Οι 7 πολιτικές μάχες του 2024: Από τα ιδιωτικά ΑΕΙ και τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών στις ευρωκάλπες και τα ελληνοτουρκικά- Ευκαιρίες και κίνδυνοι

 Οι 7 πολιτικές μάχες του 2024: Από τα ιδιωτικά ΑΕΙ και τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών στις ευρωκάλπες και τα ελληνοτουρκικά- Ευκαιρίες και κίνδυνοι

Το 2024 προβάλλει ως μία πολιτική χρονιά με μεγάλα ζητούμενα και κρίσιμες μάχες για το πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να εδραιώσει έτι περαιτέρω την κυριαρχία της στην βάση του τελευταίου εθνικού εκλογικού αποτελέσματος και της τωρινής δημοσκοπικής της εικόνας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσπαθήσει να ενισχύσει το διεθνές προφίλ του και πιθανώς να περιγράψει τις μελλοντικές προθέσεις του, ενώ την ίδια ώρα έχει να προωθήσει κυβερνητικές πολιτικές που άπτονται του μεταρρυθμιστικού του εγχειρήματος.

Όλα αυτά, φυσικά, ενώ τα μεγάλα κοινωνικά θέματα (ακρίβεια, οικονομία, ανεργία κ.ά) παραμένουν ανοιχτά, ακόμα και εντείνονται, και η κυβέρνηση καλείται να βρει λύσεις και να μην επαναπαύεται στην απουσία εναλλακτικής και ανταγωνιστικής πρότασης από την αντιπολίτευση. Το libre ξεχώρισε επτά κρίσιμες μάχες που θα δωθούν εντός του 2024, όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, για παράδειγμα, η νέα χρονιά θα είναι πιθανότατα ο πολιτικός “χωροχρόνος” που είτε θα αναδιοργανωθεί και θα επανεκκινήσει, είτε θα σβήσει πολιτικά κλείνοντας τον ιστορικό κύκλο που άνοιξε πριν περίπου 12 χρόνια ο Αλέξης Τσίπρας με το πρόταγμα της “κυβερνώσας Αριστεράς”. Για όλους υπάρχουν κίνδυνοι και ευκαιρίες και το ορόσημο των ευρωεκλογών θα κρίνει αναμφίβολα τις κατευθύνσεις και τους συσχετισμούς.

Ποιές είναι οι μεγάλες πολιτικές μάχες του 2024 και ποιοί οι πρωταγωνιστές:

  1. Τα ιδιωτικά ΑΕΙ: Θα είναι, αναμφίβολα, η πρώτη μεγάλη πολιτική μάχη της νέας χρονιάς, καθώς από τις πρώτες κιόλας μέρες της θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κυβερνητικό σχέδιο αλλά και η αντιπαράθεση περί της συνταγματικότητας του, καθώς ήδη εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η παράκαμψη του άρθρου 16 μέσω της “ερμηνείας” του άρθρου 28 θα τύχει της αποδοχής του Συμβουλίου της Επικρατείας και των συνταγματολόγων. Για τον υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη πρόκειται για ένα πολιτικό ρίσκο, όχι επειδή δεν υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα στηρίξει το ν/σ που θα κατατεθεί και, όπως έχει προαναγγείλλει ο πρωθυπουργός, θα έρθει προς ψήφιση περί τα τέλη Ιανουαρίου (αρκούν οι ψήφοι των βουλευτών της Ν.Δ, ενώ παραμένει σε εκκρεμότητα η τελική στάση του ΠΑΣΟΚ- ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει αφήσει ανοικτό το παράθυρο να συμφωνήσει, αν και δηλώνει πως αναμένει να δει το σύνολο των διατάξεων του σχεδίου), αλλά επειδή το θέμα της συνταγματικότητας είναι μεν “μαχητό”, αλλά δεν είναι σίγουρο πως θα έχει την συναίνεση του ανωτάτου δικαστηρίου. Μεγάλη σημασία θα έχει και η τελική θέση των πανεπιστημιακών, με την Σύνοδο των Πρυτάνεων να εκφράζει κατ’ αρχάς μεγάλες αντιρρήσεις. Γι’ αυτό και ο υπουργός Παιδείας, σε πλήρη συνεννόηση με το Μέγαρο Μαξίμου, επιδιώκει να φέρει στη Βουλή μία ρύθμιση που θα ισορροπεί την πρόθεση της κυβέρνησης για τα μη κρατικά ΑΕΙ με μία δέσμη μέτρων ενίσχυσης του δημόσιου πανεπιστημίου. Πολλά επίσης θα κριθούν και από το εάν θα επιβεβαιωθεί η πραγματική πρόθεση σημαντικών ξένων πανεπιστημίων να δημιουργήσουν παραρτήματα (περί αυτού πρόκειται σε πρώτη, τουλάχιστον, φάση) στην Ελλάδα. Μόνο έτσι μπορεί να αρθούν οι ενστάσεις όλων εκείνων που βλέπουν πίσω από την σπουδή της κυβέρνησης την πρόθεση να δωθεί χώρος σε κολλέγια και ΙΕΚ να ιδρύσουν ΑΕΙ. Πάντως, για την κυβέρνηση το νομοσχέδιο που θα φέρει ο κ. Πιερρακάκης είναι μόνο η αρχή ενός διαδρόμου που θα οδηγήσει στα τέλη του έτους, ή τις αρχές του 2025 στην έναρξη της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος με στόχο η Βουλή που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές να αναθεωρήσει το εμβληματικό άρθρο 16 και να επιτρέψει την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αρκετοί λένε πως αυτή η πρόθεση και εφόσον κερδηθεί από την κυβέρνηση η μάχη του νομοσχεδίου Πιερρακάκη μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τον χρόνο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα οδηγήσει την χώρα σε εθνικές κάλπες.

2. Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ: Για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το τρίτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου, όταν, δηλαδή, θα διεξαχθεί (εκτός απροόπτου) το συνέδριο που έχει εξαγγείλει ο Στέφανος Κασσελάκης, θα αποδείξει εάν μπορεί να νοηματοδοτήσει την νέα εποχή του μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα ή θα συνεχίσει την διολίσθησή του σε χαμηλά ποσοστά που θα το φέρουν στην τρίτη θέση στις ευρωεκλογές. Πιθανώς, λένε ορισμένοι, ακόμα και σε νέα διάσπαση, καθώς μπορεί ο νέος πρόεδρος να δείχνει ότι ελέγχει τους εσωκομματικούς συσχετισμούς, όμως υπάρχουν πρόσωπα που τηρούν στάση αναμονής. Ο Διονύσης Τεμπονέρας αναδεικνύεται σταδιακά στην ισχυρότερη φωνή της νέας εσωκομματικής αντιπολίτευσης, ενώ θα είναι καθοριστική και η στάση που θα κρατήσει ο Νίκος Παππάς. Ο τελευταίος έχει αφήσει χώρο στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, όμως θεωρεί πως η πορεία του κόμματος τελεί υπό την δέσμευση της συμφωνίας που έχει κάνει με τον κ. Κασσελάκη για να τον στηρίξει στον δεύτερο γύρο της εσωκομματικής εκλογής του περασμένου Σεπτεμβρίου. Εφόσον οι δημοσκοπήσεις συνεχίσουν να αποτυπώνουν την αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και δεν σκιαγραφείται η νέα πολιτική ταυτότητα, η μάχη του συνεδρίου θα αποδειχθεί “ζωής και θανάτου” και η πορεία προς τις ευρωεκλογές θα είναι επί ακάνθων και όχι βαϊων. Το δε τελικό εκλογικό αποτέλεσμα θα πυροδοτήσει νέες εξελίξεις, υπό προϋποθέσεις ακόμα και αμφισβήτηση της ηγεσίας Κασσελάκη. Σημαντικός θα είναι και ο ρόλος κορυφαίων μετριοπαθών στελεχών, όπως η Όλγα Γεροβασίλη και ο Σωκράτης Φάμελλος, αλλά και η ομάδα των πασοκογενών και προερχόμενων από την ΔΗΜΑΡ που τηρούν στάση αναμονής.

3. Οι ευρωεκλογές: Οι κάλπες για το Ευρωκοινοβούλιο μπορεί να εκλαμβάνονται για πολλούς ψηφοφόρους ως πεδίο για “χαλαρή ψήφο”, το μήνυμα, όμως, των πρόσφατων αυτοδιοικητικών εκλογών δημιουργεί την αίσθηση πως μπορεί να αποτελέσουν, τελικά, θέατρο ενός πολέμου αμφισβήτησης της κυβέρνησης και άλλων εκδοχών λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Στο Μέγαρο Μαξίμου γίνεται επεξεργασία διαφόρων σεναρίων και φαίνεται πως όλοι συμφωνούν ότι ο πήχης βρίσκεται στο 35%, δικαιολογείται, δηλαδή, λόγω του ύφους της εκλογικής αναμέτρησης (δεν διακυβεύεται η διακυβέρνηση) μία απώλεια μερικών μονάδων από το 41% του Ιουνίου του 2023. Εάν, όμως, το ποσοστό της Ν.Δ είναι μικρότερο, πολύ δε περισσότερο εάν είναι λίγο πάνω από το 30%, το σήμα κινδύνου θα είναι ηχηρό, ακόμα και εάν η διαφορά από το δεύτερο κόμμα θα είναι μεγάλη και η πολιτική κυριαρχία του πρωθυπουργού φαινομενικά αδιατάρακτη.

Σημαντική παράμετρος είναι εάν θα παρατηρηθεί ενίσχυση των κομμάτων δεξιότερα της Ν.Δ (στις τελευταίες μετρήσεις η “Ελληνική Λύση” συγκεντρώνει αρκετά υψηλότερα ποσοστά από τις εθνικές εκλογές), κάτι που σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή τάση “τύπου Βίλντερς” μπορεί να θέσει επί τάπητος ζήτημα πολιτικής ταυτότητας του κυβερνώντος κόμματος. Η διαφωνία του Αντώνη Σαμαρά και αρκετών βουλευτών για την επιμονή του κ. Μητσοτάκη υπέρ του λεγόμενου μεταρρυθμιστικού κέντρου δεν διαλανθάνει της προσοχής του Μεγάρου Μαξίμου και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ίσως επηρεάσει τις εξελίξεις. Αντιθέτως, εάν οι απώλειες της Ν.Δ είναι ελάχιστες, αυτό θα σημάνει την ενίσχυση της ηγεμονίας Μητσοτάκη και ορισμένα εκκρεμή ζητήματα θα τρέξουν γρηγορότερα.

4. Ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών: Η σχετική δέσμευση του πρωθυπουργού παραμένει ισχυρή, αναζητείται, απλώς, ο κατάλληλος χρόνος για να υλοποιηθεί αλλά και εάν το σχετικό νομοσχέδιο θα είναι πλήρες, ήτοι θα περιλαμβάνει και την τεκνοθεσία. Η κεντρική γραμμή έως τώρα, όπως εκφράστηκε αρχικά από την Ντόρα Μπακογιάννη και επιβεβαιώθηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, αναφέρεται στα “δικαιώματα των παιδιών”. Υπουργοί, όπως η Σοφία Ζαχαράκη (που μπορεί να είναι εκείνη που θα στηρίξει το νομοσχέδιο), η Δόμνα Μιχαηλίδου, αλλά και πρόσωπα-έκπληξη, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, τάσσονται υπέρ μιας τέτοιας ρύθμισης. Από την άλλη, όμως, στο Μέγαρο Μαξίμου προσπαθούν να προβλέψουν το πολιτικό κόστος που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο, όχι τόσο με την σκληρή δεξιά πτέρυγα του κόμματος (Σαμαράς, Βορίδης, κ.ά), όσο με την “δεξιά του Κυρίου”. Ο μεν Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μπορεί να εξέφρασε σχετικά μετριοπαθώς την διαφωνία του, η Ιερά Σύνοδος, ωστόσο, και πανίσχυροι μητροπολίτες, όπως οι Πειραιώς Σεραφείμ, Μεσσηνίας Χρυσόσοστομος κ.ά, διαδηλώνουν από άμβωνος κατά του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και της τεκνοθεσίας. Στο εκλογικό ακροατήριο της Ν.Δ το ποσοστό εκείνων που διαφωνούν είναι πολύ υψηλό, κάτι που κάνει ακόμα δυσκολότερα τα πράγματα, αν και κοινοβουλευτικά και με το “τρικ” της ψήφου κατά συνείδησης είναι βέβαιο πως θα ελεγχθεί έως ένα βαθμό ο πολιτικός αντίκτυπος, βοηθούσης και της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά, ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας) που θα στηρίξει ένα τέτοιο νομοσχέδιο. Πολλά θα εξαρτηθούν τελικά από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και τους συσχετισμούς που θα διαμορφώσει. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ωστόσο, θα ειναι μία εμβληματική μάχη που θα αφορά το κεντρώο προφίλ του και την ευρωπαϊκή καλή μαρτυρία, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο στο μέλλον.

5. Το δύσκολο καλοκαίρι της κεντροαριστεράς: Εφόσον, το ΠΑΣΟΚ κατοχυρώσει στην ευρωκάλπη την δεύτερη θέση και ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ παραμείνει τρίτος, αισθητά μακριά από το 17,8% του Ιουνίου του 2023, πολλά θα αλλάξουν. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δείχνει να αντιλαμβάνεται πως η αναμέτρηση (6-9 Ιουνίου 2024) για το Ευρωκοινοβούλιο μπορεί να αποδειχθεί το δικό του “παράθυρο ευκαιρίας”. Όχι τόσο επειδή αναμένεται το ΠΑΣΟΚ να συγκεντρώσει ποσοστό που θα το βάλει σε τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας στις επόμενες εθνικές κάλπες, όσο διότι μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δρομολογήσει εξελίξεις για την διαμόρφωση συμμαχιών, ακόμα και συνεργασιών, για ένα μέτωπο απέναντι στη Ν.Δ. Στην κεντροαριστερά είναι σαφές πως κανένα κόμμα μόνο του δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Κυριάκου Μητσοτάκη, και το πιθανότερο την επανεκλογή του για μία τρίτη κυβερνητική θητεία (κάτι που θα αποτελούσε μεταπολιτευτικό ρεκόρ αδιαλλειπτης – και ο Ανδρέας Παπανδρέου σχημάτισε τρείς κυβερνήσεις αλλά με εμβόλιμη την τριετία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη). Ως εκ τούτου θα προκύψει επιτακτικά το θέμα των συνεργασιών και κορυφαίες προσωπικότητες εκτός κεντρικής σκηνής (Αλέξης Τσίπρας, Γιώργος Παπανδρέου κ.ά) μπορεί να παίξουν ρόλο προς μία τέτοια κατεύθυνση. Παραμένει αμφίβολο εάν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα παραμερίσει το πολιτικό του “εγώ” σε μία τέτοια περίπτωση, ωστόσο υπάρχουν και εξωπολιτικοί παράγοντες που μπορεί να δώσουν την “ευχή” τους με στόχο την αποκατάσταση μιας κάποιας πολιτικής ισορροπίας.

6. Τα ελληνοτουρκικά: Μεγάλο ζητούμενο θα είναι η εξέλιξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου που έχει ήδη ξεκινήσει. Με εξασφαλισμένα (λαμβάνοντας, βεβαίως, πάντοτε υπόψη την παράμετρο της όποιας αλλαγής στρατηγικής από τον Ταγίπ Ερντογάν εάν δεν κερδίζει κάποια απ΄ όσα ζητάει από την Δύση και δη τις ΗΠΑ) τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλείται να διερευνήσει τις ουσιαστικές δυνατότητες αναβάθμισης του πολιτικού διαλόγου αλλά και τις αντοχές του εγχώριου πολιτικού συστήματος για κάτι τέτοιο. Αφενός εκείνες στο ίδιο του το κόμμα (Σαμαράς, Καραμανλής), αλλά και κατά πόσο κάτι τέτοιο θα ενισχύσει την εθνικιστική υπερδεξιά και την ακροδεξιά. Από την άνοιξη θα αρχίσουν να διαφαίνονται οι συνθήκες μιας περαιτέρω ελληνοτουρκικής προσέγγισης, ωστόσο εάν τα πράγματα προχωρήσουν αυτό θα φανεί μετά τις ευρωεκλογές. Είναι βέβαιο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναζητά σημαντικές πολιτικές στιγμές που θα προσδώσουν υστεροφημία στην πολιτική κυριαρχία που έχει εμπεδώσει και τα ελληνοτουρκικά θα μπορούσαν να είναι μία από αυτές- ίσως η σημαντικότερη εφόσον δεν διαρραγεί το εθνικό μέτωπο.

7. Η Προεδρία της Δημοκρατίας: Στι δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς και με διαμορφωμένο το πολιτικό περιβάλλον μετά τις ευρωεκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αρχίσει διακριτικά να αναζητά το πρόσωπο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, καθώς στις αρχές του 2025 ολοκληρώνεται η θητεία της Κατερίνας Σακελαροπούλου. Στο τραπέζι θα αρχίσουν να πέφτουν ονόματα και οι φιλοδοξίες ορισμένων θα προβάλλουν μέσω δημοσιευμάτων και δημοσίων παρεμβάσεων για μεγάλα θέματα. Για τους γνωρίζοντες, η παράμετρος των ελληνοτουρκικών θα παίξει έμμεσα ρόλο στην εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς δεν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι ένα πρόσωπο που να αντιστρατεύεται τις κυβερνητικές επιλογές ή να δρα συγκρουσιακά. Ως εκ τούτου, παρά τα εκπορευόμενα από κάποιες πλευρές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να αποκτήσει ένοικο στο προεδρικό μέγαρο, απέναντι από το Μέγαρο Μαξίμου, ένα πρόσωπο όπως ο Αντώνης Σαμαράς, με διακριτές και διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να είναι ένα τέτοιο πρόσωπο, αν και δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου απίθανο (κάποιοι το θεωρούν πολύ πιθανό) να προτείνει ο πρωθυπουργός μια δεύτερη θητεία στην κ. Σακελαροπούλου. Χωρίς να αποκλείεται και άλλο πρόσωπο- έκπληξη με περισσότερο “εθνικά”, “συναινετικά”, και πολύ λιγότερο πολιτικά χαρακτηριστικά.

Σχετικά Άρθρα