Γεώργιος Χάλκος: Κλιματική κρίση και επιχειρήσεις

 Γεώργιος Χάλκος: Κλιματική κρίση και επιχειρήσεις

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των επιχειρήσεων σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας. Με την περιβαλλοντική νομοθεσία να γίνεται ολοένα και αυστηρότερη για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν επιδίδονται σε προσπάθειες περιορισμού των επιζήμιων –για το φυσικό περιβάλλον– δραστηριοτήτων τους, βρίσκονται αντιμέτωπες με την πρόκληση να ενσωματώσουν τις βασικές αρχές της περιβαλλοντικής διαχείρισης ως σημαντική παράμετρο στο στρατηγικό σχεδιασμό τους.

Του Δρ  Γεώργιου Χάλκου

Καθηγητής Οικονομικής Φυσικών Πόρων του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Επισκέπτης Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Εξωτερικός Συνεργάτης στη Μονάδα Αειφόρου Ανάπτυξης στο ΕΚ ΑΘΗΝΑ

“Τέτοιες πρακτικές θεωρούνται υψίστης σημασίας και προϋποθέτουν από τις επιχειρήσεις την υιοθέτηση συγκεκριμένων στρατηγικών ανάπτυξης και λειτουργίας που θα οδηγήσουν στην παραγωγή νέων ποιοτικών αγαθών και θα βοηθήσουν να καθιερωθεί η επιχείρηση στην αγορά ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα, αλλά ταυτόχρονα ικανοποιώντας την περιβαλλοντική επίδοση της.

Η συμμόρφωση με τη νομοθεσία τοποθετείται στην κορυφή των υποχρεώσεων της διοίκησης των επιχειρήσεων. Οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων σχετικά με τα περιβαλλοντικά θέματα, κάτω από συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, μπορεί να οδηγήσουν στην εισαγωγή καινοτόμων προσεγγίσεων. Τέτοιες ενέργειες θα βοηθήσουν στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, πρώτων υλών και στην ελαχιστοποίηση των αποβλήτων, στην επίτευξη δηλαδή περιβαλλοντικών και επιχειρησιακών ωφελειών (στρατηγικές διπλού οφέλους).

Καθημερινά, διαπιστώνεται ότι οι μηχανισμοί που οδηγούν στη μείωση της περιβαλλοντικής ποιότητας είναι τόσο περίπλοκοι και αλληλένδετοι που κάνουν ανέφικτο τον προσδιορισμό της εφαρμογής μιας καθολικά αποτελεσματικής πολιτικής σε ένα κλάδο. Επί παραδείγματι, μια απότομη μεταστροφή των επενδυτών σε επιχειρήσεις με σωστή περιβαλλοντική πολιτική δεν είναι μόνο αποτέλεσμα ενός τυχαίου περιβαλλοντικού ατυχήματος, όπως του Exxon Valdez.

  • Δυνητικά οι συμμετέχοντες στις αγορές κεφαλαίου αντιδρούν πάραυτα στις περιβαλλοντικές ειδήσεις ενός σημαντικού ατυχήματος ή μιας βελτίωσης της περιβαλλοντικής ποιότητας, αγνοώντας αν αυτό εμπεριέχει ή όχι και σε ποιο βαθμό κάποιο περιβαλλοντικό κίνδυνο για τη φύση ή τη δημόσια υγεία. Τέτοια φαινόμενα δεν αποδεικνύουν αμετάκλητα ότι η βιωσιμότητα θα αυξήσει τελικά την αξία των αποδόσεων, αλλά απλά σημαίνει ότι οι αγορές κεφαλαίου λαμβάνουν υπόψη την πληροφόρηση σχετικά με τις μελλοντικές περιβαλλοντικές δαπάνες.

Τρία κριτήρια που δίνουν μία βαρύτητα στην «εικόνα» της επιχείρησης είναι οι ενέργειες για το περιβάλλον, η στάση προς την κοινωνία και η εταιρική διακυβέρνηση που υιοθετεί. Αυτό είναι το τρίπτυχο της περιβαλλοντικής και κοινωνικής διακυβέρνησης (Environment Social Governance, ESG) η οποία εκτός των οικονομικών στοιχείων συμπεριλαμβάνει περιβαλλοντικές και κοινωνικές διαστάσεις στη διακυβέρνηση. Θα ήταν θεμιτό οι επενδύσεις να πραγματοποιούνται σε αρμονία με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EU Green Deal), δηλαδή μια σειρά πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την πράσινη μετάβαση για κλιματική ουδετερότητα ως το 2050.

Προσοχή δίνεται στη συμμόρφωση των επενδύσεων με τις αρχές της εταιρείας και του νομοθετικού πλαισίου. Επιπρόσθετα, είναι καίριας σημασίας για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης τόσο η αποσόβηση νομικών και χρηματοοικονομικών κινδύνων, όσο και η βελτίωση της απόδοσης και η συμπερίληψη προτάσεων και ιδεών των ενδιαφερομένων μερών (πελάτες, προμηθευτές, κ.ά.). Η περιβαλλοντική διάσταση του ESG περιέχει στοιχεία μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), λελογισμένη χρήση του νερού, ενώ καλύπτει, παράλληλα, θέματα μείωσης της δημιουργίας αποβλήτων σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής ενός προϊόντος.

  • Μία επιτακτική ανάγκη των αγορών έγκειται στους κλιματικούς κινδύνους και στους τρόπους αντιμετώπισής τους. Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί οικονομικούς κινδύνους οι οποίοι επηρεάζουν την οικονομία μέσω των φυσικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των μεταβατικών αλλαγών σε μια καθαρότερη  οικονομία μηδενικών εκπομπών.

Σχετικά με τους φυσικούς κινδύνους θα ήταν ενδιαφέρον να αναλυθούν ατμοσφαιρικά δεδομένα σχετικά με τη θερμοκρασία, τη βροχόπτωση, τη ξηρασία, τις πυρκαγιές, τις παράκτιες και ποτάμιες πλημμύρες, τους κυκλώνες, κ.ά. Εκτός των έντονων φυσικών κινδύνων υπάρχουν και οι μακροχρόνιοι, όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας ή της μέσης θερμοκρασίας.

Από την άλλη πλευρά, η υποδειγματοποίηση των κινδύνων μετάβασης που σχετίζονται με μια παγκόσμια μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών (ή μηδενικών) εκπομπών άνθρακα αναφέρεται στις πολιτικές και κανονισμούς τιμολόγησης του άνθρακα μέσω οικονομικών εργαλείων περιβαλλοντικής πολιτικής όπως φόροι άνθρακα ή εμπορία εκπομπών. Οι μεταβατικοί κίνδυνοι περιέχουν νομικές και πολιτικές προεκτάσεις, όπως κόστη συμμόρφωσης, περιορισμοί στην ένταση άνθρακα ακόμη και υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων. Παράλληλα, υπάρχουν και οι οικονομικοί κίνδυνοι μαζί με τους αγοραίους κινδύνους όπως θέματα βιωσιμότητας ορισμένων επιχειρησιακών μοντέλων. Επίσης, στους τεχνολογικούς κινδύνους ανήκουν θέματα όπως οι αναμενόμενες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και οι κίνδυνοι εάν τελικά είναι αποδοτικές ή μη. Υπάρχουν και οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη φήμη της επιχείρησης που οδηγούν σε μείωση των κερδών, συνήθως συνδυάζονται με τους νομικούς κινδύνους.

  • Παράλληλα οι ευκαιρίες βρίσκονται στην αποδοτική χρήση των πόρων (λ.χ. βελτιώσεις στις μεταφορές και τις υποδομές), η χρήση πηγών ενέργειας που δεν εκπέμπουν μεγάλες ποσότητες ΑτΘ. Έπειτα, τα νέα προϊόντα μπορούν, μέσω έρευνας και ανάπτυξης (research and development – R&D) να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες σε μία επιχείρηση, ενώ τούτες θα ευοδωθούν με τη συνύπαρξη ευκαιριών στην αγορά, όπως η εύρεση νέων αγορών ή η ικανότητα διαφοροποίησης των περιουσιακών στοιχείων.

Ταυτόχρονα, οι επενδυτές, αλλά και οι ρυθμιστικές αρχές αναζητούν από τις επιχειρήσεις να δημοσιεύουν πλήρεις εκθέσεις σχετικά με τους κινδύνους αλλά και τις ευκαιρίες που συνάδουν με την κλιματική αλλαγή, κοιτώντας τους τρόπους με τους οποίους τους διαχειρίζονται. Τούτη η ανάγκη καλύπτεται από τη διεθνή πρωτοβουλία που δημιουργήθηκε το 2017 από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Task Force on Climate-related Financial Disclosures (TCFD) βοηθώντας τις εταιρείες να γνωστοποιούν στο επενδυτικό κοινό τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους από την κλιματική κρίση στην ανάπτυξή τους. Το πλαίσιο της TFCD είναι δομημένο γύρω από τέσσερις διαστάσεις: τη διακυβέρνηση, τη στρατηγική, τη διαχείριση κινδύνων, και τις μετρήσεις και στόχους.

Η έκθεση ΤCFD δίνει βαρύτητα στην εταιρική διακυβέρνηση με τη διοίκηση να περιγράφει τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή στη λειτουργία, τη στρατηγική και το σχεδιασμό της επιχείρησης, αλλά και τον τρόπο τόσο εντοπισμού όσο και διαχείρισης. Ουσιαστικά θα κατέληγε κάποιος στο συμπέρασμα ότι το ΤCFD πέραν του ορισμού της σχέσης των επιχειρήσεων με τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής αποσκοπεί να καθοδηγήσει τους επενδυτές σε αγορά μετοχών μικρότερου κινδύνου και παράλληλα καλύτερης περιβαλλοντικής επίδοσης”.

Σχετικά Άρθρα