ΟΟΣΑ:Αύξηση ξένων άμεσων επενδύσεων κατά 62% στην Ελλάδα – Θετικά μηνύματα για ανάπτυξη και πληθωρισμό
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) στην Ελλάδα σημείωσαν μεγάλη αύξηση την τελευταία τριετία σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (FDI in Figures). Από 4,15 δισ. δολάρια που ανήλθαν κατά μέσο όρο στην τριετία 2017-2019 έφτασαν στα 6,7 δισ. δολάρια την τριετία 2021-2023, σημειώνοντας μία αύξηση 62% καθώς η ελληνική οικονομία σημείωνε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το 2020, είχαν μειωθεί στα 3,2 δισ. δολάρια, αλλά αυτό οφειλόταν στην πανδημία του κοροναϊού που οδήγησε στην ανάσχεση των οικονομικών δραστηριοτήτων, με τις παγκόσμιες ΞΑΕ να κάνουν βουτιά 58% το έτος αυτό.
Το 2021, οι ΞΑΕ στην Ελλάδα εκτινάχθηκαν στα 6,3 δισ. δολάρια για να φτάσουν στο ιστορικά υψηλό επίπεδο των 8,4 δισ. το 2022.
Πέρυσι, υποχώρησαν στα 5,4 δισ. δολάρια, επίπεδο που είναι πάντως υψηλότερο σε σχέση με τα χρόνια της περιόδου 2017-2019.
Αναλυτικά η έκθεση του ΟΟΣΑ για τις ξένες άμεσες επενδύσεις:
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι ΞΑΕ αφορούν την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου, συχνά μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων ή δημιουργίας νέων παραγωγικών μονάδων, την επανεπένδυση κερδών και τον ενδοεπιχειρηματικό δανεισμό.
Το συνολικό απόθεμα των ΞΑΕ (FDI Inward Position) στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2022 στα 50,8 δισ. δολάρια ή στο 23,2% του ΑΕΠ.
Θεαματική ήταν και η αύξηση των άμεσων επενδύσεων από ελληνικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, μία εξέλιξη που αντανακλά επίσης την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας. Από μόλις 429 εκατ. δολάρια κατά μέσο όρο στην περίοδο 2017-219 εκτινάχθηκαν στα 2,8 δισ. την τριετία 2021-2023. Μάλιστα, συνέχισαν να αυξάνονται και το 2023, φθάνοντας σχεδόν τα 4 δισ. δολάρια. Το συνολικό απόθεμα των επενδύσεων από ελληνικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό (FDI Outward Position) ανερχόταν το 2022 στα 16,7 δισ. δολάρια ή στο 7,7% του ΑΕΠ.
Το 2023 ήταν παγκοσμίως μία χρονιά δύσκολη για τις ΞΑΕ λόγω της επιδείνωσης του οικονομικού περιβάλλοντος – με τον πληθωρισμό και την αύξηση των επιτοκίων να επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη – και της γεωπολιτικής κατάστασης, με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στη Μέση Ανατολή να επιβαρύνουν το κλίμα.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, οι παγκόσμιες ΞΑΕ (εισερχόμενες και εξερχόμενες) μειώθηκαν κατά 7% στα 1,36 τρις. δολάρια, συνεχίζοντας την πτώση που σημείωσαν το 2022 και κινήθηκαν για δεύτερο συνεχόμενο έτος σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που είχαν σημειωθεί πριν από την πανδημία.
Οι επενδύσεις μειώθηκαν πέρυσι σε περισσότερα από τα δύο τρίτα των χωρών, με πιο χαρακτηριστική τη βουτιά που σημειώθηκε στην Κίνα, όπου οι άμεσες επενδύσεις στη χώρα από ξένους επενδυτές ανήλθαν σε 42 δις. δολάρια από 190 δις. το 2022. Και στην Ινδία, όμως, υπήρξε σημαντική μείωση των επενδύσεων από ξένους, με το ποσό των εισερχόμενων ΞΑΕ να ανέρχεται στα 28 δις. από σχεδόν 50 δις. δολάρια, αντίστοιχα.
Οι ΗΠΑ προσελκύουν με διαφορά τις περισσότερες εισερχόμενες ξένες άμεσες επενδύσεις, με ένα συνολικό ποσό που το 2023 έφτασε τα 341,4 δις. δολάρια, όταν συνολικά στις χώρες του ΟΟΣΑ ανήλθαν σε 501,3 δις. Στη δεύτερη θέση ήταν η Βραζιλία με 63,6 δις. δολάρια και στην τρίτη ο Καναδάς με 50,3 δις.
Οι ΗΠΑ κατέχουν τα σκήπτρα και όσον αφορά το απόθεμα των ξένων άμεσων επενδύσεων, τόσο των εισερχόμενων που ανερχόταν το 2023 σε 13,5 τρις. δολάρια ή στο 50,2% του αμερικανικού ΑΕΠ όσο και των εξερχόμενων που ανέρχονταν σε 9,5 τρις. ή το 35,1% του ΑΕΠ. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Κίνα στις εισερχόμενες ΞΑΕ με ένα απόθεμα 3,5 τρις. δολαρίων ή το 20,1% του ΑΕΠ της και η Ολλανδία στις εξερχόμενες με 3,4 δις. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 309% του ΑΕΠ της. Πάντως, η Κίνα έχει επίσης υψηλό απόθεμα επενδύσεων από εταιρείες της στο εξωτερικό που ανερχόταν σε 2,9 τρις. δολάρια ή το 16,6% του ΑΕΠ της.
Μεγάλο ήταν το πλήγμα πέρυσι στις ΞΑΕ με τη μορφή εξαγορών και συγχωνεύσεων (M&A), οι οποίες υποχώρησαν σε χαμηλό επίπεδο 10ετίας λόγω επιδείνωσης του οικονομικού και γεωπολιτικού περιβάλλοντος.
Πτωτικά κινήθηκαν και οι ΞΑΕ με τη μορφή νέων παραγωγικών μονάδων (greenfield investment), ενώ συνολικά οι ροές μετοχών παρέμειναν σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά του 2005.
Θετικά μηνύματα για ανάπτυξη και πληθωρισμό
Δύο καλά νέα για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας καταφθάνουν τις τελευταίες μέρες σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη. Το πρώτο αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης το δεύτερο τρίμηνο εφέτος ο οποίος, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, εμφανίζει σαφείς τάσεις επιτάχυνσης σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο (0,3%). Το δεύτερο αφορά στην πορεία του πληθωρισμού ο οποίος παρά το γεγονός ότι παρέμεινε στάσιμος τον Απρίλιο στο 2,4%, εντούτοις εκτιμάται ότι παραμένει σε πτωτική τροχιά, σύμφωνα με τους στόχους που έχει θέσει η ΕΚΤ. Πρόκειται για εξέλιξη που ενισχύει την προοπτική μείωσης των επιτοκίων όχι μόνο τον Ιούνιο αλλά ενδεχομένως και τον Ιούλιο εφόσον βεβαίως επιβεβαιωθεί το επόμενο διάστημα η τάση αυτή.
Τούτων δοθέντων, η ευρωζώνη δείχνει να ξεπερνά τη φάση «τεχνητής ύφεσης» στην οποία είχε περιέλθει τα δύο προηγούμενα τρίμηνα. Και μάλιστα σε συνθήκες υποχώρησης του πληθωρισμού, γεγονός που ανοίγει τον δρόμο για μείωση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, της κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Αυτό το θετικό περιβάλλον διασφαλίζει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα παραμείνει ισχυρή με βάση τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας εφέτος και τα επόμενα χρόνια, επισημαίνουν οικονομικοί παράγοντες με γνώση των διεργασιών που συντελούνται σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατατέθηκε στην Κομισιόν στα μέσα της εβδομάδας προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα 2,5% εφέτος και 2,6% το 2025. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε ετήσια βάση κατά 1,6% τη διετία 2024-2025, κυρίως λόγω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, από την αύξηση των μισθών και την υποχώρηση του πληθωρισμού. Σε αντίθετη τροχιά θα κινηθεί η δημόσια κατανάλωση, όπου ο ρυθμός αύξησής της θα διαμορφωθεί σε χαμηλά επίπεδα εφέτος (0,7%) και σε αρνητικά επίπεδα το 2025 (-2,5%).
Σημαντικότερη, ωστόσο, συγκριτικά με την ιδιωτική κατανάλωση θα είναι η συμβολή στην ανάπτυξη των ιδιωτικών επενδύσεων. Σύμφωνα με το πρόγραμμα ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 9,1% το 2024 και κατά 14,4% το 2025 ως αποτέλεσμα της απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, της μείωσης των επιτοκίων αλλά και του ευνοϊκότερου περιβάλλοντος που δημιουργεί για την ελληνική οικονομία η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Έτσι, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθούν στο 17% το 2025, από 14% το 2023, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτόν τη διαφορά από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (22% το 2023), όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού το πρόγραμμα προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στο 2,1% του ΑΕΠ εφέτος και το 2025, αντίστοιχα, ενώ το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης σε 1,2% του ΑΕΠ εφέτος και 0,9% του ΑΕΠ το 2025.
Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να περιοριστεί στο 146,3% του ΑΕΠ το 2025 από 152,7% του ΑΕΠ εφέτος και 161,9% του ΑΕΠ πέρυσι.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ