταίες δηλώσεις της Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν για την ευρωπαϊκή προσαρμογή της Τζόρτζια Μελόνι είναι χαρακτηριστικές) και οι ψηφοφόροι να κινούνται σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα χωρίς ή με δυσδιάκριτα σύνορα.
Καθ΄ ημάς, οι πολιτικοί εγωϊσμοί αρχηγών μικρομεσαίων κομμάτων στον χώρο αριστερά της Ν.Δ δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη πειστικού αφηγήματος σύγκλισης. Κάποιος ή κάποιοι πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες την κατάλληλη στιγμή. Ακόμα κι αν χρειαστεί να παίξουν τον ρόλο του καλού Ζιντάν που αίφνης θυμώνει (για σοβαρό λόγο) και σπάει τα στερεότυπα με την “κουτουλιά” στον Ιταλό Ματεράτσι…