Χαμηλοί μισθοί, διαρκές brain drain, χαμηλή παραγωγικότητα παρά τις επενδύσεις- Ελλάδα: 16.000 ευρώ (μικτά), Ευρωζώνη: 35.200 ευρώ- Τι δείχνουν οι μελέτες
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και τις μελέτες τραπεζικών think tank, το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός στη χώρα μας ήταν 16.000 ευρώ, η Ελλάδα ήταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ο μέσος ετήσιος μισθός ήταν 32.300 ευρώ, και στην τελευταία θέση των 20 της Ευρωζώνης όπου ο μέσος ετήσιος μισθός ήταν 35.200 ευρώ. Μήπως είναι αυτό ένα βασικό πρόβλημα για την ελληνική οικονομία που ενώ κατακτά την επενδυτική βαθμίδα και προσελκύει επενδύσεις, διαπιστώνει τελικά πως της λείπουν “μυαλά” και εργατική δύναμη;
Αντίστοιχα, ως “καθρέφτης” των παραπάνω, το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα ήταν το 70% του αντίστοιχου της Ευρωζώνης, το 2006 ανέβηκε στο 87,2%, το 2009 ήταν στο 86,4%, μεσολάβησε η κρίση, το 2022 ήταν στο 56,9% του μέσου μισθού της Ευρωζώνης -δηλαδή, η μακράν μικρότερη.
Στην άλλη πλευρά του προβλήματος, μετά την πανδημία, η παραγωγικότητα στη χώρα μας ανέκαμψε, αλλά οι πραγματικοί μισθοί δεν ακολούθησαν την αύξησή της. Η παραγωγικότητα της εργασίας το 2022 ήταν αυξημένη 2,6% συγκριτικά με το 2019, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν μειωμένοι κατά 1,8%.
Όπως αποτυπώνεται σε μελέτη της Eurobank, οι μισθοί αποτελούσαν μόλις το 27% του ΑΕΠ το 2022, το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στην ΕΕ. Τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ελεύθερα επαγγέλματα ήταν το 52,2% του ΑΕΠ -τρίτο υψηλότερο ποσοστό στους 27 της ΕΕ (μ.ό. 37,2%), δεύτερο μεγαλύτερο στους 20 της Ευρωζώνης (μ.ό. 37,4%). Αυτά τα στοιχεία είναι ίσως μία από τις απαντήσεις σχετικά με το θέμα της φοροδιαφυγής αλλά και για τις αντιδράσεις όσον αφορά το φορολογικό νομοσχέδιο.
Όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το KREPORT, απ’ τη μια, δεκάδες χιλιάδες καταρτισμένοι άνθρωποι 30-40 ετών, με υψηλά προσόντα, πολύ καλές σπουδές, με μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα, εργάζονται με μισθούς πείνας στον ιδιωτικό τομέα ή σε πανεπιστήμια, νοσοκομεία και αλλού, πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό κι άλλοι σκέπτονται να τους ακολουθήσουν. Απ’ την άλλη, εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας σε κατασκευές, τουρισμό, αγροτική παραγωγή ή/και σύγχρονες υπηρεσίες, μένουν κενές περιμένοντας μετανάστες από φτωχότερες χώρες. Ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι η οικονομία μας έχει θεμέλιο τη φτηνή μισθωτή εργασία. Κι αυτό, δεν μας πάει μακριά…
Η φτηνή εργασία μπορεί να διευρύνει τα περιθώρια κέρδους κι έτσι να προσελκύει ξένες επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου -γράφει σε σχετική μελέτη ο Θεόδωρος Ράπανος, ερευνητής οικονομολόγος της Eurobank -αλλά οδηγεί στην έξοδο από τη χώρα μισθωτών υψηλών δεξιοτήτων, αποτρέπει την καινοτομία, παρεμποδίζει την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, προσελκύει κεφάλαια με βραχυπρόθεσμο και ευκαιριακό χαρακτήρα και ωθεί την ελληνική οικονομία στην κατηγορία των οικονομιών με χαμηλή παραγωγικότητα.
Φτηνή εργασία
Ποιο είναι ένα βασικό κριτήριο επιτυχίας μιας οικονομίας; Το ερώτημα θέτει με ανάλυσή του ο αρθρογράφος της “Καθημερινής” και επικεφαλής του KREPORT Κώστας Καλλίτσης. Και επιχειρεί μία προσέγγιση:
Αν δημιουργεί αρκετές καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, που να καθιστούν προσιτό ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο. Η ελληνική οικονομία δεν δημιουργεί παρά λίγες. Η μια πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι δεκάδες χιλιάδες καταρτισμένοι άνθρωποι 30-40 ετών, με υψηλά προσόντα, πολύ καλές σπουδές, μεταπτυχιακά/διδακτορικά διπλώματα, εργάζονται με μισθούς πείνας στον ιδιωτικό τομέα, σε πανεπιστήμια, νοσοκομεία και αλλού. Η άλλη πλευρά, είναι ότι εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις (όχι μόνο ανειδίκευτης αλλά κι ειδικευμένης) εργασίας σε κλάδους όπως κατασκευές, τουρισμός, αγροτική παραγωγή ή/και σύγχρονες υπηρεσίες, δεν βρίσκουν μισθωτούς και απομένουν να προσβλέπουν σε μετανάστες από φτωχότερες χώρες.
Οι 500.000 νέοι του brain drain ήταν λίγοι. Αν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης λειτουργούσαν ανεμπόδιστα από γεωγραφικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, θα είχαν φύγει περισσότεροι. Θα φύγουν περισσότεροι. Γιατί στην Ελλάδα το οικονομικό μοντέλο που υποστηρίζεται από ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και μακροημερεύει ακόμη σήμερα, είναι το μοντέλο της φτηνής μισθωτής εργασίας. Φτηνή εργασία και πολύ μικρές επιχειρήσεις (που κατά κανόνα ευημερούν εισφορο- φοροδιαφεύγοντας) είναι οι δαγκάνες που πάνω τους ματώνουν η γνώση και η καινοτομία, παρεμποδίζεται η ανάπτυξη της παραγωγικότητας (ουραγοί στην Ευρώπη…) και διαβρώνεται η ανταγωνιστικότητα -που καταλήγει να βελτιώνεται κυρίως στο μέτρο που μειώνεται η πραγματική αμοιβή της μισθωτής εργασίας.
Η φτηνή εργασία είναι στη βάση της ελληνικής οικονομίας. Η αδύναμη παραγωγική βάση της αποτρέπει να δοθούν δίκαιες αμοιβές στη μισθωτή εργασία, γιατί, αν δοθούν, θα τιναχτεί στον αέρα το σαθρό της οικοδόμημα, θα καταρρεύσει ένα μεγάλο κομμάτι της που είναι βιώσιμο μόνο με υποτιμημένη μισθωτή εργασία. Από αυτήν την κατάσταση, επωφελούνται δευτερευόντως επιχειρήσεις που έχουν την ευχέρεια να δώσουν υψηλότερες αμοιβές αλλά δεν το κάνουν και μετατρέπουν σε υπερκέρδος το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Τη φτηνή εργασία, άλλωστε, εκμεταλλεύονται και οι περισσότερες ξένες εταιρείες που έρχονται, παράγουν υπηρεσίες εδώ και τις εξάγουν, αφήνοντας σχεδόν ανεπηρέαστη την καθ’ ημάς κατάσταση. Η διαδικασία μετασχηματισμού του οικονομικού μοντέλου είναι εξαιρετικά βραδεία.
Θα μπορούσε να επιταχυνθεί αν υπήρχε διάθεση -πχ, να αξιοποιηθούν προς τούτο τα ευρωπαϊκά κεφάλαια ΤΑΑ και ΕΣΠΑ. Αλλά, δεν υπήρξε τέτοια διάθεση. Αντιθέτως, βραχυπρόθεσμα η φτηνή εργασία γίνεται φτηνότερη εξαιτίας της ακρίβειας. Με τον πληθωρισμό κερδών, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν 0,2% ενώ τα πραγματικά κέρδη αυξήθηκαν 5,9% πέρυσι, εδώ, ίδια η τάση και φέτος -σύμφωνα με έρευνα της Alco για λογαριασμό της ΓΣΕΕ, εδώ, μόνο 1 στους 3 πήρε αύξηση μισθού ενώ οι τιμές ειδών πρώτης ανάγκης τρέχουν πολύ ταχύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εδώ. Αυτήν την κατάσταση διασκεδάζουν τα δισ. ευρώ που μοιράστηκαν/μοιράζονται με τη μορφή επιδομάτων. Η φτηνή εργασία επιδοτείται από τους (κυρίως έμμεσους) φόρους που πληρώνει. Καθώς αυτή η ευχέρεια περιορίζεται, απομένει η φτηνή μισθωτή εργασία σκέτη. Ίσως και λίγο θυμωμένη.
Η έρευνα της EUROBANK
Ισχυρό το αποτύπωμα της κρίσης χρέους στις αμοιβές των εργαζoμένων στην Ελ-
λάδα Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα βίωσε μια περίοδο αλματώδους οικονομικής μεγέθυνσης η οποία όμως, όπως αποδείχθηκε με αφορμή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε σαθρά θεμέλια(υψηλά ελλείμματα στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό ισοζύγιο, υψηλός δανεισμός, μειωμένη ανταγωνιστικότητα) και ήταν μη βιώσιμη. Έκτοτε, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με αλλεπάλληλες κρίσεις (ελληνική κρίση χρέους, πανδημία COVID-19, ενεργειακή κρίση) οι οποίες δημιουργούν εμπόδια και προκλήσεις στην επιστροφή της σε ένα μονοπάτι ισόρροπης μεγέθυνσης.
Στο παρόν τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία αναλύουμε την επίπτωση των κρίσεων αυτών
στις αμοιβές των εργαζομένων στη χώρα μας, τόσο διαχρονικά όσο και σε σχέση με τις αντίστοιχες
των εταίρων μας στην Ευρωζώνη και παρέχουμε προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη σύγκλισης των
πραγματικών μισθών.
Για το υπολογισμό των στοιχείων για τους μισθούς στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε τα αναθεωρημένα
στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, όπως κοινοποιήθηκαν στη Eurostat (από την όποια αντλούμε
τα στοιχεία και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 18
Οκτωβρίου 2023.
- Το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός2 ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε
στα €16,0 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το
προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίσηχρέους
Στο παρόν δελτίο, χάριν συνοπτικότητας, ο όρος «μισθός» χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια και περιλαμβάνει κάθε φύσης αμοιβές, χρηματικές ή σε είδος, για την παροχή εξαρτημένης εργασίας, μετά την αφαίρεση των εισφορών και φόρων του εργοδότη. Παραδείγματα αποτελούν οι αποδοχές για μισθωτή εργασία στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (μισθοί, ωρομίσθια, ημερομίσθια, λοιπές παροχές), τα μπόνους, οι αμοιβές για συμμετοχή σε συμβούλια, κλπ. Αντίστοιχα, ίσως με κάποια κατάχρηση, ο όρος «εργαζόμενοι» αναφέρεται στους ως άνωαπασχολούμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας και όχι στο σύνολο της απασχόλησης, η οποία περιλαμβάνει επιπλέον τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα €32,3 χιλ. Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (ΕΖ-20), όπου ό μέσος μισθός ήταν στα €35,2χιλ., η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση.
Η σύγκριση ονομαστικών μισθών τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών μπορεί να
είναι παραπλανητική. Για να έχει νόημα μια τέτοια άσκηση, θα πρέπει ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του
επιπέδου των τιμών στην πρώτη περίπτωση και οι διαφορές στο κόστος διαβίωσης στη δεύτερη.
Προσαρμόζοντας τη διαχρονική εξέλιξη του μέσου ονομαστικού μισθού στην Ελλάδα στις μεταβο-
λές του μέσου σταθμισμένου επιπέδου των τιμών, όπως προσεγγίζεται βάσει του Εναρμονισμένου
Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) της ΕΛΣΤΑΤ, τα συμπεράσματά μας δεν μεταβάλλονται σημα-
ντικά. Αντιθέτως, όπως απεικονίζεται στο Σχήμα 1(β), καθίσταται ακόμα πιο έκδηλη η συρρίκνωση
της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους, κατά τα οποία ο
πληθωρισμός παρέμενε θετικός παρά την πτώση των εισοδημάτων. Η μετά-κρίσης ανάκαμψη των
πραγματικών μισθών κορυφώθηκε το 2021 (στο 68,4% του επιπέδου του 2009) και αντιστράφηκε
το 2022 με την πτώση των πραγματικών μισθών κατά 5,1% λόγω του υψηλού ρυθμού αύξησης του
επιπέδου των τιμών (ΕνΔΤΚ:+9,3%).4 Το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο μέσος πραγματικός μισθός ήταν
αυξημένος κατά 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022 (+6,6% σε ονοματικούς όρους).
Οι μέσες τιμές που αναφέρονται επηρεάζονται αναλογικά περισσότερο από αυτές των μεγάλων οικονομιών υψηλού εισοδήματος, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Οι αντίστοιχες διάμεσες τιμές, οι οποίες εν δυνάμει επηρεάζονται εξίσου απ’ όλες τις χώρες, ήταν €27,7 χιλ. για την ΕΕ-27 και €28,6 χιλ. για την ΕΖ-20 το 2022. Ο ΟΟΣΑ, χρησιμοποιώντας διαφορετική μεθοδολογία, υπολογίζει την πτώση των πραγματικών μισθών στηνΕλλάδα το 2022 στο 7,4%
Αντιθέτως, σε σχέση με το μέσο επίπεδο του 2022 ο πραγματικός μέσος μισθός το 1ο εξάμηνο του 2023 ήτανμειωμένος κατά 3% (αμετάβλητος σε ονομαστικούς όρους). Αυτό είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην εποχικότητα, καθώς το μερίδιο του ελληνικού ετήσιου ΑΕΠ που καταγράφεται το 2ο εξάμηνο είναι κατά περίπου 8%–9% μεγαλύτερο από αντίστοιχο του 1ου εξαμήνου.
Η αγοραστική δύναμη
Παρατηρούμε ότι το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρι-
σκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της ΕΖ-20 και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009,
έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί
απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε
ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και
από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλά-
δας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην ΕΖ-20 και ήταν η χαμηλότερη στο
μπλοκ. Καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της αμοιβής κάθε συντελεστή παραγωγής –εν προκειμένω, των πραγματικών μισθών– σ’ ένα μονοπάτι ισόρροπης ανάπτυξης, δηλαδή στον πιο
μακροχρόνιο ορίζοντα είναι, ή θα έπρεπε να είναι, η παραγωγικότητα του συντελεστή αυτού –εν
προκειμένω, της εργασίας. Αν και η αύξηση των πραγματικών μισθών έπεται της αύξησης της παρα-
γωγικότητας της εργασίας, τυχόν μακροχρόνια υστέρηση του ρυθμού αύξησης των πρώτων από το
ρυθμό αύξησης της δεύτερής συνιστά ένδειξη προβλημάτων στη δομή και τη λειτουργία της αγοράς
εργασίας (π.χ. αναποτελεσματική διάρθρωση, στρεβλή ρύθμιση, υψηλό μη-μισθολογικό κόστος) και
των αγορών αγαθών και προϊόντων (π.χ. ανεπαρκής λειτουργία του ανταγωνισμού). Από την άλλη,
αυξήσεις στους μισθούς που υπερβαίνουν συστηματικά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργα-
σίας, οι οποίες συχνά είναι αποτέλεσμα εξωγενών παρεμβάσεων, παράγουν πληθωρισμό,
διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αποδεικνύονται μη διατηρήσιμες.
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 3, τόσο η παραγωγικότητα της εργασίας όσο και οι πραγματικοί μισθοί
σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες σημείωσαν αξιοσημείωτη άνοδο το πρώτο μισό της δεκαετίας τοΜε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η παραγωγικότητα υπέστη ισχυρό πλήγμα, συ-
μπαρασέρνοντας και τους πραγματικούς μισθούς. Ενώ όμως στην ΕΖ-20, ανέκαμψε σταδιακά
μετέπειτα χρόνια, με τους μισθούς να ακολουθούν, στην Ελλάδα που βρισκόταν στην περιδίνηση της
δεκαετούς κρίσης χρέους, με υποεπένδυση και έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλής παραγωγικότη-
τας, υπέστη κατάρρευση: το 2019 η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά απασχολούμενο ήταν χαμηλότερη κατά 18,3% σε σχέση με το 2009, ενώ στην ΕΖ-20 είχε αυξηθεί
κατά 7,9%. Μετά τo πλήγμα λόγω της πανδημίας COVID-19, η παραγωγικότητα στη χώρα μας ανέ-
καμψε, αλλά οι πραγματικοί μισθοί, ελέω της προαναφερθείσας (αναμενόμενης) υστέρησης αλλά
και της πληθωριστικής διαταραχής, δεν ακολούθησαν: η παραγωγικότητα της εργασίας το 2022 ή-
ταν αυξημένη κατά 2,6%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν μειωμένοι 1,8% σε σχέση με το 2019.
Παρόμοια ήταν και η εικόνα στην ΕΖ-20 (+0,6% και -2,5% αντίστοιχα).
Όπως είναι προφανές, το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών μισθών στην Ελλάδα, όπως και η αύ-
ξησή τους με ρυθμό μικρότερο από αυτόν των εταίρων μας με αντίστοιχα επίπεδα μισθών (όπως οι
χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμε-
νους. Συνεπάγονται όμως άμεσα οφέλη τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για την οικονομία εν γένει:
μειώνουν το σχετικό μοναδιαίο κόστος της εργασίας στη χώρα μας, ενισχύουν την ανταγωνιστικό-
τητα της οικονομίας μας, δίνοντας ώθηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και καθιστούν την
Ελλάδα έναν συγκριτικά πιο ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου. Μεσο-
πρόθεσμα όμως οι αρνητικές συνέπειες μπορεί να υπερβαίνουν τις θετικές: οδηγούν στην έξοδο
εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων αποτρέποντας την καινοτομία και καθυστερώντας την εν-
σωμάτωση νέων τεχνολογιών και μεθόδων στην παραγωγική διαδικασία, στρέφουν την οικονομία
στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας, προσελκύουν κεφάλαια με
βραχύτερο επενδυτικό ορίζοντα και πιο ευκαιριακό χαρακτήρα και ωθούν σταδιακά την οικονομία
μας εγγύτερα στην κατηγορία των «οικονομιών χαμηλής παραγωγικότητας/χαμηλού κόστους», στην
Συμπεριλαμβάνει και ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Ενδεικτικοί ρυθμοί αύξησης των ονομαστικών μισθών σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα (2022 έναντι 2019):
Βουλγαρία 36,9%, Κροατία 18,5%, Ρουμανία 13,1%, Πορτογαλία 12,3%, Ισπανία 10,0%, Ιταλία 7,1%, Μάλτα 6,7%, Ελλάδα 6,6%, Κύπρος 4,8%.
Μακροπρόθεσμα, η οικονομία εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών αμoιβών και χαμηλού επιπέδου διαβίωσης και καθίσταται πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου αλλά και σε εξωτερικές διαταραχές, αναφέρει η μελέτη της EUROBANK.
Ενδεικτική είναι εξάλλου η παρατήρηση ότι οι μισθοί στην Ελλάδα αποτελούσαν μόλις το 27% του
ΑΕΠ το 2022 (Σχήμα 4), το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στην ΕΕ-27 και την ΕΖ-20 μετά από αυτό της
Ιρλανδίας (μιας οικονομίας με πολύ ιδιαίτερη δομή λόγω της έντονης παρουσίας πολυεθνικών καιυπεράκτιων εταιριών των οποίων οι μητρικές εταιρίες εδρεύουν εκτός της χώρας). Αντίθετα, το ει-
σόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ελεύθερων επαγγελμάτων αποτελούσε το 52,2% του ΑΕΠ, έχοντας αναλογικά την τρίτη μεγαλύτερη συμμετοχή μεταξύ των χω-
ρών της ΕΕ-27 (37,2%) και τη δεύτερη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της ΕΖ-20 (37,4%).
Μια αναδρομή στα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύει ότι, σε αντίθεση με την εξέλιξη του απόλυτου
επιπέδου των μισθών, η αναλογία τους προς το ΑΕΠ βρισκόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα στην
Ελλάδα τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια και δη ακόμα χαμηλότερα από το τρέχον πριν τα μέσα
της δεκαετίας του 2000. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί εν μέρει από τη διάρθρωση της απασχόλησης
στη χώρα μας, με τους αυτοαπασχολούμενους και τους ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων να απο-
τελούν παραδοσιακά πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής απασχόλησης σε σχέση με άλλες
χώρες (27,6% το 2022, το υψηλότερο στην ΕΖ-20 και την ΕΕ-27 όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν
περίπου 14%). Ακόμα όμως και αν ο δείκτης των εργαζόμενων με εξαρτημένη σχέση εργασίας ως
ποσοστό της απασχόλησης στην Ελλάδα (στο 72,6% το 2022) αυξανόταν σε επίπεδο αντίστοιχο με
αυτά της ΕΕ-27 και της ΕΖ-20 (~86%), η συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ δεν θα ξεπερνούσε
δηλαδή η μισή περίπου από την παρούσα απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-27/ΕΖ-20 θα παρέμενε.
Η παρατήρηση αυτή αποτελεί επομένως μια ισχυρή ένδειξη ότι το φαινόμενο αυτό είναι μάλλοναπόρροια βαθύτερων δομικών χαρακτηριστικών του ελληνικού οικονομικού μοντέλου και όχι επα-κόλουθο της κρίσης χρέους της περασμένης δεκαετίας, ούτε αποκλειστικά άμεση συνέπεια τηςδιάρθρωσης της απασχόλησης.
Διαπιστώνουμε συνεπώς ότι η αύξηση των πραγματικών μισθών έγκειται στην αύξηση της παραγω-
γικότητας και την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας,για τα οποία απαιτείται χρόνος και προσπάθεια. Οι ασκούντες τη δημοσιονομική πολιτική μπορούν όμως να λάβουν μέτρα και δράσεις έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν βραχυχρόνια κάποιες από τις συ-
νέπειες αυτών των αδυναμιών, όπως για παράδειγμα ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος, το οποίο, όπως έχουμε καταδείξει σε προηγούμενες αναλύσεις μας, μετακυλύει δυσα-
νάλογο φορολογικό βάρος στους μισθωτούς. Επιπλέον, η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων του εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξάνει αυτόματα το φορολογικό βάρος των ερ-
γαζόμενων –των οποίων το πραγματικό μικτό εισόδημα έχει ήδη υποστεί μείωση, όπως δείξαμε παραπάνω– καθώς σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, οι αυξήσεις στους μισθούς τείνουν να υ-
πολείπονται αυτών του επιπέδου των τιμών.
Μοναδική είναι και η ευκαιρία που παρουσιάζεται χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που έχουν κατανεμηθεί σε δράσεις όπως η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, ο εκσυγχρονισμός του αγροτικού τομέα και η λεγόμενή 4η βιομηχανική επανάσταση. Είναι πολύ σημαντικό αυτές οι δράσεις να υλοποιηθούν ουσιαστικά, με γνώμονα την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βάσεων για ανάπτυξη αυτών των τομέων και όχι απλώς διεκπεραιωτικά, με γνώμονα την απορρόφηση των πόρων αυτή καθαυτή και την τυπική επίτευξη των σχετικών οροσήμων και στόχων.
Μεσοπρόθεσμα, καθοριστικό ρόλο για την ενίσχυση των πραγματικών μισθών μπορεί να επιτελέσειη υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων σε τομείς υψηλής οικονομικής πολυπλοκότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σημαντικός καταλύτης για αυτό θα είναι ο εκσυγχρονισμός, η απλοποίηση και επιτάχυνση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, το οποίο –μαζί με τη γραφειοκρατία– αποτελεί
ίσως τη σημαντικότερη τροχοπέδη στην προσέλκυση ξένων (αλλά και την κινητοποίηση εγχώριων)
επενδυτικών κεφαλαίων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα στην Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρόλο που η ανεργία παραμένει σε διψήφια ποσοστά (11,2% κατά μέσο
όρο το πρώτο οχτάμηνο του 2023, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ), αναφέρεται
από επιχειρήσεις σημαντική και συστηματική δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού για ένα μεγάλο εύρος
Το ποσοστό αυτό (33%) αποτελεί ένα άνω όριο: Η απλή, αναλογική προσέγγιση μας υπερεκτιμά τη συμβολή τωναυτοαπασχολούμενων και ατομικών επιχειρήσεων στο ΑΕΠ καθώς λαμβάνει υπόψη και τη συμβολή των εταιριών (ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα), κατά βάση μεσαίων και μεγάλων.
- Η αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων βάσει του πληθωρισμού δεν απαιτεί μεταρρύθμιση του φορο-
λογικού συστήματος αυτού καθαυτού ̇ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αυτό γίνεται αυτόματα (π.χ. Σκανδιναβικές χώρες), ενώ ακόμα και χώρες στις οποίες κάτι τέτοιο δεν ισχύει αποφάσισαν λόγω συγκυρίας να αναπροσαρμόσουν τα κλιμάκια τους ή να εισαγάγουν ισοδύναμες προσωρινές φοροελαφρύνσεις (π.χ. Αυστρία, Γερμανία), ίδεκαι την σχετική ανάλυση του οργανισμού Tax Foundation Παράλληλα, πολλοί απόφοιτοι ΑΕΙ είναι άνεργοι ενώ –παρά τη μείωση του ρυθμούεξόδου εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού από τη χώρα– το καθαρό μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό.12 Εξίσου σημαντική είναι η ενίσχυση της διασύνδεσης της τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης με την εγχώρια αγορά εργασίας ̇ μια διαδικασία που ιδανικά πρέπει να είναι αμφίδρομη, με την υιοθέτηση και αξιοποίηση της αντίστοιχης τεχνογνωσίας από τις επιχειρήσεις όπουαυτό μπορεί να είναι αποδοτικό. Απώτερος σκοπός των παραπάνω πρέπει να είναι η στροφή της οικονομίας προς κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, όπως οι νέες τεχνολογίες, αλλά καιποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών κλάδων στους οποίους η χώραμας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως οι μεταφορές και ο εφοδιασμός (logistics), ο τουρισμός καιη αγροδιατροφή. - Δεδομένης της δομής του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη, η ενίσχυση αυτής
της διαδικασίας τόσο νομοθετικά όσο και σε επίπεδο πρωτοβουλιών και κινήτρων από κρατικούς
φορείς είναι απαραίτητη για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος.
Τέλος, μακροχρόνια, η διατήρηση των μισθών σε υψηλά επίπεδα επιβάλλει απρόσκοπτη συνέχιση
των μεταρρυθμίσεων, μακρόπνοο σχεδιασμό και συνεπή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, ταοποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων: οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης και ησύγκλιση των πραγματικών εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής με αυτό της ευρωζώνης θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.