Ο μεγάλος κίνδυνος/ Εκλογικό σώμα του 1/2, κοινωνία του 7/10
Στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, όταν η Ν.Δ νίκησε εμφατικά και άγγιξε το 40%, ο δε ΣΥΡΙΖΑ “διασώθηκε” με 31,5%, η αποχή κατέγραψε το ποσοστό 42,22%, ανεπαίσθητα χαμηλότερο από το 43,84% της προηγούμενης αναμέτρησης (Σεπτέμβριος 2015). Η απογοήτευση από την διακυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, οι βαρύτατες συνέπειες των μνημονίων και σειρά άλλων παραγόντων αποτέλεσαν βασικά στοιχεία της ερμηνείας, τότε, του φαινομένου.
Θεωρητικά, η τάση θα έπρεπε να αντιστραφεί. Η έξοδος της χώρας από την επιτήρηση των δανειστών, η ανάκτηση βαθμών ελευθερίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και η επιστροφή στην “κανονικότητα”, όπως διατεινόταν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, θεωρήθηκαν επαρκείς λόγοι για την αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στη νέα εποχή που ξεκινούσε. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Ιουνίου του 2023, με τη Ν.Δ στο 41% και τον ΣΥΡΙΖΑ να συντρίβεται (17,8%), η αποχή εκτοξεύτηκε στο 47,17%! Πέντε μονάδες σε μόλις μία τετραετία (εικόνα κάτω από παλαιότερο άρθρο της “Καθημερινής”).
Οι ενδείξεις είναι ανησυχητικές και οι δημοσκόποι συμφωνούν πως ο “ελέφαντας στο δωμάτιο” των ευρωεκλογών είναι η πολύ πιθανή περαιτέρω αύξηση της αποχής που μπορεί να ξεπεράσει το 50%. Ίσως κάποιοι σπεύσουν να υποστηρίξουν πως η σύγκριση της συμμετοχής των ψηφοφόρων σε εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές δεν είναι δόκιμη λόγω της “χαλαρότητας” των δεύτερων, όμως πρέπει να σημειωθεί ότι στις ευρωεκλογές του 2019 το ποσοστό αποχής ήταν 41,4%, χαμηλότερο, δηλαδή, από αυτό της εθνικής αναμέτρησης που ακολούθησε περίπου ενάμιση μήνα μετά.
Το πιό ανησυχητικό, όμως, είναι ότι, την ώρα που κυβέρνηση και κόμματα επιλέγουν αντιπάλους και προσαρμόζουν την εκλογική τακτική τους ενόψει της αναμέτρησης της 9ης Ιουνίου, όλα αποφεύγουν να μιλήσουν ουσιωδώς για τον… “ελέφαντα”. Διότι για το πολιτικό σύστημα δεν πρέπει να θεωρείται κίνδυνος μόνο ο εκρηκτικός συνδυασμός του ανορθολογισμού, του δήθεν “αντισυστημισμού”, ή ακόμα και η ανοχή στην ακροδεξιά, αλλά και η συστηματική πλέον αποχή του μισού εκλογικού σώματος και δι΄ αυτής, εμμέσως, η ανοχή στα παραπάνω φαινόμενα. Και εν τέλει η αδυναμία αυτού του πολιτικού συστήματος (του δημοκρατικού τόξου) να δώσει στέρεες απαντήσεις και προοπτική στους πολίτες.
Η κυβέρνηση θεωρεί πως έπραξε το χρέος που της αναλογεί με την επιστολική ψήφο που, είναι αλήθεια, διευκολύνει τους ψηφοφόρους που δεν μπορούν, για διαφορετικούς λόγους, να προσέλθουν στις κάλπες. Μέχρις ώρας περίπου 120.000 ψηφοφόροι έχουν εγγραφεί στη σχετική πλατφόρμα, εξ αυτών οι πάνω από 80.000 είναι ημεδαποί (κυρίως εποχικά εργαζόμενοι που δεν θα μπορούν να μετακινηθούν στον τόπο όπου διατηρούν τα εκλογικά τους δικαιώματα) και οι υπόλοιποι Έλληνες του εξωτερικού. Είναι ωστόσο άγνωστο πόσοι από αυτούς είχαν ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές ή ακόμα και πόσοι εξ αυτών επέλεξαν την επιστολική ψήφο επειδή διευκολύνονται αλλά θα ψήφιζαν ούτως ή άλλως ακόμα κι αν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα.
Παγιώνεται η τάση
Το κρίσιμο στοιχείο είναι, εν τέλει, πως παγιώνεται η τάση για ένα εκλογικό σώμα του 1/2 (μπορεί και χειρότερα), όπου οι μισοί ψηφοφόροι σταθερά θα απέχουν από την εκλογική διαδικασία.
Αυτή η τάση δεν πρέπει να αποσυνδέεται από όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη, όπως δεν πρέπει να αποσυνδέεται, κυρίως, από την “πραγματική πραγματικότητα”, αυτή που βιώνουν οι πολίτες πέρα από την “μαγική εικόνα” που καλλιεργεί το επίσημο αφήγημα.
Η καταγραφή του “ελληνικού παραδόξου” από την έρευνα των Financial Times μπορεί να δώσει κάποιες εξηγήσεις.
H ελληνική οικονομία, παρά τους υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ρυθμούς ανάπτυξης, παραμένει εκτεθειμένη σε μεγάλους εσωτερικούς και διεθνείς κινδύνους. Οι πραγματικές αμοιβές, μεταξύ 2007-2022 μειώθηκαν 30%. Ο ελληνικός λαός, που το 2009 ζούσε με ένα επίπεδο ευημερίας κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο, είναι ο δεύτερος φτωχότερος στην Ευρώπη, μετά τη Βουλγαρία.
Ο δείκτης της “υποκειμενικής φτώχειας”
Και, αν θέλετε, ο πολιτικά πιο ευαίσθητος και επικίνδυνος δείκτης -ο δείκτης της «υποκειμενικής φτώχειας»– είναι στην Ελλάδα υψηλότερος από οπουδήποτε αλλού.
Στην Ευρώπη εκείνοι που αισθάνονται φτωχοί είναι 1 στους 4, στη Βουλγαρία, που κατατάσσεται δεύτερη πίσω από την Ελλάδα, είναι 4 στους 10, ενώ στην Ελλάδα είναι 7 στους 10!
Τι σημαίνει αυτό: το επίσημο αφήγημα αφομοιώνει μόνο το μήνυμα που το ίδιο εκπέμπει, σπάνια αντιλαμβάνεται, και ακόμα σπανιότερα παραδέχεται, ότι αξία έχει εκείνο που νοιώθουν οι πολίτες και όχι αυτό που το ίδιο μεθοδικά διαδίδει. Επτά στους δέκα Έλληνες αισθάνονται φτωχοί!
Οι FT αποτυπώνουν δίκαια την πολύ σημαντική βελτίωση των οικονομικών δεικτών: η Ελλάδα είναι πιά ελκυστικός προορισμός για επενδυτές (τι είδους ακριβώς είναι οι επενδύσεις είναι μία δευτερογενής συζήτηση), το χρέος μειώνεται συνεχώς και με ταχύτητα, η οικονομία καταγράφει πλεονάσματα, οι διεθνείς οίκοι την αναβαθμίζουν, κάποιοι στο εξωτερικό (π.χ Economist) κάνουν λόγο για το μικρό ελληνικό θαύμα. Επισημαίνουν, ωστόσο, πως στον αντίποδα αυτής της εικόνας οι πολίτες φτωχοποιούνται ραγδαία και εφόσον συνεχιστεί αυτή η τάση σύντομα θα μας ξεπεράσει και η Βουλγαρία.
Πολιτικό έλλειμμα
Η κυβέρνηση έχασε πολύτιμο χρόνο υπερασπιζόμενη με πάθος τα επιχειρήματα περί εισαγόμενης κρίσης και εισαγόμενου πληθωρισμού, αντιλήφθηκε αργά πως τα “εργαλεία” που χρησιμοποίησε (π.χ επιδόματα), πέραν του ότι προκάλεσαν φαινόμενα εξάρτησης, δεν στάθηκαν δυνατά να αντιμετωπίσουν τις ταχέως αυξανόμενες ανισότητες. Βεβαίως, αυξήθηκαν οι μισθοί -λογικό αποτέλεσμα του τέλους των μνημονίων-, ταυτόχρονα, όμως, ο πληθωρισμός κατάπιε τις όποιες αυξήσεις και περιόρισε δραματικά την αγοραστική δύναμη. Ο πληθωρισμός κερδών και η αισχροκέρδεια σε μία ασύδοτη αγορά δεν αντιμετωπίστηκε.
Κάπως έτσι, αναπτύσσονται πλέον δύο παράλληλα φαινόμενα: ένας στους δύο πολίτες απέχουν από την εκλογική διαδικασία και επτά στους δέκα αισθάνονται φτωχοί. Αυτή η κοινωνία του 1/2 και του 7/10 αποτελεί το υπόβαθρο για δευτερογενή φαινόμενα, όπως η “παραίτηση”, ο θυμός, ακόμα και η ροπή προς τον ανορθολογισμό και τους λογής-λογής “σωτήρες”.
Η έξαρση των ανισοτήτων ανοίγει το δρόμο στην ακροδεξιά (ακόμα και με εκφάνσεις που δύσκολα μπορεί να τις καταχωρίσει κανείς σε αυτό το φάσμα) –αυτό βεβαιώνει και η δική μας και η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός (συνέντευξη στον Σκάϊ) αναγνώρισε ότι η άνοδος της ακροδεξιάς οφείλεται μόνο ή κυρίως στο μεταναστευτικό μπορεί να αποτελεί εξήγηση για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, δεν είναι, ωστόσο, ως φαίνεται, ο βασικός λόγος καθ΄ ημάς.
Το -κατά τους FT- “ελληνικό παράδοξο” χτυπά την καμπάνα του κινδύνου και επιφέρει σταδιακά πολύ σοβαρές επιπτώσεις. Για να αντιμετωπιστούν οι τελευταίες πρέπει πρώτα να αναγνωριστεί το παράδοξο. Στην τελική ευθεία προς τις ευρωεκλογές αυτό δεν φαίνεται να γίνεται, πρωτίστως από την κυβέρνηση, ωστόσο και τα κόμματα που προσεγγίζουν με καλύτερη αντίληψη αυτή την τάση δεν μοιάζουν να μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές πειστικές και εφαρμόσιμες λύσεις.