“Φρένο” στην ακρίβεια διαπιστώνει ο ΟΟΣΑ, με εξαίρεση την… Ελλάδα
Σε επίπεδα που καταγράφονταν πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, πριν από δύο και πλέον χρόνια υποχώρησε ο πληθωρισμός των τροφίμων στις πλούσιες χώρες, με την επιβράδυνση της αύξησης των τιμών να αμβλύνει την πίεση σε εκατομμύρια νοικοκυριά που επλήγησαν από τη διετή άνοδο του κόστους των τροφίμων. Μόλις για 19 μέρες φθάνει ο μισθός στον Έλληνα καταναλωτή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα, ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), η ετήσια μεταβολή στις τιμές των καταναλωτικών τροφίμων σε 38 βιομηχανικές χώρες μειώθηκε στο 5,3% τον Φεβρουάριο, από 6,2% τον προηγούμενο μήνα και πολύ κάτω από το ανώτατο όριο του 16,2% που είχε καταγραφεί τον Νοέμβριο του 2022. Ωστόσο, η εικόνα στην Ελλάδα είναι διαφορετική. Αν και ο πληθωρισμός τον Φεβρουάριο υποχώρησε στο 2,9% σε ετήσια βάση από 3,1% που ήταν τον Ιανουάριο, η ακρίβεια στα τρόφιμα επιμένει.
Παρά τα νέα κυβερνητικά μέτρα, με την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος του μισθού για να πληρώσει λογαριασμούς και να αγοράσει τα στοιχειώδη, κάνοντας «εκπτώσεις» ακόμα και στη διατροφή.
Ειδικότερα, υπολογίζεται ότι σχεδόν το 90% του μισθού καταλήγει στην πληρωμή λογαριασμών και βασικών ειδών διατροφής, για τα οποία, εξάλλου, οι καταναλωτές κάνουν αγώνα «δρόμου» κυνηγώντας τις προσφορές.
Την ίδια στιγμή, οι εξωφρενικές τιμές των ενοικίων, σε συνδυασμό με την στεγαστική κρίση, οδηγούν σε απόγνωση τους πολίτες, ενώ ήδη οι ξενοδόχοι και οι τουριστικοί πράκτορες εκτιμούν πως οι Έλληνες θα κάνουν ολιγοήμερες και φθηνές διακοπές το φετινό καλοκαίρι.
Ο Έλληνας έχασε το 25% της αγοραστικής του δύναμης
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αποκαλύπτουν το δράμα που βιώνουν οι Έλληνες από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2008 μέχρι το 2022, δηλαδή προτού καν κορυφωθεί η έκρηξη ακρίβειας που τσακίζει τα νοικοκυριά.
Ειδικότερα, η κατακρήμνιση των λαϊκών εισοδημάτων καταδεικνύεται από το γεγονός ότι η καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 24,4% από το 2008 μέχρι το 2022.
Το 2008, η συνολική μηνιαία δαπάνη ήταν 2.117 ευρώ, ενώ το 2022 είναι μόλις 1.600 ευρώ. Ανάλογη είναι η εικόνα και στις αγορές οικιακών συσκευών, με τη μηνιαία δαπάνη να φθάνει μόλις το 0,62% το 2022.
«Κόβουν» από παντού, αλλά ο μισθός και πάλι δεν φτάνει
Το 2008, ο μέσος καταναλωτής ξόδευε το 8,22% του εισοδήματός του για είδη ένδυσης και υπόδησης, ενώ το 2022 ξοδεύει για αυτά τα είδη μόλις το 4,83%.
Επιπλέον, το 2008, μόλις το 4,75% των νοικοκυριών είχε χαμηλό εισόδημα που έφθανε τα 750 ευρώ, ενώ το 2022 το ποσοστό αυτό ανέβηκε φθάνοντας το 7,64%.
Μόλις για 19 μέρες φθάνει ο μισθός
Αποκαλυπτική είναι η έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με την οποία μόλις για 19 ημέρες επαρκεί το μηνιαίο εισόδημα για 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%), την ώρα που περισσότεροι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες και 7 στα 10 νοικοκυριά (72,7%) δήλωσαν ότι οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα τους επηρέασαν περισσότερο σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για άλλες ανάγκες.
Τα απογοητευτικά στοιχεία αποκαλύπτει η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών 2023 (12η κατά σειρά), που διεξήχθη υπό τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει η πολύμηνη κρίση ακρίβειας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2023, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον είχαν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι η κατάστασή του επιδεινώνεται το 2024.
Εξαντλείται ο μισθός στις 19 του μήνα
Επιδείνωση παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με την μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Είναι μάλιστα τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Συγκεκριμένα, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλο το μήνα. Το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από το 2018, έτος που περιλήφθηκε ο συγκεκριμένος δείκτης.
Στο σύνολο των νοικοκυριών, το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 23 ημέρες, ενώ για τα νοικοκυριά των οποίων το εισόδημα τελειώνει πριν από το τέλος του μήνα (60,7%), αυτό επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες.
Σε σχέση με την κύρια πηγή εισοδήματος σε δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο το μήνα και ακολουθούν το 57,7% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατεί να αποταμιεύσει. Συγκεκριμένα, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (84,8%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.
Περιορίζουν δαπάνες αλλά και πάλι «δεν βγαίνουν»
Υπολογίζεται ότι το 2023, αλλά και το πρώτο τρίμηνο του 2024, σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,6%) περιόρισε τις δαπάνες του για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ).
Παράλληλα, το 49% ξόδεψε λιγότερα για ταξίδια, το 41,5% περιόρισε τις δαπάνες του για ένδυση-υπόδηση και το 38,9% δαπάνησε λιγότερα για οικιακά είδη, έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές.
Από την άλλη πλευρά, καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησε τις δαπάνες του για την κάλυψη βασικών αναγκών.
Συγκεκριμένα, το 73,6% αύξησε τις δαπάνες του για είδη διατροφής, το 71,5% για λογαριασμούς σπιτιού, το 57,2% για θέρμανση, το 49,4% για μετακινήσεις και το 45,2% για υγεία και φάρμακα.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι οι δείκτες που αφορούν στην καθυστέρηση κάλυψης κάποιας βασικής ανάγκης, εξαιτίας οικονομικής αδυναμίας, παραμένουν σημαντικά υψηλοί.
Ειδικότερα, σχεδόν 4 στα 10 (39,7%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, πάνω από 1 στα 4 νοικοκυριά (26,2%) καθυστερεί να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα, το 21,8% καθυστερεί την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης και το 10% την πληρωμή φροντιστηρίου/παιδικού σταθμού κ.λπ.
Στα ύψη και οι τιμές των καυσίμων
Ένα ακόμη πονοκέφαλο για τα νοικοκυριά αποτελεί η σταθερά αυξανόμενη τιμή των καυσίμων. Την πρωτιά στην αύξηση φαίνεται πως την έχουν τα νησιά, όπου η αμόλυβδη έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό τα 2 ευρώ το λίτρο, ενώ οι εκτιμήσεις για την τιμή της βενζίνης το Πάσχα είναι ανησυχητικές.
Ο αντιπρόεδρος του συνδέσμου πρατηριούχων και εμπόρων καυσίμων, Γιώργος Ασμάτοτογλου, μίλησε στο «MEGA Σαββατοκύριακο» για τις τιμές της βενζίνης και προέβλεψε πως ολοένα και θα αυξάνονται.
«Αυτό που βλέπουμε τώρα και με τις εξελίξεις που υπάρχουν στην Μέση ανατολή, επιβαρύνουν την τιμή του αργού πετρελαίου και κατ΄επέκταση του διυλισμένου προϊόντος και ακόμα περισσότερο την τσέπη μας», είπε αρχικά.
«Υπάρχουν αυξήσεις λόγω της αύξησης του αργού πετρελαίου της προηγούμενης εβδομάδας. Τώρα ξεκινάμε προς τα πάνω και οι προβλέψεις για την άλλη εβδομάδα είναι ότι θα έχουν αυξητική τάση. Σίγουρα θα πάει πάνω από τα 2 ευρώ. Στην νησιωτική Ελλάδα δεν υπάρχει κάτω από 2 ευρώ βενζίνη. Αν δεν δούμε μείωση του πληθωρισμού, δεν θα δούμε αποκλιμάκωση των τιμών», προειδοποίησε.
Αρκεί να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η δεύτερη ακριβότερη χώρα στην τιμή αμόλυβδης βενζίνης στην Ευρωζώνη. Η μέση τιμή της αμόλυβδης την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου ήταν 1,934 ευρώ, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν στα 1,759 ευρώ.
Οι αυξήσεις επηρεάζουν και τους ιδιοκτήτες πρατηρίων καυσίμων, καθώς οι καταναλωτές στη Βόρεια Ελλάδα προτιμούν να αγοράζουν φθηνή βενζίνη από τη Βουλγαρία – κάτι που κάνουν, εξάλλου, και με τις αγορές ειδών σούπερ μάρκετ…
Απαγορευμένες και φέτος οι διακοπές για τους Έλληνες
Όλα δείχνουν ότι θα είναι λιγότερες οι μέρες που θα κάνουν διακοπές οι Έλληνες φέτος. Από την άλλη, οι ξενοδόχοι εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι για τα τελικά νούμερα των κρατήσεων του καλοκαιριού.
Μάλιστα, ο γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, Άγγελος Καλλίας, απέδωσε αυτή την εκτίμησή του σε μια «πανευρωπαϊκή ύφεση» με αρνητικά νούμερα, ενώ για τους Έλληνες – και φέτος – ανέφερε ότι θα πάνε διακοπές, αλλά για λιγότερες μέρες.