Αλκίνοος Ιωαννίδης:Οφείλουμε να τροφοδοτούμε τους εαυτούς μας με μεγάλες δόσεις φωτός, ομορφιάς, αγάπης και χιούμορ
Περνάει από τα χρόνια ως παντοτινά νέος, με τη σοφία που προσδίδουν τα βαθιά βιώματα, η αλληλέγγυα παρουσία στους κοινούς δρόμους, η τρυφερότητα, η σύνδεση με τη φύση, τα παιδιά. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δεν έχει λείψει ποτέ. Ακόμη και τη στιγμή που οι θόρυβοι και οι ρύποι επικράτησαν, η φωνή του ήταν η φωνή των ανθρώπων που θέλουν να σταθούν όρθιοι. Στις επάλξεις του χρέους και της αληθινής ζωής. Φέτος, τριάντα χρόνια σχεδόν από τις πρώτες εμφανίσεις της μπάντας του, αισθανόμαστε τυχεροί που θα είμαστε τόσο κοντά. Η μουσική και τα τραγούδια. Οι χιλιάδες που στο τέλος κοιτούν προς την ίδια γραμμή του ορίζοντα.
–Κύριε Ιωαννίδη, θα ξεκινήσω με μια ανάμνηση. Το 2000, ήταν η πρώτη φορά που σας είδα και σας άκουσα από κοντά. Ήταν χειμώνας και ήμουν 13 χρόνων. Θυμάμαι τις κουβέντες στο ενδιάμεσο των τραγουδιών. Τα θυμάμαι όλα. Το πώς με μετατόπισε όλο αυτό. Δεν έλειψε ποτέ το εφηβικό κοινό, που σας ανακαλύπτει και βουτάει στις λέξεις και τις μελωδίες σας. Δεν έλειψαν ποτέ οι άνθρωποι που θέλουν, πάση θυσία, να σταθούν όρθιοι.
Θα εκλάβω κυριολεκτικά αυτό το «να σταθούν όρθιοι», και θα σας πω ότι φροντίζω κι εγώ πάντα να παίζω όρθιος στις συναυλίες. Δεν κάθομαι ποτέ. Με θυμάμαι με τραυματισμένο πόδι να στέκομαι επί τρεις σχεδόν ώρες, με πείσμα και βλακώδη αυταπάρνηση. Στη σκηνή ανεβαίνω με την ενέργεια που άλλοι μπαίνουν στη γιορτή κι άλλοι στον πόλεμο. Αλλά και με μια ήσυχη, σίγουρη συγκέντρωση. Σαν όλα, ο χρόνος, οι άνθρωποι, τα γεγονότα, τα όνειρα, τα αισθήματα, να συμπυκνώνονται και να καθαρίζουν. Η συναυλία είναι για μένα κάτι τόσο σημαντικό και σοβαρό, όσο σημαντικό και σοβαρό είναι για ένα παιδί το παιχνίδι του. Στους άλλους μπορεί να φαίνεται ασήμαντο, αλλά για το παιδί είναι ο κόσμος όλος. Με την ίδια ελευθερία αφήνομαι στη ροή της κάθε συναυλίας, με τον ίδιο σεβασμό τής χαρίζομαι και με τον ίδιο ενθουσιασμό τη ζω. Μάλλον έχει κάτι το παιδικό η στάση μου, ίσως για αυτό να έρχονται και τόσοι νέοι άνθρωποι στις συναυλίες.
–Νιώσατε ποτέ μοναξιά στον καθημερινό κι αναπόφευκτο αγώνα;
Ο κάθε άνθρωπος δίνει τον αγώνα του, ο οποίος, όπως λέτε, είναι καθημερινός και αναπόφευκτος. Υπάρχουν προσωπικοί και συλλογικοί αγώνες. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, το τίμημα που καταβάλλουμε είναι προσωπικό. Η θυσία είναι πάντοτε προσωπική. Ο γείτονάς μου, Βασίλης Μάγγος, για παράδειγμα, πλήρωσε πανάκριβο, προσωπικό τίμημα, συμμετέχοντας σε μια συλλογική προσπάθεια.
- Για όσους δεν έχουν ομπρέλα, κάποιο κόμμα ας πούμε, ή κάποια θέση που να τους στηρίζει και να τους προστατεύει, όπως και για όσους ζουν σε χώρες που αφήνουν τον πολίτη απροστάτευτο, τα πράγματα είναι πάντα πιο δύσκολα, ειδικά όταν έχει κανείς να αντιμετωπίσει θεσμούς που λειτουργούν με όρους υποκόσμου.
Μένουν να σε στηρίζουν οι ιδέες σου και οι εξίσου απροστάτευτοι φίλοι. Συχνά, ακόμα και μέσα στην κοινή προσπάθεια, αισθάνεται κανείς ότι παλεύει μόνος όταν υπόκειται σε κινδύνους και καλείται να πληρώσει τιμήματα που δεν του αναλογούν. Παρόλα αυτά, στην ομάδα όλα φαίνονται πιο εύκολα και πιο εφικτά, ενώ ο αγώνας που δίνουμε όλοι απέναντι στα δικά μας, προσωπικά ελαττώματα και πάθη είναι πιο μοναχικός, πιο δύσκολος και λιγότερο ηρωικός.
–«Έρχομαι από τη λάσπη. Από τους πνιγμένους ανθρώπους, τα πνιγμένα ζώα, τα πεσμένα δέντρα». Αισθάνομαι ότι ζούμε στην εποχή, όπου κάθε καταστροφή επιβάλλεται ως θνησιγενής μνήμη.
Ωραία το θέσατε. Βέβαια, το να ξεχνάμε είναι ανθρώπινο κομμάτι της διαδικασίας επούλωσης. Δεν μπορείς να ζεις με ανοιχτό τραύμα για πάντα.
- Η ταχύτητα όμως με την οποία ξεχνάμε τον τελευταίο καιρό, είναι τρομερή. Εδώ δεν μιλάμε για επούλωση. Είναι σαν να κρύβεις την πληγή όπως-όπως, αφήνοντάς την να μολυνθεί και να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον.
Έτσι, ούτε ευθύνες αποδίδονται, ούτε και διορθώνονται λάθη ώστε να μην την ξαναπατήσουμε σύντομα. Οι υπεύθυνοι της κάθε καταστροφής μάλιστα, συχνά επιβραβεύονται από την Πολιτεία και τη βουβή πλειοψηφία της κοινωνίας, ενισχύοντας την αίσθηση αδυναμίας, απαξίωσης και ματαιότητας όσων πολιτών ανησυχούν και προσπαθούν, μέχρι την επόμενη καταστροφή.
Στη σκηνή ανεβαίνω με την ενέργεια που άλλοι μπαίνουν στη γιορτή κι άλλοι στον πόλεμο. Αλλά και με μια ήσυχη, σίγουρη συγκέντρωση. Σαν όλα, ο χρόνος, οι άνθρωποι, τα γεγονότα, τα όνειρα, τα αισθήματα, να συμπυκνώνονται και να καθαρίζουν. Η συναυλία είναι για μένα κάτι τόσο σημαντικό και σοβαρό, όσο σημαντικό και σοβαρό είναι για ένα παιδί το παιχνίδι του.
–Αλλά «πάντα θα ξημερώνει». Παρόλο που δέκα χρόνια μετά τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το τέρας το φασισμού επανεμφανίζεται αρτιμελές και αιμοβόρο.
Ναι, και με πολλά διαφορετικά κεφάλια, σαν Λερναία Ύδρα. Μοιάζουν πιο αδύναμα ή λιγότερο επικίνδυνα τα πρόσωπά του σήμερα, μας εξοικειώνουν όμως καθημερινά με πολλούς μικρούς ή μεγάλους φασισμούς, έτοιμους ανά πάσα στιγμή να ενωθούν και πάλι σε ένα τεράστιο φίδι. Όσοι νομίζουν ότι ξεμπερδέψαμε με τον φασισμό, ας κοιτάξουν λίγο καλύτερα γύρω και μέσα τους. Ο αγώνας αυτός δεν τελειώνει, είναι καθημερινός και παντοτινός. Οφείλουμε να τροφοδοτούμε τους εαυτούς μας με μεγάλες δόσεις φωτός, ομορφιάς, αγάπης και χιούμορ προκειμένου να παραμείνουμε δυνατοί.
–Γιατί επιλέξατε την επαρχία ως μόνιμο τόπο διαμονής; Μπορώ να φανταστώ τη φύση ως κυρίαρχο λόγο, που υπερνικά τα πάντα.
Η φύση είναι μια αιώνια νίκη της Ύπαρξης, είναι αλήθεια. Σου δίνει μεγάλο κουράγιο. Ζήσαμε προηγουμένως και σε άλλα μέρη εκτός Αττικής, στην Εύβοια, και στην Πελοπόννησο. Η ομορφιά του Πηλίου όμως είναι μοναδική, αποτελεί προνόμιο το να ζεις μέσα της. Μείναμε πέντε χρόνια στον παράδεισο αυτό. Περπατήσαμε τα βουνά του, μπήκαμε στις θάλασσές του, γίναμε ένα με τα τοπία του, κάναμε τις ευλογίες και τις δυσκολίες του δικές μας. Παλέψαμε με τους κατοίκους των Σταγιατών για το νερό, την αξιοπρέπεια και τον πολιτισμό, είδαμε τον Βόλο να υποβαθμίζεται πίσω από την κιτς βιτρίνα του, εισπνεύσαμε τον βρώμικο από την καύση σκουπιδιών αέρα του, γνωρίσαμε σπουδαίους ανθρώπους. Οι Σταγιάτες είναι το χωριό μου. Η πόλη μου, είναι η Λευκωσία, όπου μετακομίσαμε πρόσφατα. Αγαπώ την Κύπρο βαθιά, η σχέση μου μαζί της είναι υπαρξιακή και καθοριστική για μένα. Αποτελεί «άγνωστη χώρα» για τους περισσότερους Ελλαδίτες, όπως και για πολλούς από εμάς τους κατοίκους της. Προσπαθώ όλα μου τα χρόνια να τη μάθω, να την καταλάβω, να τη νιώσω. Δεν είναι εύκολο. Αν και περιορισμένη και μοιρασμένη η έκτασή της, το βάθος της είναι τεράστιο.
–Υπάρχουν καλλιτεχνικά απωθημένα; Τη φιλοσοφική, τόσα χρόνια μετά, τη σκέφτεστε ως απωθημένο;
Δεν μπορεί να τα κάνει κανείς όλα. Δεν γινόταν να τελειώσω τη Φιλοσοφική τότε, έπρεπε να την αφήσω για να κάνω άλλα πράγματα, οπότε δεν έχω ερωτήματα ή ενοχές. Συνέχισα μέσα στα χρόνια να διαβάζω μόνος μου τα αντικείμενα που με ενδιαφέρουν, οπότε δεν αισθάνομαι ότι έχασα κάποια σημαντική γνώση, αν και μπορεί να κάνω λάθος. Απέκτησα λιγότερη εξειδικευμένη μόρφωση αλλά ίσως ευρύτερη καλλιέργεια μελετώντας μόνος. Καλλιτεχνικά απωθημένα ελπίζω ότι δεν έχω, παρόλο που η αίσθηση του ανεκπλήρωτου υπάρχει σε όλους μας. Δεν θεωρώ την τέχνη αγώνα δρόμου όπου πρέπει οπωσδήποτε να φτάσει κανείς σε συγκεκριμένο προορισμό ή να έρθει πρώτος. Έζησα πολλά θαύματα και ζω συνεχώς κι άλλα. Παρόλο που δεν είχα μια εύκολη προσωπική ή επαγγελματική ζωή, όσα πράγματα δεν κατάφερα να κάνω μέχρι σήμερα χάθηκαν περισσότερο εξαιτίας δικών μου αδυναμιών, παρά λόγω εξωτερικών εμποδίων. Έχω μεγάλη ευγνωμοσύνη για το δρόμο που μου χαρίστηκε και θα ήταν αχαριστία να ζητώ περισσότερα.
–Ποια είναι τα σχέδιά σας; Όσον αφορά στη δισκογραφία, τις επόμενες εμφανίσεις.
Ολόκληρο τον Απρίλιο θα βρίσκομαι στην Αμερική, όπου θα δώσω συναυλίες και διαλέξεις σε πανεπιστήμια. Τον Μάιο θα κάνουμε με τη Μαρία Φαραντούρη και την Αλκυόνη ένα αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη, στη μεγάλη, ιστορική αίθουσα του Konzerthaus της Βιέννης. Τον ίδιο μήνα θα συμμετέχω και σε κάποιες παιδικές παραστάσεις του Τεμπέλη Δράκου στο Μέγαρο Αθηνών. Και από το τέλος Μαΐου ξεκινά η καλοκαιρινή περιοδεία με δικές μου συναυλίες, στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Το Φθινόπωρο, πιθανόν να παίξω στην Ευρώπη και ξανά στην Αμερική. Δισκογραφικά, θέλω να κυκλοφορήσω κάποια τραγούδια μου στα Ισπανικά. Επίσης, όποτε βρίσκω λίγο χρόνο συνεχίζω να δουλεύω αποσπασματικά κάποια τραγούδια ηλεκτρονικής μουσικής, όπως και κάποια ορχηστρικά που φτιάχνω τα τελευταία χρόνια. Τους τελευταίους μήνες, ζω μια εποχή πολυδιάσπασης, ή ίσως υπερκόπωσης, όπου αδυνατώ να συγκεντρωθώ και να φέρω εις πέρας ακόμα και τον πιο απλό στόχο. Ελπίζω να βρω ένα διάστημα χωρίς μετακινήσεις και περισπάσεις τον ερχόμενο χειμώνα, για να ολοκληρώσω το υλικό. Έχω αφήσει πίσω το δημιουργικό μου κομμάτι εδώ και καιρό, έχω την ανάγκη να επικεντρωθώ ξανά.
Οι Σταγιάτες είναι το χωριό μου. Η πόλη μου, είναι η Λευκωσία, όπου μετακομίσαμε πρόσφατα. Αγαπώ την Κύπρο βαθιά, η σχέση μου μαζί της είναι υπαρξιακή και καθοριστική για μένα.
–Αλλά, όταν συνειδητοποιώ ότι έχετε γράψει κάτι όπως αυτό, λέω αυτός ο άνθρωπος τα έχει πει όλα.
μια μέρα, γιατί η μέρα θα ‘ρθει,
κάποιοι – εμείς θα είναι –
θα σταθούν
συνείδηση μες στα αίματα
Ποια είναι η σχέση σας με τη σιωπή και την απόσταση;
Είμαι συνήθως καλός στην παρέα, συντροφικός, πλακατζής, ευχάριστος και κοινωνικός. Περνάω καλά με τους άλλους, το χαίρομαι και το γιορτάζω όταν συμβαίνει. Όταν όμως έχω την επιλογή και όταν δεν είμαι με την οικογένεια, πάντα διαλέγω το δωμάτιό μου. Όχι ότι γίνεται κάτι συγκλονιστικό εκεί, μη φανταστείτε δηλαδή ότι απομονώνομαι προκειμένου να καταβυθιστώ στα βάθη της ύπαρξης ή να ανέβω σε τίποτα δυσθεώρητα πνευματικά ύψη.
Το πιθανότερο είναι ότι θα χάσω το χρόνο μου βλέποντας ηλίθια βίντεο στο YouTube ή θα παίξω κανένα χαμηλού επιπέδου σκάκι στον υπολογιστή. Πρέπει να έχω χάσει πολλά χρόνια της ζωής μου έτσι. Ο ελεύθερος χρόνος για έναν άνθρωπο που κάνει τη δουλειά μου και που μεγαλώνει τρία παιδιά είναι ελάχιστος και δεν θα έπρεπε να πηγαίνει χαμένος. Καμιά φορά πάντως γλιτώνω το χασομέρι διαβάζοντας Ιστορία ή λογοτεχνία, μαθαίνοντας μόνος μου Ισπανικά ή μελετώντας Εθνομουσικολογία και κυρίως Ψυχολογία της Μουσικής, αντικείμενο που τελευταία με ενδιαφέρει πολύ. Άλλες φορές, παίζω ή ακούω μουσική, γράφω, ή απλά μένω σιωπηλός για ώρα. Από παιδί είχα την ανάγκη να αποσύρομαι. Είναι μια αυτορρύθμιση απαραίτητη για μένα, ειδικά σε περιόδους έντονης κοινωνικής συναναστροφής, μετακινήσεων και έκθεσης. Αν και δεν ισχύει, με ρωτούν συχνά γιατί κάνω λίγες εμφανίσεις. Απαντώ, κάπως εξυπνακίστικα, ότι η εμφάνιση προϋποθέτει εξαφάνιση.
–Έχετε το προφίλ του ήρεμου, διαχρονικού δάσκαλου. Γιατί στέκεστε ισότιμα απέναντι στους ανθρώπους. Σας το έχουν πει ποτέ αυτό;
Όχι, ποτέ. Είμαι σχετικά ήρεμος, αυτό είναι αλήθεια. Και πράγματι θεωρώ όλους τους ανθρώπους ισότιμους. Δεν είμαι όμως δάσκαλος. Είμαι καχύποπτος απέναντι τους δασκάλους και απεχθάνομαι τους γκουρού. Καμιά όρεξη δεν έχω να πω σε κανέναν τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να κάνει. Ο ίδιος, προσπαθώ να κάνω ότι συμβαδίζει με τις δυνατότητες και τη συνείδησή μου κάθε φορά. Όποτε εκφράζω κάτι, προφορικά, τραγουδιστά ή γραπτά, δεν είναι γιατί προσπαθώ να πω στους άλλους τι να κάνουν. Είναι γιατί ξεχειλίζω, άλλοτε από αγάπη και χαρά, άλλοτε από απελπισία. Χωρίς να θέλω να φανώ ταπεινός, η αλήθεια είναι ότι έχω άπειρα ελαττώματα και κάνω συνεχώς λάθη. Κινδυνεύω από εγωισμό, αυταρέσκεια και φιλοδοξία, χαρακτηριστικά που τρέφονται καθημερινά από το επάγγελμά μου και από την αναγνωρισιμότητα που φέρνει, και που δεν καταφέρνω πάντα να υπερνικώ. Αν αυτό που λέτε για μένα το συμμερίζονται κι άλλοι, φοβάμαι ότι έχουμε ξεμείνει από δασκάλους…
Από παιδί είχα την ανάγκη να αποσύρομαι. Είναι μια αυτορρύθμιση απαραίτητη για μένα, ειδικά σε περιόδους έντονης κοινωνικής συναναστροφής, μετακινήσεων και έκθεσης. Αν και δεν ισχύει, με ρωτούν συχνά γιατί κάνω λίγες εμφανίσεις. Απαντώ, κάπως εξυπνακίστικα, ότι η εμφάνιση προϋποθέτει εξαφάνιση.
–Την επανένωση της ιστορικής σας μπάντας τη συνοψίζει ακριβώς η φράση «δεν νοσταλγούμε το παρελθόν, ζητούμε το παρόν». Σε εσάς ποια επίγευση άφησε;
Ζούμε δύο χρόνια ηλεκτρικής γιορτής με την μπάντα! Κάθε συναυλία είναι γεμάτη ενέργεια και δημιουργία. Είχα το φόβο, αρχικά, μήπως η επανασύνδεσή μας μετά από δύο δεκαετίες αποτελέσει αφορμή για μουσικό παλιμπαιδισμό. Είναι τόσο ταλαντούχοι όμως οι φίλοι μου, που ευτυχώς αυτό δεν συνέβη. Μετά από τόση μουσική που έχουμε παίξει μαζί, εξακολουθούμε να εκπλήσσουμε καθημερινά ο ένας τον άλλο. Έχει άνεση, χαρά και αγάπη η σχέση μας, γελάμε πολύ. Το «δεν νοσταλγούμε το παρελθόν, ζητούμε το παρόν», περιγράφει ακριβώς την κατάστασή μας. Ζούμε κάθε συναυλία έντονα και μοιραζόμαστε μεταξύ μας και με τους ακροατές κάτι σημαντικό, αληθινό, ζωντανό και πολύτιμο. Συνεχίζουμε λοιπόν και φέτος, τριάντα σχεδόν χρόνια από τότε που πρωτοπαίξαμε μαζί, να ταξιδεύουμε και να συναντάμε παλιούς και νέους φίλους σε κάθε πόλη, στα νησιά, στα βουνά και στις θάλασσες. Σε περιόδους σαν τη σημερινή, η μοιρασιά αυτή είναι ανεκτίμητη. Περιμένω την καλοκαιρινή περιοδεία με ανυπομονησία και χαρά!