Πώς το “κάδρο” μετά τις ευρωεκλογές επηρεάζει την απόφαση Μητσοτάκη για τον χρόνο των εθνικών εκλογών-Το σενάριο “4+2+4”
Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν ρωτήθηκε για πρώτη φορά στην Θεσσαλονίκη (ΔΕΘ) και δη σε ανύποπτο χρόνο, ο πρωθυπουργός έχει διαψεύσει τουλάχιστον τρεις φορές πως έχει ως ανομολόγητη φιλοδοξία να μετοικήσει από το στενόχωρο ελληνικό πολιτικό “δυάρι” στο άνετο ρετιρέ της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Τα σενάρια που συνήθως εκπορεύονται από φιλικά μέσα ενημέρωσης τον έχουν παρουσιάσει ως πιθανό διάδοχο της Ούρσουλα Φον ντερ Λάϊεν (με την οποία συνδέεται με φιλική σχέση) ή του Σαρλ Μισέλ, κάποιοι και ως διεκδικητή της θέσης του Γενς Στόλτενμπεργκ στην ηγεσία του ΝΑΤΟ.
Κάτι τέτοιο δεν είναι ωστόσο στις προθέσεις του. Ακόμα. Θα μπορούσε να είναι εάν το εγχώριο πολιτικό σκηνικό είχε διαμορφωθεί διαφορετικά. Εάν, για παράδειγμα, δεν είχε καταποντισθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και διατηρούσε ουσιαστικά και όχι μόνο τυπικά την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εάν ηγέτης του ήταν ακόμα ο Αλέξης Τσίπρας -έστω και τρις ηττημένος-, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν απλώς δημοσκοπικά δεύτερο αλλά ανέπτυσσε δυναμική πολιτικού ρεύματος με πιθανότητα να διεκδικήσει σε ορατό βάθος χρόνου την διακυβέρνηση. Αυτά δεν συμβαίνουν.
Ακόμα και η οξεία και πολλαπλή κοινωνική κρίση, από την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια, μέχρι τις ογκούμενες αντιδράσεις των αγροτών, των φοιτητών και πανεπιστημιακών, της Εκκλησίας και του σκληρά συντηρητικού τμήματος της εκλογικής βάσης της Ν.Δ, απορροφάται σε αρκετά μεγάλο βαθμό μόλις οι αντιδρώντες τεθούν μπροστά στο εκλογικό δίλημμα “αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιός;”.
Όπως κατέγραψαν οι τέσσερις πρόσφατες μετρήσεις κοινής γνώμης ο πρωθυπουργός παίζει εν ου παικτοίς, όσο τουλάχιστον ο δημοσκοπικός “Κανένας” δεν αποκτά σάρκα, οστά και πολιτικό κόμμα.
Ως εκ τούτου, ο υγιεινός πολιτικός τουρισμός εις την Εσπερία, σε μία “πολυτελή” θέση του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου μάλλον μετατίθεται προς το μέλλον. Επειδή, όμως, όπως επιμένουν οι γνωρίζοντες, αυτή η διαδρομή δεν αφήνει αδιάφορο τον Κυριάκο Μητσοτάκη (εάν συνέβαινε, άλλωστε, θα ήταν κάτι που ουδείς άλλος Έλληνας πρωθυπουργός θα είχε κατορθώσει), το προς διερεύνηση ζήτημα είναι πώςς το οραματικό μπορεί να γίνει πιθανό και πως το πιθανό εφικτό.
Λογικά θα σκεπτόταν κανείς ότι ένα θέμα που θα έπρεπε να απασχολεί τον πρωθυπουργό είναι πως θα επιμηκύνει τις συνθήκες πολιτικής ηγεμονίας του, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Ήτοι, να διατηρείται η Ν.Δ στις δημοσκοπήσεις κοντά στο φαραωνικό 41% εκείνης της αναμέτρησης, στις δε ευρωεκλογές του Ιουνίου να μην πέσει σημαντικά κάτω από το 33,12% που συγκέντρωσε στην ευρωαναμέτρηση του 2019.
Σημείωση: οι συγκρίσεις που θα γίνουν από το κυβερνητικό επιτελείο θα αφορούν ποσοστά ευρωεκλογών και όχι εκείνα μεταξύ της εθνικής εκλογικής αναμέτρησης (2023) και της ευρωκάλπης (2024). Σε αντίθεση με την αντιπολίτευση που θα συγκρίνει το 41% με όποιο ποσοστό συγκεντρώσει το κυβερνών κόμμα στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ίσως λιγότερο απ΄ ότι το ΠΑΣΟΚ (ειδικά εάν έρθει δεύτερο κόμμα), καθώς τότε και ο ίδιος θα αναμετρηθεί όχι με το 17,8% του 2023 αλλά με το 23,75% του 2019. Αντιλαμβάνεστε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο εφόσον επιβεβαιωθούν οι τωρινές δημοσκοπικές προβλέψεις για το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη.
Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα περάσει τον κάβο των ευρωεκλογών: με απώλειες, ενίσχυση της ακροδεξιάς και άλλων μικρών κομμάτων και πιθανώς εκτίναξη της αποχής. Και θα τον περάσει ευκολότερα εφόσον η διαφορά της Ν.Δ από το δεύτερο κόμμα παραμείνει χαοτική, το δε άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και ΠΑΣΟΚ υπολείπεται από το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος. Η δε αντιπολίτευση, μετά τις ευρωεκλογές, θα μπει σε μία εσωστρεφή διαδικασία συζήτησης για το ποιός, ή ποιοί, και πώς μπορούν να αμφισβητήσουν την ηγεμονία Μητσοτάκη στις επόμενες εθνικές εκλογές. Και -ας μην υποτιμάται- ποιός θα μπορούσε να ηγηθεί ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Υπό αυτό το πρίσμα θα έλεγε κανείς πως το συμφέρον του πρωθυπουργού και της Ν.Δ είναι να μην δώσει πολύ χρόνο στα κόμματα της αντιπολίτευσης να αναζητήσουν γέφυρες συνεννόησης. Όχι ότι είναι εύκολο να συνεννοηθούν οι Νίκος Ανδρουλάκης και Στέφανος Κασσελάκης με τα “βαρίδια” που κουβαλάει καθένας τους, και τα πολλά “εγώ” που κυκλοφορούν (δικά τους και άλλων…), ωστόσο ποτέ δεν ξέρει κανείς τι επιφοίτηση μπορεί να κομίσει το Άγιο Πνεύμα, ο εορτασμός του οποίου εφέτος τυγχάνει μετά τις ευρωεκλογές…
Το σενάριο “4+2+4”
Κάπως έτσι έχει αρχίσει και διαμορφώνεται σε κάποιους κυβερνητικούς κύκλους η άποψη ότι αυτή την φορά το συμφέρον του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν ταυτίζεται με τον στόχο εξάντλησης της τετραετίας. Το έκανε την πρώτη φορά ως ένδειξη πολιτικής αξιοπιστίας, δεν το οφείλει πλέον σε κανέναν, ιδιαίτερα τώρα που είναι πολιτικά κυρίαρχος. Εάν, λοιπόν, του προσφερθεί ή εφευρεθεί μία ευκαιρία (π.χ εθνικά θέματα) γιατί το 2025 να μην είναι και έτος εθνικών εκλογών (μετά, ίσως, την εκλογή νέου/ας Προέδρου της Δημοκρατίας) ώστε να υλοποιηθεί αυτό που ψιθυρίζουν κάποιοι ως “4+2+4”; Το 2025, άλλωστε, εκτός ακραίου απροόπτου (εντάξει, γνωστό το ό,τι ο Θεός γελάει όταν οι άνθρωποι και οι… πολιτικοί σχεδιάζουν), δύσκολο να έχει διαμορφωθεί πολιτικό πλαίσιο ενός αντιπολιτευτικού μετώπου που θα αναμετρηθεί στα ίσα με τη Ν.Δ ώστε να διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να χάσει τις εκλογές.
Σε αυτόν τον πιθανό σχεδιασμό αναζητούν ορισμένοι τις δεύτερες σκέψεις που δημιουργούνται από την σπουδή του πρωθυπουργού να βάλει στο τραπέζι πολλά μεγάλα θέματα μεταρρυθμιστικού (;) προσήμου. Από τα μη κρατικά ΑΕΙ μέχρι τον γάμο και την τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών, και από τα εξοπλιστικά και τα ελληνοτουρκικά μέχρι την οικονομία.