Ο Μητσοτάκης αντιμέτωπος με την “κοινωνική αντιπολίτευση”- Γιατί βάζει το δίλημμα της “πολιτικής αστάθειας”
Η κυβερνητική πλειοψηφία εξήλθε από την δοκιμασία της πρότασης δυσπιστίας αναμφίβολα συσπειρωμένη. Οι βουλευτές της Ν.Δ που άφησαν επιδεικτικά άδεια τα έδρανα της γαλάζιας πτέρυγας κατά την συζήτηση του πορίσματος για τα Τέμπη επανήλθαν με παρατεταμένο χειροκρότημα για τον “μοιραίο υπουργό” – οποίος επίσης έλαμψε δια της απουσίας του σε εκείνη την συνεδρίαση- και πρόσφεραν αφειδώς και με ενθουσιασμό την υποστήριξή τους στην ομιλία του πρωθυπουργού.
Ο αιφνιδιασμός και τα παγωμένα χαμόγελα από τον εξοβελισμό των δύο στενότερων συνεργατών του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου (Γ. Μπρατάκος, Στ. Παπασταύρου) δεν στάθηκαν εμπόδιο για την ανακούφιση κατά την ανακοίνωση του αποτέλεσματος της ψηφοφορίας, παρότι εκφωνήθηκε το απολύτως αναμενόμενο. Ουδεμία έκπληξη έναντι μιας καλά υπολογισμένης κίνησης της αντιπολίτευσης, με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, που εγκαινίασε μία προεκλογική περίοδο εβδομήντα ημερών με ακραία πόλωση. Ασύνηθες για μία “χαλαρή” μάχη ευρωεκλογών, μόλις ένα χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές με το θηριώδες 41% υπέρ της Ν.Δ και με την “καντονοποίηση” της κοινοβουλευτικής και πολιτικής γεωγραφίας.
Ο πρωθυπουργός αποχώρησε από την μάχη της Βουλής με διαλυμένο το επιτελείο του στο Μέγαρο Μαξίμου, με την απώλεια τριών “chief of staff” σε μόλις δύο χρόνια, και με έναν ισχυρό μιντιάρχη που στέκεται πλέον απέναντί του με πολεμική διάθεση- με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Στην χαμηλών τόνων ομιλία του προσπάθησε να πιάσει το νήμα της ενσυναίσθησης για την τραγωδία των Τεμπών που τα κυβερνητικά του στελέχη είχαν διαταράξει το προηγούμενο διάστημα, ενίοτε προσβλητικά προς τις οικογένειες των θυμάτων. Ίσως, γι αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης μοίρασε τον χρόνο της ομιλίας του, πότε κοιτάζοντας προς τα θεωρεία όπου βρίσκονταν οι οικογένειες και πότε προς την κάμερα, σαν να ήθελε να απευθυνθεί στους πολίτες/ψηφοφόρους. Οι επόμενες δημοσκοπήσεις θα αποκαλύψουν εάν πέτυχε, και σε ποιό βαθμό, αυτή η προσπάθεια. Πάντως, οι μετρήσεις που έφταναν στο Μέγαρο Μαξίμου πριν την υποβολή της πρότασης δυσπιστίας έδειχναν πως καθόλου βέβαιο δεν είναι πως το εκλογικό αποτέλεσμα για τη Ν.Δ θα έχει μπροστά του το “3”. Ενώ, όπως έλεγε στο libre, γνωστός δημοσκόπος η βάση της αναγωγής επί των εγκύρων για το κυβερνών κόμμα είναι το 29%, ήτοι συν ή πλην 2% του στατιστικού σφάλματος. Πώς θα αποτυπωθεί στις επόμενες μετρήσεις το κλίμα των τελευταίων ημερών μένει να το διαπιστώσουμε, πιθανότατα την εβδομάδα που έρχεται οπότε και θα δημοσιοποιηθούν κάποιες από αυτές.
Το δίλημμα της “πολιτικής σταθερότητας”
Παρόλα αυτά, ωστόσο, οι ευρωεκλογές παραμένουν ευρωεκλογές. Στις 10 Ιουνίου η δική του κυβέρνηση θα έχει και πάλι τα ηνία της χώρας και ο ίδιος θα είναι πρωθυπουργός μέχρι το 2027. Υπό την έννοια αυτή ήχησε παράξενα η αναφορά του, την επόμενη μέρα, στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για την ανακοίνωση της αύξησης στον κατώτατο μισθό, όταν είπε πως στις ευρωεκλογές “θα ζυγιστεί και η πολιτική σταθερότητα και η συνέχεια μιας πορείας που παρά τις δυσκολίες μα οδηγεί μπροστά”.
Από τι κινδυνεύει άραγε η πολιτική σταθερότητα της χώρας; Αναμφίβολα όχι από τα όποια μικρά ή μεγαλύτερα κέρδη μπορεί να καταγράψουν το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ο Βελόπουλος, ή άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης. Η δημοσκοπική κατάταξη δεν φαίνεται να αλλάζει δραματικά και η διαφορά θα παραμείνει μεγάλη. Ο πολυκερματισμός της αντιπολίτευσης παραμένει και μόνο κάποιος απο μηχανής θεός μπορεί να εγγυηθεί ότι θα συμβούν κοσμογονικές αλλαγές συνεννόησης και συνεργασίας μετά τις κάλπες του Ιουνίου. Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που μπορεί να ταράζει την πολιτική ηγεμονία του 41%, ένα χρόνο πριν και με καθαρό πολιτικό διάδρομο μιας ακόμα τριετίας;
Η …αόρατη “κοινωνική αντιπολίτευση”
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας έμπειρος πολιτικός και έχει αρχίσει -ίσως λίγο καθυστερημένα- να αντιλαμβάνεται ότι η απουσία μιας ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι ο μοναδικός πολιτικός κίνδυνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Αυτό ήταν και το λάθος αρκετών υπουργών του που το τελευταίο διάστημα περιφέρονταν σε ραδιόφωνα και τηλεόρασης κουνώντας το τρόπαιο του 41% ωσάν αυτό να συνιστά κάποιο πολιτικό αλάθητο.
Διότι είναι πια σαφές πως αυτό που έχει απέναντί της η κυβέρνηση, αυτό που συνιστά τον πραγματικό πολιτικό της αντίπαλο, είναι μία ογκούμενη και με χαρακτηριστικά ρεύματος “κοινωνική αντιπολίτευση”. Είναι τα συλλαλητήρια των τελευταίων μηνών για την μεταρρύθμιση των μη κρατικών ΑΕΙ, είναι το κύμα δυσαρέσκειας για την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια που δεν μπόρεσε επαρκώς να τις τιθασεύσει, είναι η ρήξη με το βαθιά συντηρητικό εκλογικό του ακροατήριο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, είναι η αλλαζονεία που εξέπεμψε ο κυβερνητικός μηχανισμός με τα “Ασημακοπούλου leaks”, και είναι ίσως περισσότερο απ΄ όλα η αίσθηση ατιμωρησίας για την τραγωδία των Τεμπών (η μεγάλη ρωγμή στον πολιτικό και κοινωνικό χρόνο) και η εντύπωση πως η ενοχή μπορεί να αποδωθεί τελικά μόνο στο πρώτο επίπεδο των υπευθύνων. Ακόμα κι αν αυτό δεν είναι ακριβές, όπως ισχυρίζονται τα κυβερνητικά στελέχη, το “κοινό περί δικαίου αίσθημα” εμπεδώνει αυτή την αντίληψη.
Αυτή η “κοινωνική αντιπολίτευση” μπορεί να μην ενισχύσει τελικά κάποιο ή κάποια κόμματα σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον που να αναδυθεί ένας ορατός πολιτικός αντίπαλος, όμως είναι ίσως χειρότερο πως το κυβερνών κόμμα αποδυναμώνεται δημοσκοπικά και έχει πιά απέναντί του ένα τόσο ευρύ κύμα δυσφορίας. Ακόμα κι αν ηγέτης αυτού του ρεύματος είναι περισσότερο ο δημοσκοπικός “Κανένας” και ακόμα κι αν η αποχή στις ευρωεκλογές ξεπεράσει τα αρνητικά ρεκόρ του παρελθόντος. Θα ήταν μάλλον προτιμότερο για την κυβέρνηση να είχε απέναντί της μια αρκετά ισχυρή ορατή αξιωματική αντιπολίτευση παρά αυτό το πολιτικά αόρατο κύμα.
Η διαχείριση αυτής της νέας κατάστασης -την οποία παρατηρούμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη- απαιτεί να αναμετρηθεί η κυβέρνηση με τον εαυτό της, να “γειώσει” τις πολιτικές της στην κοινωνία, να δείξει πραγματική ενσυναίσθηση και να γίνει αποτελεσματική χωρίς μεγάλα λόγια και τεχνητές πολώσεις. Ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας που επικαλείται, λοιπόν, ο πρωθυπουργός μπορεί να προέλθει από την ίδια την κυβερνητική αποδιοργάνωση και αδυναμία και εάν δεν αναταχθούν τα πράγματα θα πάνε μάλλον χειρότερα. Καμία ανακατάταξη στο επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου και κανένας ανασχηματισμός με κλήση κομματικών εφεδρειών δεν είναι αρκετά. Σε κάθε περίπτωση είναι πρωτόγνωρο να σημειώνει τόσο σοβαρές δημοσκοπικές απώλειες μια κυβέρνηση χωρίς πολιτικό αντίπαλο δέος. Ίσως επειδή δεν υπάρχει, τελικά, μεγαλύτερο δέος από μία θυμωμένη κοινωνία και ένα ρευστό πολιτικό τοπίο.