Στους Αγίους Αναργύρους…
Στους Αγίους Αναργύρους δεν συνέβη μία ακόμα γυναικοκτονία, η πέμπτη φέτος και μία από τις δεκάδες των τελευταίων ετών. Η δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα έδρασε διατρητικά και έφτασε στο μεδούλι του κράτους αναδεικνύοντας το ερώτημα “ποιός θα μας φυλάξει από τους φύλακες”. Το Αστυνομικό Τμήμα αυτής της αθηναϊκής γειτονιάς έγινε το θέατρο όπου το έγκλημα και το ανθρώπινο δράμα συναντήθηκαν με την κατάρρευση του αφηγήματος της κοινωνικής ασφάλειας. Κι αυτό εύλογα προκάλεσε έντονη ανησυχία στην κυβέρνηση, όπως φάνηκε και από την προσπάθεια του πρωθυπουργού (στο συνέδριο της Ν.Δ) να διατυπώσει ψήγματα αμήχανης απολογίας.
Είπε: “…η μάχη με το βαθύ κράτος και αυτή την κουλτούρα της έλλειψης ενσυναίσθησης έχει πολύ δρόμο μπροστά. Μπορεί οι 17.000 εκπαιδευμένοι αστυνομικοί να έχουν προστατεύσει μέχρι στιγμής παραπάνω από 10.000 γυναίκες που κινδύνευσαν, μπορεί, ναι, να κάναμε αυστηρότερες τις ποινές για κακοποιήσεις, να έχουμε δεκάδες Σταθμούς Συμβουλευτικής, 20 κέντρα φιλοξενίας όπου μένουν ασφαλείς πολλές γυναίκες με τα παιδιά τους.Όταν όμως μια κοπέλα δολοφονείται έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, όπου έχει καταφύγει απειλούμενη, σκύβουμε το κεφάλι και λέμε: πρέπει να κάνουμε περισσότερα. Και λέμε: ναι, περιστατικά όπως αυτά αμαυρώνουν όσα θετικά έχουμε πετύχει. Και λέμε επίσης: ναι, τα περιπολικά πρέπει να γίνονται και ταξί, προκειμένου να φυλάξουν τον πολίτη, όπως γίνονται ασθενοφόρα για να μεταφέρουν τον τραυματία ή την έγκυο, όπως γίνονται πυροσβεστικά οχήματα όταν απομακρύνουν ζωές από τις φωτιές. Όμως, να προσθέσουμε και ένα ακόμα «ναι»: ναι, οι ένστολοι οφείλουν να επεμβαίνουν αμέσως σε ένα έγκλημα που γίνεται μπροστά τους, έχοντας όμως, ναι, και τη δική μας κατανόηση και στήριξη, αν αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν νόμιμα το όπλο τους.”
Όμως, όταν το συμπέρασμα της γυναικοκτονίας της Κυριακής Γρίβα είναι η αναθεώρηση των κανόνων εμπλοκής των αστυνομικών, τότε είναι λάθος (και) το συμπέρασμα. Ακόμα κι αν πρέπει, όντως, να συζητηθεί με ποιόν τρόπο και κάτω από ποιές συνθήκες ο αστυνομικός θα κάνει χρήση του υπηρεσιακού του όπλου, αυτό που διαλύθηκε στους Αγίους Αναργύρους είναι ο,τιδήποτε πριν από αυτό. Αποδομήθηκε το βασικό ένστικτο κάθε πολίτη πως ότι κι αν συμβεί εάν φτάσει σε ένα αστυνομικό τμήμα θα βρει προστασία και ασφάλεια. Ακόμα κι αν η αίσθηση αυτή αποτελούσε υπερβολή, το κτίριο ενός αστυνομικού τμήματος, ένα περιπολικό, ή μία ομάδα αστυνομικών είχαν εντυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως καταφύγιο.
Πλείστες όσες υποθέσεις διαφθοράς με επίορκους αστυνομικούς, εκτεταμένα φαινόμενα βίας και καταστολής, συμβάντα που απασχόλησαν παλαιότερα την επικαιρότητα, όπως με το “αμαρτωλό” ΑΤ Ομόνοιας, ή στην Ηλιούπολη και αλλού, δεν είχαν κατορθώσει να καταστρέψουν αυτή την αίσθηση. Στους Αγίους Αναργύρους συνέβη κι αυτό. Εάν, όμως, είναι διάχυτη η αίσθηση πως αυτή η αστυνομία δεν μπορεί να προστατεύσει, δεν μπορεί να προσφέρει ασφάλεια σε μία νεαρή γυναίκα που νοιώθει την απειλή και εν τέλει δολοφονείται μπροστά στα μάτια ανίκανων αστυνομικών, τότε η κοινωνία θα νοιώσει ξανά μετέωρη (πολιτικά γνωρίζουμε όλοι που συνήθως καταλήγει αυτό…).
Όπως ένοιωσαν πολλοί τη νύχτα της τραγωδίας των Τεμπών, όταν ένα ανίκανο κράτος άφησε δύο αμαξοστοιχίες να κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή, όπως νοιώθουν καθημερινά εκατομμύρια πολίτες που δεν μπορούν να βρουν το δίκιο τους. Και την ίδια ώρα διαπιστώνουν πως κάποιοι άλλοι ανακαλύπτουν με ευκολία τις διαδρομές της επιλεκτικής μεταχείρισης από αυτό το ίδιο κράτος.
Λογικά, η κυβέρνηση -όπως θα έκανε κάθε κυβέρνηση- επισημαίνει την “καλή πλευρά” της Αστυνομίας, την αστυνομία που περιπολεί, αστυνομεύει, συλλαμβάνει και επιλύει εγκλήματα. Όμως, αυτή είναι η αυτονόητη αποστολή της, δεν πρόκειται και εν τέλει δεν πρέπει να επιβραβεύεται καθημερινά. Μοναδική επιβράβευση πρέπει να είναι η εμπέδωση κλίματος κοινωνικής ασφάλειας, κι αυτό δεν συμβαίνει. Στους Αγίους Αναργύρους, μάλιστα, αναιρέθηκε πλήρως και είναι μάλλον δύσκολο να ανακτηθεί γρήγορα.
Μια κυβέρνηση, όμως, που επαίρεται – σε κάποιο βαθμό, ορθώς- για τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες, μια κυβέρνηση που έκανε σημαία της τον νόμο, την τάξη, και την ασφάλεια των πολιτών, όφειλε σ’ αυτά τα πέντε χρόνια που κυβερνά να είχε επιχειρήσει, έστω, μία μεταρρύθμιση στις δομές και στη λειτουργία της Αστυνομίας. Κι αν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι εφαρμόστηκαν μικροί εκσυγχρονισμοί (κυρίως υλικοτεχνικής φύσεως), ο λαβύρινθος της ΕΛΑΣ παραμένει θεοσκότεινος, η αξιολόγηση και η λογοδοσία ανύπαρκτες, και η συντεχνιακή αντίληψη και η γραφειοκρατία βασιλεύουν και μπορούν μέσα από υποκριτικές ΕΔΕ και “διαθεσιμότητες” να ρίχνουν τους επίορκους και ανίκανους στα μαλακά (όπως τον ειδικό φρουρό του φυλακίου στο ΑΤ των Αγίων Αναργύρων).
Στους Αγίους Αναργύρους δολοφονήθηκε η Κυριακή. Δεν την προστάτευσε κανείς. Ο πόνος για τους δικούς της είναι ανείπωτος. Κατέρρευσε, όμως, και το κοινωνικό αίσθημα ασφάλειας. Και οι απαντήσεις διαχείρισης της κρίσης δεν αρκούν. Απαιτείται κάτι πολύ μεγαλύτερο και καινοτόμο. Μία άλλη Αστυνομία…
Y.Γ Μία δεύτερη ματιά στην πρόσφατη (ετήσια) έρευνα της Public Issue αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα. Γιατί φτάσαμε από το 72% “εμπιστεύονται την Αστυνομία” του 2018 στο μόλις 44%;