Γεροβασίλη για τους “11”: Αδυνατώ να βρω πειστική εξήγηση γιατί αποχώρησαν
Ως ένα μεγάλο λάθος χαρακτήρισε την αποχώρηση των “11” από τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και τη συγκρότηση νέας κοινοβουλευτικής ομάδας, η Αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Όλγα Γεροβασίλη, στην εφημερίδα “Η Βραδυνή ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ” και τον Βαγγέλη Γιακουμή.
“Είμαστε αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας και παρότι αποδυναμωμένοι παραμένουμε το ισχυρότερο κόμμα στον ευρύτερο αριστερό και προοδευτικό χώρο”, αναφέρει μεταξύ άλλων στη συνέντευξή της, η Όλγα Γεροβασίλη.
Αναλυτικά η συνέντευξη στην εφημερίδα “Η Βραδυνή ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ” και τον Βαγγέλη Γιακουμή:
Ποια είναι τα συναισθήματά σας για την αποχώρηση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησαν νέα κοινοβουλευτική ομάδα και πώς αισθάνεστε απέναντι στους πρώην συντρόφου σας;
Καταλαβαίνετε ότι δεν είναι μια εύκολη κατάσταση όταν υπάρχουν δεσμοί δεκαετιών, πολιτικοί και συναισθηματικοί. Ειδικά όταν όλες και όλοι μαζί ζήσαμε έντονες και ιστορικές στιγμές και για τη χώρα και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκινήσαμε από ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και φτάσαμε να γίνουμε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση για πάνω από δέκα χρόνια. Ζήσαμε τη βίαιη πολιτική ωρίμανση, από τα κοινωνικά κινήματα στις κυβερνητικές ευθύνες. Και καταφέραμε πολλά για τη χώρα και την κοινωνία με Πρόεδρο τον Αλέξη Τσίπρα. Την κοινή μας ιστορία και διαδρομή την τιμώ και την κρατάω ως πολύτιμο κεφάλαιο και παρακαταθήκη. Και θέλω να πιστεύω ότι δεν είμαι η μόνη που το κάνει αυτό. Από εκεί και πέρα, θεωρώ μεγάλο λάθος την αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και τη συγκρότηση νέας κοινοβουλευτικής ομάδας. Και ακόμη και σήμερα αδυνατώ να βρω πειστική πολιτική εξήγηση για αυτή την κίνηση. Εν πάση περιπτώσει, ο καθένας κάνει τις επιλογές του και από αυτές θα κριθούμε όλες και όλοι και από την ιστορία και από τους πολίτες στην κάλπη.
Ωστόσο, η πολιτική δεν έχει συναίσθημα αλλά ρεαλισμό. Θα συγκρουστείτε με τα στελέχη αυτά εντός και εκτός Βουλής;
Κύριε Γιακουμή, είμαστε αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας και παρότι αποδυναμωμένοι παραμένουμε το ισχυρότερο κόμμα στον ευρύτερο αριστερό και προοδευτικό χώρο. Συνεπώς, εμείς έχουμε την κύρια ευθύνη να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και αυτή η ευθύνη μας υποχρεώνει να είμαστε επικεντρωμένοι στο πώς θα ανασυγκροτηθούμε, πώς θα αποκαταστήσουμε τους δεσμούς μας με κοινωνικά στρώματα που μας γύρισαν την πλάτη και πώς θα παρουσιάσουμε στην ελληνική κοινωνία ένα εναλλακτικό σχέδιο προοδευτικής διακυβέρνησης. Βεβαίως, οι σχέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων – και μέσα στον προοδευτικό χώρο – είναι εκ των πραγμάτων μεταξύ τους ανταγωνιστικές. Πολύ περισσότερο, όταν σε λίγους μήνες έχουμε μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, αυτή των ευρωεκλογών. Και ενδεχομένως να υπάρξουν και διαφορές και διαφωνίες. Αλλά για εμάς στρατηγικός και ιδεολογικός μας αντίπαλος είναι η Δεξιά, η Νέα Δημοκρατία και οι πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στο πλαίσιο αυτό, εμείς διαχρονικά υποστηρίζουμε τη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων πάνω σε θέσεις και προτάσεις.
Επειδή πάντα σας διέκρινε το μέτρο στο λόγο και στην πολιτική σας πράξη, για τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται μόνο η μια πλευρά και εν προκειμένω αυτοί που έφυγαν ή και η πλευρά της ηγεσίας; Τι θα έπρεπε να είχαν αποφύγει και οι δυο πλευρές για να μην οδηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε διάσπαση όπως έγινε;
Η πρόσφατη διάσπαση είναι μια αρνητική εξέλιξη, αλλά είναι κάτι τετελεσμένο. Άρα, δεν ξέρω πόση σημασία έχει πλέον να συζητάμε για το τι θα μπορούσε να είχε γίνει ή να είχε αποφευχθεί. Αν μπούμε σε μια τέτοια συζήτηση, ενδεχομένως να μην τελειώσουμε ποτέ. Και – πιστέψτε με – δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου. Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορείς να φεύγεις από το κόμμα σου στη βάση εκτιμήσεων ή υποθέσεων, δύο μόλις μήνες μετά την εκλογή νέου Προέδρου από μια δημοκρατική διαδικασία. Εκτός κι αν η πρόθεση ήταν εξαρχής αυτή. Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Και από τη δική μας πλευρά, επιλέγουμε να κοιτάμε μπροστά. Αυτό το Σαββατοκύριακο συνεδριάζει η Κεντρική Επιτροπή για τα επόμενα βήματά μας στο δρόμο προς το Συνέδριο και την εξωστρεφή δράση του κόμματος. Σε λίγες ημέρες ξεκινάει η συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, την πιο σημαντική κοινοβουλευτική μάχη της χρονιάς και είναι εξαιρετικά κρίσιμο να εμφανιστούμε κατάλληλα προετοιμασμένοι.
Οι ευρωεκλογές αποτελούν ορόσημο για την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ;
Κάθε κάλπη είναι ορόσημο για ένα κόμμα. Γιατί εκεί κρινόμαστε τελικά όλοι από τους πολίτες. Βέβαια, έχει περάσει στην κοινωνία η αντίληψη ότι στις ευρωεκλογές η ψήφος είναι “χαλαρή”. Ωστόσο, πολλές φορές στο παρελθόν οι πολίτες έστειλαν μήνυμα στην κάλπη των ευρωεκλογών. Όπως και να έχει, είναι μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση και οφείλουμε να δώσουμε από τώρα και για τους επόμενους μήνες τη δύσκολη μάχη για να πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είναι μια κρίσιμη εκλογική μάχη, γιατί από τη μία θα καθορίσει τους συσχετισμούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα επόμενα πέντε χρόνια. Σε μια περίοδο που σε όλη την Ευρώπη η Ακροδεξιά ενισχύεται και η Δεξιά δεν έχει κανένα πρόβλημα να συνεργαστεί μαζί της, είναι πολύ σημαντικό να προκύψει μια προοδευτική πλειοψηφία στα έδρανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Από την άλλη, είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία, ένα χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές, οι πολίτες να στείλουν ένα σαφές μήνυμα αποδοκιμασίας στη Νέα Δημοκρατία και στην αλαζονεία του 41%.
Παρ´ όλα αυτά, υπάρχουν οι προυποθέσεις για να μπορέσει ο χώρος της κεντροαριστεράς να ενωθεί;
Κύριε Γιακουμή, όταν κάνουμε αυτή τη συζήτηση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία για μια προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας στην κάλπη της απλής αναλογικής. Και γι’ αυτό έχει μεγάλη ευθύνη κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Ενώ εμείς τείναμε το χέρι της συνεργασίας, κάποιοι άλλοι επέλεξαν το δρόμο της περιχαράκωσης και της μονομέτωπης σχεδόν επίθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Γι’ αυτό τον λόγο επιλέγω να είμαι ρεαλίστρια και να ξέρω ποια είναι τα όρια του εφικτού. Μπορούν λοιπόν να υπάρξουν συγκλίσεις, πολιτικές και προγραμματικές, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μπορούν να υπάρξουν κοινές δράσεις στο κοινωνικό πεδίο. Μπορούν, βεβαίως, να υπάρξουν συμμαχίες στους συλλογικούς φορείς και στην αυτοδιοίκηση, όπως συνέβη με επιτυχία στους Δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και στην Περιφέρεια Θεσσαλίας. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να χτιστούν σχέσεις εμπιστοσύνης, να θεραπευτούν παλιά τραύματα και να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα για την κοινωνία.