Η μπαλάντα της αποχώρησης/ Φεύγουν, αλλά πού πάνε;
Η αποχώρηση εκατοντάδων στελεχών ανά την Ελλάδα και των βουλευτών που στοιχίζονται δίπλα στην Έφη Αχτσιόγλου από τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ υλοποιείται συντεταγμένα, όπως έχει προεξοφληθεί εδώ και καιρό (τουλάχιστον από την τελευταία συνεδρίαση της Κ.Ε). Η ηγετική ομάδα περί τον Στέφανο Κασσελάκη θα μπορεί να κινηθεί πιά χωρίς τα εσωκομματικά “βαρίδια” -όπως τα αποκαλούν- και τα οποία κατά το αφήγημα της (νέας) Κουμουνδούρου παράγουν εσωστρέφεια και αμφισβήτηση και εμποδίζουν την δημοσκοπική άνοδο και την πολιτική άνθιση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όλα θα κριθούν προσεχώς…
Για τους αποχωρούντες, όμως, ανοίγεται ένας πολύ δύσκολος δρόμος. Ίσως δυσκολότερος από αυτόν που έχει να διανύσει με έναν διασπασμένο και διαλυμένο ΣΥΡΙΖΑ ο νέος πρόεδρός του.
Το πολιτικό αποτύπωμα δεν κρίνεται ούτε από το επεξηγηματικό κείμενο της αποχώρησης, ούτε από την (εκ πρώτης ανάγνωσης ορθή) διαπίστωση πως υπάρχει πολιτικό κενό στα αριστερά του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ το οποίο θα σπεύσουν να καλύψουν με την ίδρυση (σύντομα) νέου πολιτικού φορέα.
Θα ήταν ακόμα ένα λάθος να πιστεύει κανείς πως με την σύσταση νέου φορέα από την ομάδα Αχτσιόγλου και την Ομπρέλα θα εισρεύσουν στο νέο εγχείρημα πολλοί από τους 600.000 ψηφοφόρους που εγκατέλλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εθνικές εκλογές, ακόμα και το 44% των πολιτών που τον ψήφισαν και οι οποίοι, κατά την τελευταία μέτρηση της Prorata, θεωρούν αναγκαία την ίδρυση νέου κόμματος. Ακόμα και το ποσοστό μελών του ΣΥΡΙΖΑ που στήριξε την υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου στον β΄ γύρο της εσωκομματικής εκλογής (περίπου 45%) δεν σημαίνει πως θα την ακολουθήσει μετά την απόσχιση.
Το νέο εγχείρημα που θα ξεκινήσει ως κοινοβουλευτική ομάδα και θα μετατραπεί σε κόμμα που θα κατέλθει στις ευρωεκλογές πρέπει να πληροί αρκετές προϋποθέσεις ώστε να δικαιολογεί όντως την ύπαρξή του στο νέο πολιτικό τοπίο.
Πρώτον, πρέπει να εξηγηθεί με σαφήνεια γιατί αυτοί οι βουλευτές και τα στελέχη αποχωρούν από τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη. Γι’ αυτούς ίσως είναι (;) σαφές, για πολύ κόσμο, όμως, που είτε ψήφισε, είτε όχι, τον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν πολλά ερωτηματικά. Οι “προσωπικές απόψεις” Κασσελάκη στον ΣΕΒ, ή ο ορισμός του Παύλου Πολάκη ως υπερσυντονιστή των τομεαρχών μπορεί να θεωρούνται επαρκείς λόγοι στο εσωτερικό του υπό διάλυση κόμματος, είναι, από την άλλη, εξαιρετικά αμφίβολο εάν τους κατανοούν απλοί απογοητευμένοι ψηφοφόροι που είδαν να γκρεμίζεται αυτό που οικοδόμησε ο Αλέξης Τσίπρας. Θα ήταν λάθος να πιστέψουν πως η μομφή στον μεσσιανισμό Κασσελάκη (όπως περιγράφει στο βιβλίο του ο Ξενοφών Κοντιάδης), ή η κατάλυση της λειτουργίας των οργάνων, μπορούν να θεωρούνται αφετηρία μετοίκησης.
Δεύτερον, πρέπει να παρουσιαστεί άμεσα ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο που να εξηγεί τι μπορούν να συνεισφέρουν εκείνοι και εκείνες στην πολιτική γεωγραφία που δεν μπορεί να το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη. Η προσωπική πικρία δεν αποτέλεσε ποτέ στέρεη βάση για την δημιουργία νέου πολιτικού φορέα και η σύγχρονη πολιτική ιστορία το έχει αποδείξει ακόμα κι αν αρχικά κάποια τέτοια εγχειρήματα παρουσίασαν δυναμική.
Τρίτον, ενεδρεύει ο κίνδυνος να χαρακτηριστούν μόνο “κόμμα διασπαστών” που θα ανταγωνίζεται τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη. Ο στόχος τους πρέπει να είναι η κυβέρνηση, να αποδείξουν, δηλαδή, πως μπορούν να ασκήσουν χρήσιμη αντιπολίτευση που, κατά την γνώμη τους, δεν μπορεί ή δεν θέλει να ασκήσει η (νέα) Κουμουνδούρου.
Τέταρτον, δεν πρέπει να υποτιμούν πως αυτά που ορισμένοι ειρωνεύονται σχετικά με την “αδιαμεσολάβητη σχέση” ή τον επικοινωνιακό οίστρο του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ συνιστούν ένα πολιτικά πτωχό μεν, υπαρκτό και διακριτό δε, αφήγημα Κασσελάκη που τραβάει τα βλέμματα και ίσως ελκύει ένα κοινό που κινείται στις παρυφές της πολιτικής, έχει απογοητευτεί από το παλαιό πολιτικό προσωπικό και θέλει να υπερβεί τις ιδεολογικές γραμμές με πραγματισμό που ενδεχομένως να τείνει και στον κυνισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη θα συρρικνωθεί έτι περαιτέρω από την δική τους αποχώρηση, θα παραμείνει, ωστόσο, στην αξιωματική αντιπολίτευση (εκτός απροόπτου) μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές και ως εκ τούτου θα εκκινεί από προνομιακότερη βάση απ΄ ότι το νέο κόμμα που θα ιδρύσουν.
Πέμπτον, ενώ ο Στέφανος Κασσελάκης έχει αποδείξει πως ξέρει να στήνει γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο, τα περισσότερα στελέχη από τους αποχωρούντες φημίζονται μεν ως τεχνοκράτες και πολιτικά επαρκέστατοι/τες, ελάχιστη, όμως, “γείωση” διαθέτουν. Είναι ικανοί/ές στο πολιτικό παιχνίδι κλειστών χώρων, μοιάζουν έξω από τα νερά τους, όμως, στο ανοιχτό κοινωνικό γήπεδο. Χρειάζονται επανατοποθέτηση ως προς αυτό και φρέσκο αίμα που δεν θα προέρχεται μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ που αφήνουν. Ίσως να αποκτήσουν πολιτικό πλεονέκτημα εάν επιχειρήσουν την δική τους (περιορισμένη) διεύρυνση ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με άλλους πολιτικούς χώρους ώστε να γίνουν μέρος μιας προσπάθειας σύστασης μιας κεντροαριστερής απάντησης στην ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πρέπει, όμως, να αποφασίσουν προς ποιά κατεύθυνση θα κοιτάξουν…
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να φεύγοντας να εξηγήσουν και που πάνε. Για να υπάρχει λόγος να τους ακολουθήσει κάποιος…