Αναστασία Τσουκαλά/Σχολική βία:Τα κατασταλτικά μέτρα καθησυχάζουν την κοινή γνώμη, θλιβερή η άρνηση διαχείρισης των αιτιών
Οι ξυλοδαρμοί και ο εκφοβισμός -και μέσω social media- μεταξύ μαθητών έχουν γίνει καθημερινό θέμα στην ειδησεογραφία, αφού ολοένα και αυξάνονται τα περιστατικά bullying από ανήλικους προς ανήλικους. Τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία αναφέρουν πως σχεδόν ένας στους τέσσερις εφήβους υπήρξε θύμα εκφοβισμού στο σχολείο, ενώ ένας στους τρεις έχει πρόσφατα εμπλακεί σε βίαιο καυγά. Η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο, με τον Κυριάκο Πιερρακάκη στο τιμόνι, ανακοίνωσαν, χθες Τρίτη, τα μέτρα που εντάσσονται στα σχολεία με σκοπό την καταπολέμηση του σχολικού εκφοβισμού. Μέτρα με τιμωρητικό-κατασταλτικό χαρακτήρα κι όχι παιδαγωγικό. Η Αναστασία Τσουκαλά, Ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας/Université Paris-Saclay και Ερευνήτρια/Université Paris Cité εξηγεί αναλυτικά το φαινόμενο της βίας των ανηλίκων και αποδομεί την κατασταλτική προσέγγιση που επέλεξε ως ”λύση” η κυβέρνηση.
Με πολυήμερες αποβολές, ποινολόγιο, στιγματισμό, και πλατφόρμες ”ελέγχου” αποφάσισε η κυβέρνηση να πατάξει τον σχολικό εκφοβισμό, ένα φαινόμενο βαθιά κοινωνικό. Ένα ακόμα φαινόμενο που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να το ”αντιμετωπίσει” με καταστολή. Εξαιρώντας τα μέτρα, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε το πραγματικά συγκλονιστικό βίντεο-σποτ που δημιούργησε το υπουργείο Παιδείας, με τίτλο Stop Bullying – Μην ανέχεσαι το bullying. Μίλα. Μπορείς.
Άκρως αποκαλυπτικά για την κατάσταση στην Ελλάδα είναι τα συμπεράσματα από τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. για την επιθετικότητα και τον εκφοβισμό στους εφήβους, που δημοσιεύτηκαν φέτος με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού. Σχεδόν ένας στους τέσσερις (22,1%) εφήβους στην Ελλάδα υπήρξε θύμα εκφοβισμού στο σχολείο και ένας στους δέκα (9,5%) ηλεκτρονικά. Επίσης, ένας στους τρεις (30,7%) έχει πρόσφατα εμπλακεί σε βίαιο καβγά, ενώ ένας στους οκτώ (12,1%) έχει πολύ πρόσφατα συμμετάσχει σε εκφοβισμό άλλου μαθητή, και σε ποσοστό 7,1% σε ηλεκτρονικό εκφοβισμό.
Για το σχολικό έτος 2022-2023, για τις σχολικές κατηγορίες του Γυμνασίου και του Λυκείου, το 32,4% των παιδιών βρίσκεται κάτω από το κατώφλι, αναφορικά με τον δείκτη που καταγράφει τον εκφοβισμό που έχει δεχθεί από τους συμμαθητές του, σύμφωνα με έρευνα του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου και της Ειρήνης Λεριού, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών ΚΕΠΕ. Επίσης, σύμφωνα με τα ευρήματα, τα ποσοστά καταγράφονται ως πιο τραγικά στις περιφέρειες της Πελοποννήσου, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και της Δυτικής Μακεδονίας, με το 48,8%, 42,1% και 40,0% των παιδιών, αντίστοιχα, να έχουν καταστεί θύματα του σχολικού εκφοβισμού.
- Οι αριθμοί μιλούν. 14-15 ετών αγόρια εμπλέκονται στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιων περιστατικών, όπως λένε οι ειδικοί. Παιδιά με μαχαίρια, λοστάρια, σιδερογροθιές. Παιδιά που κάνουν δυνατές μπουνιές τα χέρια τους. Οργανώνονται σε συμμορίες, την ”πέφτουν” σε συνομηλίκους τους ή μικρότερους μαθητές, μέσα στον χώρο του σχολείου, έξω από φροντιστήρια, σε πλατείες και σε κανονισμένα ραντεβού σε δρομάκια. Ψυχολογική, λεκτική και σωματική βία: η κοινωνία νοσεί. Και η κοινωνία είμαστε εμείς.
- Ποια είναι τα αίτια του φαινομένου και ποια τα χαρακτηριστικά του; Εντοπίζουμε έμφυλα, ταξικά κ.α. σημεία;
- Η πανδημία, αλήθεια, τι ρόλο έπαιξε;
- Κι αν το δούμε συνολικά, έχουν αυξηθεί τα περιστατικά βίας/σχολικού εκφοβισμού ή απλώς πλέον, λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ταχύτητας της πληροφορίας, τα μαθαίνουμε πιο εύκολα;
Η Αναστασία Τσουκαλά, Ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας/Université Paris-Saclay και Ερευνήτρια/Université Paris Cité απαντά στο libre σε μια σειρά από ερωτήματα που θέσαμε, επιχειρώντας να κατανοήσουμε τη ρίζα του φαινομένου και καταληκτικά να δούμε πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί και πώς… σίγουρα δε θα αντιμετωπιστεί.
Αρχικά,να κάνουμε έναν μικρό διαχωρισμό στη βία ανηλίκων και την παραβατικότητα.
Τον τελευταίο καιρό, επικρατεί στην επικαιρότητα ένας μεγάλος προβληματισμός για την κλιμακούμενη βία ή παραβατικότητα των ανηλίκων. Παρότι οι δύο όροι είναι σχεδόν ταυτόσημοι, ο δημόσιος λόγος τους συνδέει έμπρακτα με διαφορετικά συγκείμενα. Η ‘παραβατικότητα’ παραπέμπει σε παράνομες πράξεις με οικονομικό κίνητρο (π.χ. ληστεία, διακίνηση ουσιών) ενώ η ‘βία’ παραπέμπει σε ψυχολογικές πρακτικές, πρόκληση τραυματισμών ή σεξουαλικές επιθέσεις χωρίς οικονομικό όφελος.
Αυτή η έμπρακτη διαφοροποίηση της χρήσης των δύο όρων στο δημόσιο λόγο δηλώνει ασυναίσθητα μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ των αντίστοιχων συμπεριφορών. Η ‘παραβατικότητα ’επιδιώκει να παραμείνει αφανής ενώ η ‘βία’ τελείται σε δημόσια θέα και επιδιώκει περαιτέρω δημοσιότητα. Αυτό, με τη σειρά του, δηλώνει ότι οι δύο συμπεριφορές διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς ένα τουλάχιστον κίνητρο, το προσδοκώμενο όφελος. Στην ‘παραβατικότητα’ είναι υλικό, στη ‘βία’ είναι άυλο. Η ‘βία’ καθορίζεται πρωτίστως από μια επιτακτική ανάγκη διαμόρφωσης ταυτότητας, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει και να επιτελέσει τις προσδοκώμενες λειτουργίες της αν δεν είναι εγγεγραμμένη στη δημόσια σφαίρα και δεν απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ή αφηρημένη ομάδα στην οποία ανήκει και θέλει να επιβληθεί το βίαιο άτομο.
- Ποια τα αίτια που τη γεννούν; Πόσο έχει επιδράσει η πανδημία;
Πιθανότατα, τόσο τα ‘παραβατικά’ όσο και τα ‘βίαια’ ανήλικα ωθούνται σε αυτές τις συμπεριφορές λόγω προβληματικών οικογενειακών καταστάσεων και των συνεπακόλουθων ψυχολογικών επιπτώσεων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας τους. Αυτά τα οικογενειακά περιβάλλοντα μπορεί να ενέχουν, σωρευτικά ή εναλλακτικά, σωματική ή ψυχολογική βία, συναισθηματική παραμέληση, σεξουαλική κακοποίηση, ή ακόμα και άμεση εξοικείωση με διάφορα αδικήματα που διαπράττουν οι ενήλικες. Εξίσου πιθανό είναι η άρση των αναστολών των ανήλικων να αντανακλά την ευρύτερη έκπτωση αξιών, την αλλοτρίωση, την επισφάλεια και την απουσία οράματος για το μέλλον, που χαρακτηρίζουν στις μέρες μας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τη νεολαία. Κατ’ αυτή την έννοια, η πανδημία όξυνε ίσως το ήδη δυσλειτουργικό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των ανήλικων, αλλά η επιρροή της δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική. Μια τέτοια ερμηνεία θα υπέκρυπτε τα ευρύτερα προβλήματα που ταλανίζουν την κοινωνία μας.
Σε αυτή την από πολλές απόψεις παραπαίουσα κοινωνία, η ορθολογική επιδίωξη οικονομικού οφέλους ωθεί τα ‘παραβατικά’ ανήλικα να παρανομούν προσεκτικά προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψη. Αντίθετα, η υπαρξιακή ανάγκη διαμόρφωσης ταυτότητας ωθεί τα ‘βίαια’ ανήλικα να δρουν φαινομενικά ανορθολογικά δεδομένου ότι εκτίθενται συνειδητά στις προβλεπόμενες σχολικές ή ποινικές κυρώσεις, είτε επειδή δρουν σε δημόσια θέα (π.χ. στο προαύλιο του σχολείου τους) είτε επειδή δημοσιοποιούν εκ των υστέρων τις πράξεις τους αναρτώντας τες στο διαδίκτυο. Στο βαθμό που η βίαιη συμπεριφορά συνιστά πάντα μέσο συγκάλυψης της αδυναμίας διαχείρισης της ανασφάλειας και της χαμηλής αυτοεκτίμησης του βίαιου ατόμου, η βία επιτρέπει τη δημιουργία μιας ψευδεπίγραφα ισχυρής προσωπικότητας, αναγνωρίσιμης και σεβαστής στην εκάστοτε ομάδα αναφοράς (σχολικό περιβάλλον, εξωσχολικές παρέες, συμμορίες, κλπ.).
- Έχουν αυξηθεί τα περιστατικά ή απλώς τα μαθαίνουμε περισσότερο;
Αντίθετα από ό,τι πιστεύει η κοινή γνώμη, είναι δύσκολο να εκφέρουμε άποψη για το αν το φαινόμενο είναι αντικειμενικά σε έξαρση και εξίσου δύσκολο να υπολογίσουμε την τυχόν έξαρση. Από τη μια μεριά, οι στατιστικές είναι παραπλανητικές επειδή μεσολαβούν τα χρόνια της πανδημίας όπου, εκ των πραγμάτων, αυτές οι συμπεριφορές ήταν σε ύφεση. Από την άλλη, η αύξηση των περιστατικών μπορεί να οφείλεται στο ότι, παλαιότερα, οι συμπεριφορές αυτές δεν καταγγέλλονταν είτε επειδή ο σχολικός εκφοβισμός και οι συμπλοκές στο σχολείο ή στη γειτονιά θεωρούνταν φυσιολογικές πράξεις, σύμφυτες με την εφηβεία, είτε επειδή τα θύματα δεν τολμούσαν να τις καταγγείλουν, κατ’ αναλογία με τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς ένιωθαν δικαίως ότι δεν θα τύγχαναν κοινωνικής στήριξης. Η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και η στήριξη των θυμάτων προκαλούν αναπόφευκτα αύξηση των καταγγελιών, η δε συστηματική τους πλέον κάλυψη από τα ΜΜΕ δημιουργεί στην κοινή γνώμη την εντύπωση ενός πρωτοφανούς κύματος βίας ανηλίκων. Η ανησυχία της σχολικής κοινότητας και της κοινής γνώμης προκαλεί, με τη σειρά της, πίεση στην κυβέρνηση και, κατ’ επέκταση, στην ΕΛ.ΑΣ, που ενισχύει την αστυνόμευση αυτών των συμπεριφορών, προβαίνοντας αναπόφευκτα σε νέες συλλήψεις, που επιβεβαιώνουν την αρχική ανησυχία.
- Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της βίας των ανηλίκων; Εντοπίζουμε έμφυλα, ταξικά κ.α. σημεία;
Η αναζήτηση ταυτότητας μέσω της βίας επιβεβαιώνεται έμμεσα και από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σημερινής της εκδήλωσης. Αφενός, η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος και η συνεπακόλουθη διεκδίκηση της έμφυλης ισότητας είχαν ως επακόλουθο την εμφάνιση βίαιων συμπεριφορών από ανήλικα κορίτσια, που αναζητούν ισότιμα με τα αγόρια τη δημόσια αναγνώριση της ταυτότητας τους υιοθετώντας τους ίδιους ακριβώς τρόπους ανάδειξης και επιβολής με αυτά. Παρατηρούμε ωστόσο ότι, όταν ασκείται σωματική βία, οι έμφυλες διακρίσεις διατηρούνται ισχυρές ως προς τη σχέση θύτη-θύματος. Κατ’ αρχήν, τα αγόρια επιτίθενται σε αγόρια και τα κορίτσια σε κορίτσια.
Αφετέρου, στο βαθμό που τα κακοποιητικά οικογενειακά περιβάλλοντα δεν έχουν ταξικό πρόσημο, παρεμφερείς βίαιες συμπεριφορές παρατηρούνται και στα λεγόμενα καλά ιδιωτικά σχολεία, με τη μόνη διαφορά ότι, τις περισσότερες φορές, τα περιστατικά αυτά περιβάλλονται από μια διακριτική σιωπή. Ελάχιστα από αυτά τυγχάνουν δημοσιογραφικής κάλυψης. Αντίθετα, το ταξικό πρόσημο εμφανίζεται ισχυρό στην παραβατικότητα με οικονομικό όφελος όπου, εντελώς αναμενόμενα, τα εμπλεκόμενα ανήλικα προέρχονται από τα πλέον ευάλωτα κοινωνικά στρώματα.
- Πώς εκδηλώνεται;
Οι σημερινές βίαιες συμπεριφορές ανηλίκων παρουσιάζουν ορισμένα νέα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Πρώτον, υπάρχει κανονικοποίηση της χρήσης όπλων, συνήθως μαχαιριών. Αυτό είναι απότοκο δύο διαφορετικών αιτίων. Από τη μια μεριά, η οπλοκατοχή και οπλοχρησία ενισχύουν την κατασκευή ταυτότητας καθώς καθιστούν εμφανή την ασυμμετρία δυνάμεων ενώ παράλληλα επιτρέπουν στον δράστη να ταυτιστεί με τα υπαρκτά ή φαντασιακά πρότυπα ενήλικης συμπεριφοράς που έχει ως σημεία αναφοράς του. Από την άλλη, η προσφυγή σε όπλο είναι αλληλένδετη με την ενίσχυση των αστυνομικών ελέγχων. Ο κίνδυνος σύλληψης, λόγω ακριβώς της αποτελεσματικότερης αστυνομικής παρουσίας στο δημόσιο χώρο, ωθεί τον δράστη να επιδιώξει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, προσφεύγοντας στην απειλή ή χρήση όπλου.
Δεύτερον, τόσο στον σχολικό εκφοβισμό όσο και στις σχολικές ή εξωσχολικές συμπλοκές παρατηρείται συχνά εμφανής ασυμμετρία δυνάμεων, με το θύμα να δέχεται επίθεση από ομάδα ανήλικων. Παρά το φαινομενικό παράδοξο της υιοθέτησης μιας άνανδρης συμπεριφοράς τη στιγμή που ο θύτης προβαίνει σε επίδειξη ισχύος, παραδοσιακά ταυτισμένης με το αρχέτυπο του άνδρα, η ασυμμετρία δυνάμεων έχει αναχθεί σε μοτίβο συμπεριφοράς επειδή επιβεβαιώνει το ανήκειν σε μια ομάδα αναφοράς, με επικεφαλής τον θύτη, και παράλληλα εκμηδενίζει το θύμα λόγω της απομόνωσης του από άλλες ομάδες αναφοράς, της σωματικής υπεροχής της επιτιθέμενης ομάδας και της συχνά δυσανάλογης ως προς το διακύβευμα σοβαρότητας της επίθεσης.
Τρίτον, πολλές φορές η επίθεση τελείται ενώπιον ακροατηρίου, που καλείται να τοποθετηθεί άμεσα, αν παρευρίσκεται στο συμβάν, ή έμμεσα, αν ενημερωθεί μέσω της κοινοποίησης βιντεοληπτικού υλικού στο διαδίκτυο. Η ύπαρξη ακροατηρίου έχει καθοριστική σημασία καθώς, χωρίς αυτό, η επίτευξη του στόχου της επίθεσης είναι ημιτελής. Η ανάγκη δημιουργίας ταυτότητας καλύπτεται όταν αυτή εγγραφεί πλήρως στη δημόσια σφαίρα, και όχι μόνο στον στενό κοινωνικό περίγυρο. Ταυτόχρονα, η δημοσιοποίηση της επίθεσης επιτείνει τον επιδιωκόμενο εκμηδενισμό του θύματος, ο οποίος ολοκληρώνεται μέσω της ταπείνωσης. Το κίνητρο αυτό υποτείνει και την κοινοποίηση υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα ή deepfakeφωτογραφιών ανήλικων. Η συστηματική επιδίωξη εκμηδενισμού του θύματος, κατά προτίμηση μέσω της ταπείνωσης, είναι δηλωτική της εσωτερικής έντασης που βιώνει ο δράστης ως προς τη δική του αδυναμία ύπαρξης, που οδηγεί σε παρεμφερείς στρατηγικές κοινωνικής επιβίωσης.
Το ακροατήριο καλείται να επιλέξει αν θα συμπλεύσει παρακολουθητικά με τον δράστη, επικροτώντας και/ή κοινοποιώντας περαιτέρω την επίθεση, αν θα παραμείνει ουδέτερος θεατής, ή αν θα αντιδράσει αλληλέγγυα προς το θύμα. Στην τελευταία περίπτωση, έχουν καταγραφεί περιστατικά δημόσιας, παραδειγματικής τιμωρίας του αλληλέγγυου ατόμου προκειμένου να εδραιωθεί αναμφισβήτητα η ισχύς του αρχικού δράστη.
- Τα μέτρα της κυβέρνησης: αστυνόμευση στις πλατείες, καταστολή, αποβολές από το σχολείο και ένας… νέος ποινικός κώδικας. Τι αποτελέσματα μπορεί να έχουν;
Είναι προφανές ότι η αποτελεσματική διαχείριση ενός τόσο σύνθετου ζητήματος δεν μπορεί να είναι κατασταλτική. Τα κατασταλτικά μέτρα καθησυχάζουν την κοινή γνώμη ως προς την ικανότητα της κυβέρνησης να ανακτήσει τον έλεγχο μιας ορατής παραβατικής συμπεριφοράς, αλλά επί της ουσίας είναι αναποτελεσματικά, αν όχι αντιπαραγωγικά. Η κυβέρνηση κινήθηκε μεν προς τη σωστή κατεύθυνση, ενισχύοντας τη ψυχολογική πλαισίωση του σχολικού περιβάλλοντος και δημιουργώντας ψηφιακή πλατφόρμα για σχετικές καταγγελίες, ταυτόχρονα όμως έριξε το βάρος της διαχείρισης του ζητήματος στην καταστολή. Όσο οι ρίζες αυτών των βίαιων συμπεριφορών παραμένουν άθικτες, η ενίσχυση της αστυνόμευσης στις πλατείες όπου συχνάζει νεολαία θα αυξήσει μεν αρχικά τις συλλήψεις αλλά, σε βάθος χρόνου, θα προκαλέσει πιθανότατα μια απλή μετατόπιση των παραβατικών ανήλικων σε άλλες πλατείες ή σημεία συνάντησης, όπως ήδη διαφαίνεται από τις προκανονισμένες συγκρουσιακές συναντήσεις μεταξύ ανηλίκων. Εάν ενισχυθεί ευρύτερα η αστυνόμευση, θα αυξηθούν τα περιστατικά οπλοχρησίας, τα οποία θα αιτιολογήσουν την περαιτέρω ενίσχυση της αστυνόμευσης, που θα προκαλέσει περαιτέρω όξυνση της επικινδυνότητας των επιθέσεων, συμπαρασύροντας τους πάντες σε ένα φαύλο κύκλο.
Εξίσου αναποτελεσματική, αν όχι αντιπαραγωγική, είναι η επανένταξη των πενθήμερων αποβολών στο σχολείο ως ποινή για τον σχολικό εκφοβισμό. Στο βαθμό που τα περισσότερα ανήλικα με βίαιη συμπεριφορά έχουν ήδη χαλαρή σχέση με την παρακολούθηση των μαθημάτων, στο βαθμό που τις περισσότερες φορές η συμπεριφορά τους είναι απότοκο πολυεπίπεδης παραμέλησης από την οικογένεια τους, και στο βαθμό που τις περισσότερες φορές είναι σε ηλικία όπου μπορούν να βγουν μόνα τους έξω, η πενθήμερη αποβολή θα βιωθεί ως δώρο μάλλον παρά ως τιμωρία. Ο υποτυπώδης έστω έλεγχος που ασκείται καθημερινά από το σχολείο θα χαθεί χωρίς να αντικατασταθεί από τη γονεϊκή επίβλεψη. Η δε τιμωρία θα ενισχύσει το ενδοσχολικό κύρος των τιμωρημένων ανήλικων στα μάτια του ακροατηρίου τους και, ως ισχυρή μορφή απόρριψης από το μοναδικό ίσως θετικό σημείο αναφοράς τους, θα επιβεβαιώσει τη χαμηλή τους αυτοεκτίμηση, καθιστώντας τις μέχρι τότε επιλογές τους υπαρξιακό μονόδρομο. Εάν, όπως γίνεται έμπρακτα σε πολλά σχολεία, η αποβολή μετατραπεί σε απουσίες, που λαμβάνονται παρότι τα παιδιά παρακολουθούν οικειοθελώς τα σχολικά μαθήματα, οι αρνητικές συνέπειες αμβλύνονται και η ποινή παίρνει ένα συμβολικό, εκφοβιστικό χαρακτήρα, χωρίς ουσιαστικό παιδαγωγικό αντίκτυπο. Παραμένει όμως η πιθανότητα της διαφυγής εκτός ελέγχου των πιο δύσκολων περιπτώσεων που, ακριβώς, θα έχρηζαν της μεγαλύτερης δυνατής προστασίας.
Η προβλεπόμενη αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος σε περίπτωση έκθεσης ανήλικων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μεν προστατευτική για τα θύματα, αλλά αποφεύγει να διαχειριστεί το υπόβαθρο της επίμαχης συμπεριφοράς, μετατοπίζοντας το ανήλικο παιδί σε άλλο σχολείο, όπου πιθανότατα θα επαναλάβει, πανομοιότυπα ή με διαφορές, τα οικεία κακοποιητικά μοτίβα της ήδη δρομολογημένης κοινωνικής επιβίωσης του.
Η δε μετακύλιση ευθύνης στους γονείς για την κάλυψη του κόστους επιδιόρθωσης υλικών ζημιών στο σχολείο εμφανίζεται μεν ως αντικίνητρο με στόχο την ευαισθητοποίηση των γονέων αλλά, στην πραγματικότητα, αδιαφορεί για τους λόγους που αυτά τα οικογενειακά περιβάλλοντα είναι δυσλειτουργικά. Πέραν του ότι, συνήθως, είναι δύσκολο να ταυτοποιηθούν οι δράστες σχολικού βανδαλισμού, ο αντίκτυπος αυτού του μέτρου θα είναι αμελητέος στις σχετικά εύρωστες οικονομικά οικογένειες και ολέθριος στις οικονομικά ευάλωτες χωρίς να επέλθει ουσιαστική βελτίωση ως προς το ζητούμενο.
Δεδομένης της κυρίαρχης κατασταλτικής λογικής που διέπει την πρόσφατη επονείδιστη μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα, θα ήταν ίσως παράδοξο να είχε υιοθετηθεί διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα των βίαιων ανηλίκων. Παραμένει ωστόσο θλιβερό να διαπιστώνεται ότι η άρνηση διαχείρισης των αιτίων του φαινομένου οδηγεί νομοτελειακά στην επιδείνωση του, θυσιάζοντας νέες ζωές στο βωμό μιας αυτοαναφορικής διατήρησης της πολιτικής εξουσίας.