Μπολσονάρο: Η αστυνομία ζητά δίωξη για πλαστογράφηση πιστοποιητικών εμβολιασμού
Η Αστυνομία της Βραζιλίας ζητά δίωξη του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο για πλαστογράφηση πιστοποιητικών εμβολιασμού για τον κορονοϊό. Συγκεκριμένα, η έκθεση της έρευνας της αστυνομίας της Βραζιλίας υποβλήθηκε στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα ο οποίος θα πρέπει να αποφασίσει εάν υπάρχει λόγος να ασκηθεί ποινική δίωξη στον Μπολσονάρο ή όχι.
Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή αστυνομία, ο Μπολσονάρο και άλλα 8 πρόσωπα εμπλέκονται στην πλαστογράφηση πιστοποιητικών εμβολιασμού, με στόχο «να αποκτήσουν πλεονεκτήματα που συνδέονταν με την παράκαμψη των υγειονομικών μέτρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση της αστυνομίας, τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2021-Δεκεμβρίου 2022.
Ο Μπολσονάρο ταξίδεψε στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2022, δύο ημέρες προτού λήξει η θητεία του και πριν από την ορκωμοσία του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, από τον οποίο ηττήθηκε στις εκλογές.
Η κόρη του Μπολσονάρο, ο πρώην στενός συνεργάτης του Μάουρο Σιντ, άλλοι σύμβουλοι και ένας βουλευτής φέρονται να χρησιμοποίησαν την ίδια απάτη.
Η αστυνομία ζητά την άσκηση δίωξης για την κατηγορία της σύστασης συμμορίας με σκοπό την εισαγωγή ψευδών δεδομένων στο δημόσιο σύστημα.
Ο Φάμπιο Βαϊνγκάρτεν, ο δικηγόρος του Μπολσονάρο, κατήγγειλε ότι πρόκειται για «πολιτική δίωξη», ενώ υποστήριξε ότι την εποχή που ήταν πρόεδρος, ο 68χρονος Μπολσονάρο δεν ήταν υποχρεωμένος να επιδείξει κανένα πιστοποιητικό όταν επρόκειτο να ταξιδέψει. Ο πρώην πρόεδρος είχε καταθέσει τον περασμένο Μάιο στην ομοσπονδιακή αστυνομία, στην Μπραζίλια, για την υπόθεση αυτή και το σπίτι του ερευνήθηκε. Τότε, είχε αρνηθεί τις κατηγορίες και υποστήριζε ότι οι αρχές προσπαθούσαν να «κατασκευάσουν» κατηγορίες εις βάρος του.
Σε μια παράλληλη έρευνα, η ελεγκτική υπηρεσία της Βραζιλίας κατέληξε τον Ιανουάριο στο συμπέρασμα ότι το πιστοποιητικό εμβολιασμού του Μπολσονάρο ήταν «πλαστό» καθώς διαπιστώθηκαν «ασυνέπειες» μεταξύ των φακέλων του υπουργείου Υγείας και άλλων επίσημων οργανισμών. Η έρευνα αυτή είχε ως στόχο να διαπιστωθεί εάν εμπλέκονταν στην πλαστογραφία ομοσπονδιακοί υπάλληλοι. Ωστόσο, η υπηρεσία συνέστησε να μπει στο αρχείο η υπόθεση, επειδή δεν υπήρχαν «επαρκείς αποδείξεις» ώστε να βρεθούν οι πραγματικοί ένοχοι αφού στο πληροφοριακό σύστημα είχε πρόσβαση μεγάλος αριθμός υπαλλήλων.