Η Μπετίνα Ντάβου στο libre: Οι πολίτες, η “μεθοδευμένη ανημποριά” και η “α – πολιτική”

 Η Μπετίνα Ντάβου στο libre: Οι πολίτες, η “μεθοδευμένη ανημποριά” και η “α – πολιτική”

Η Μπετίνα Ντάβου διδάσκει ψυχολογία στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε εφαρμοσμένη ψυχολογία,  έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην εκπαιδευτική ψυχολογία και διδακτορικό στη γνωστική ψυχολογία ενώ έχει επίσης ψυχοδυναμική κλινική εκπαίδευση στην ψυχοθεραπευτική παιδαγωγική. Οι γνώσεις της και ο τρόπος σκέψης της έχει αποτυπωθεί στα βιβλία που έχει γράψει τόσο στα ζητήματα του επιστημονικού της πεδίου όσο και στην πεζογραφία.

Η συνέντευξη της κ. Ντάβου που ακολουθεί αντλεί αφορμές από την επικαιρότητα και τους πρωταγωνιστές της, ενώ αναλύει την πολιτική, που εστιάζει στην εικόνα και όχι στην ιδεολογία και το πολιτικό περιεχόμενο, αλλά και στον τρόπο και το χρόνο που αντιδρούν οι πολίτες όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τον φόβο και την καταστροφή.

  • Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια ερώτηση με αφορμή τις εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη αρχηγού. Κάποιοι μίλησαν για «μεταπολιτική». Περιγράφοντας ως «μεταπολιτική» την εστίαση στην εικόνα και όχι στην ιδεολογία και το «πολιτικό περιεχόμενο». Ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα στις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κομματική και κατ’ επέκταση πολιτική πραγματικότητα;

Ο όρος «μεταπολιτική» έχει χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, πέρα από την επιστημολογική του σημασία, που αφορά σε γενικές γραμμές το πώς σκεφτόμαστε για την πολιτική πραγματικότητα και τις πράξεις μας, αφορά δηλαδή, το στοχασμό περί της πολιτικής. Αναφορικά με την πρόσφατη χρήση του όρου «μεταπολιτική», η σημασία που του αποδίδεται παραπέμπει σε ακριβώς αντίθετες διαδικασίες. Δεν αφορά τον στοχασμό περί των πολιτικών ζητημάτων και προσώπων ή τον αναστοχασμό περί των πολιτικών επιλογών και πράξεων, αλλά αναφέρεται στη συγκίνηση και τα συναισθήματα που προκαλεί ένα πολιτικό ζήτημα μέσα από τον τρόπο που προβάλλεται ή ένα πολιτικό πρόσωπο μέσα από τη δημόσια εικόνα του, πριν καν σκεφτούμε γι’ αυτά.

Όμως το πρόβλημα αυτό δεν είναι καινούριο. Εδώ και πολλές δεκαετίες η πολιτική βασίζεται στην κατασκευή της εικόνας του πολιτικού προσώπου, έτσι ώστε να συγκινεί το κοινό στο οποίο στοχεύει και στην ανάδειξη των πολιτικών θεμάτων στη βάση των συναισθημάτων που προκαλούν στους πολίτες. Και αυτός ο προσανατολισμός πολιτικής και πολιτικών προς τη διέγερση των συναισθημάτων των πολιτών και όχι προς τις ιδέες, τις αξίες, τις ιδεολογίες -και ό,τι γενικώς κινητοποιεί τη σκέψη τους- βασίζεται σε έρευνες που ακολουθούν την ίδια μέθοδο και τις ίδιες τεχνικές που ακολουθούν οι έρευνες που αφορούν την εμπορική διαφήμιση και έχουν ως στόχο την προέλκυση του κοινού. Γιατί εδώ και πολλές δεκαετίες έχει αποδειχτεί από τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ότι τα συναισθήματα θέτουν τη βάση επί της οποίας εξελίσσεται η σκέψη μας και λαμβάνονται οι αποφάσεις μας.

Συνεπώς, η εστίαση στην εικόνα και όχι στην ιδεολογία και το πολιτικό περιεχόμενο εντείνεται εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς οι πολίτες να το έχουν αντιληφθεί, ανεξάρτητα από το αν η λέξη «μεταπολιτική» αναδείχθηκε και χρησιμοποιήθηκε ευρέως με αφορμή τις εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη αρχηγού. Στη βάση όμως των παραπάνω, δεν θα ονόμαζα αυτή τη νέα κομματική και κατ’ επέκταση πολιτική πραγματικότητα «μεταπολιτική». Θα της ταίριαζε μάλλον καλύτερα ο χαρακτηρισμός «α-πολιτική», αν όχι «εμπορική» ή καλύτερα, «αγοραία».

  • Εκτός από την πολιτική που σχετίζεται με ιδεολογίες που πολλές φορές διαψεύδονται, υπάρχει και η πραγματικότητα. Που πολλοί άνθρωποι τη βιώνουν υπό τραγικές συνθήκες. Όπως συνέβη στη Θεσσαλία, όπου κάποιοι έχασαν τις περιουσίες τους. Μπορεί ένας άνθρωπος απέναντι σ’ αυτή την καταστροφή να σκεφτεί με ψυχραιμία, να μην αντιδράσει σ’ ένα κράτος που σε μεγάλο βαθμό είναι απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει φυσικά φαινόμενα;

Οι φυσικές καταστροφές και οι ανθρωπιστικές κρίσεις γεννούν πολλά και πολύ έντονα συναισθήματα που στον πυρήνα τους βρίσκεται η απειλή και ο φόβος. Όμως από τη στιγμή που γεννιέται ένα δυνατό συναίσθημα έως τη στιγμή που ο άνθρωπος ενεργεί, μεσολαβούν πολλές και σύνθετες ψυχικές διεργασίες που καθορίζουν και το χρόνο αντίδρασης στο συμβάν και το είδος της ενέργειας. Και επιπλέον αυτές οι ψυχικές διεργασίες που μεσολαβούν, όπως και οι πράξεις στις οποίες οδηγούν, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό πλαίσιο.

Δεν τίθεται, λοιπόν, θέμα ψύχραιμης σκέψης όταν ένα συμβάν αποδιοργανώνει την συνοχή της καθημερινότητας και την ίδια την επιβίωση. Η απειλή και ο φόβος διαρκούν μεγάλα διαστήματα μετά το αρχικό συμβάν και επηρεάζουν και τη σκέψη και τις πράξεις των πολιτών. Για να απαντήσω ευθέως και με απλά λόγια στην ερώτησή σας, θα πω «ναι, μπορεί να μην αντιδράσει», γιατί έχει μουδιάσει και αδρανοποιηθεί από τον πόνο που του επέφερε η καταστροφή και μολονότι συνεχίζει να ζει, η σκέψη του είναι ακινητοποιημένη, καθηλωμένη στο συμβάν. Αλλά μπορεί και να αντιδράσει άμεσα, εν θερμώ, καταστροφικά και εκδικητικά, εάν νιώσει ότι κάποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό που του συνέβη.

Μόνον μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και από κοινότητα σε κοινότητα, και ανάλογα με το συμβάν, επανέρχεται σταδιακά η κριτική νοητική λειτουργία. Τότε, οι πολίτες μπορούν να σκεφτούν με περισσότερη διαύγεια γι’ αυτό που τους έχει συμβεί, για το ποιος έχει τις ευθύνες και πώς μπορούν οι ίδιοι να πράξουν. Αλλά η σκέψη τους λειτουργεί στον απόηχο του φόβου. Και όπως δείχνουν οι έρευνες, ο φόβος στρέφει τους ανθρώπους σε ακραία συντηρητικές αποφάσεις, ενέργειες και πολιτικές επιλογές.

  • Από την άλλη η καθημερινή βία στην κοινωνία, με τι μπορεί να σχετίζεται; Γιατί ένας άνθρωπος να πάρει ένα όπλο ξαφνικά και να σκοτώσει έναν συμπολίτη του, ένας άνδρας να σκοτώσει τη σύζυγό του γιατί όπως έχει εκμυστηρευτεί την «υπεραγαπά»; Δεν κρύβουν ένα μυστικό  αυτές οι συμπεριφορές; Μιας κοινωνίας που ασθενεί; Που δεν είναι «υγιής»;

Η καθημερινή βία στην κοινωνία έχει πράγματι αυξηθεί, αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε με ακρίβεια αυτή την αύξηση, γιατί παλαιότερα τα περιστατικά δεν γίνονται γνωστά όσο σήμερα με την εξάπλωση των μέσων ενημέρωσης σε παγκόσμια κλίμακα. Η αύξηση της βίας σχετίζεται με πολλές κοινωνικές και ψυχολογικές παραμέτρους που αλληλεπιδρούν. Πρωτίστως με την κακουχία και τη ματαίωση που βιώνουν οι πολίτες εξ’ αιτίας απανωτών κρίσεων (π.χ. οικονομική, πανδημία και αμέσως μετά αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές). Όμως και η έκθεση των πολιτών όλων των ηλικιών σε όλο και περισσότερες εικόνες βίας από τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης συμβάλει στην απευαισθητοποίηση στη βία. Συμβάλει επίσης και η έλλειψη ενημέρωσης και ευαισθητοποιησης των πολιτών, ώστε να αναγνωρίζουν την επιθετικότητα και την επερχόμενη πράξη βίας εγκαίρως, όπως και η απουσία δομών, όπου οι οικείοι των ανθρώπων που εντέλει βιαιοπραγούν να μπορούν να απευθυνθούν, με τις πρώτες ενδείξεις ότι κάτι συμβαίνει στον άνθρωπό τους. Ο άνδρας που σηκώνει όπλο για να σκοτώσει συμπολίτη του ή την γυναίκα που έχει δηλώσει ότι υπεραγαπά, έχει προηγουμένως δώσει ενδείξεις βιαιότητας στο περιβάλλον του και το περιστατικό θα μπορούσε να έχει προληφθεί, εάν το περιβάλλον το δράστη ή και το ίδιο το θύμα ήταν ευαισθητοποιημένο και γνώριζε πώς και από ποιον να ζητήσει εγκαίρως βοήθεια.

Όμως η αύξηση της βίας δεν είναι η μόνη ένδειξη ότι η κοινωνία νοσεί. Οι ενδείξεις είναι πολλές ακόμη. Είναι η αύξηση της αποξένωσης και της μοναξιάς των ανθρώπων που, σημειωτέον, συμβάλει στην αύξηση των ασθενειών και των πρώιμων θανάτων, η όλο και μεγαλύτερη επικέντρωση στην κατανάλωση εικόνων και αντικειμένων που αφήνει μια μόνη αίσθηση έλλειψης (γιατί ό,τι καταναλώνεται τελειώνει και η «τρύπα» δεν γεμίζει ποτέ), η αύξηση του ναρκισσισμού που βάλει τις σχέσεις των ανθρώπων, η τεράστια διακίνηση εικόνων που συγκινούν και εντέλει εξουθενώνουν και αποδυναμώνουν την κριτική σκέψη και τον στοχασμό, η μόνιμη αίσθηση απειλής που οδηγεί στο συντηρητισμό και στρέφει τους ανθρώπους ενάντια σε ό,τι τους φαίνεται διαφορετικό και ανοίκειο.

  • Κυριαρχεί το μίσος, το αντικοινωνικό μένος και η ατιμωρησία;

Δεν μπορούμε να πούμε τι κυριαρχεί, γιατί δεν μπορούμε να το μετρήσουμε αντικειμενικά. Για το μίσος και το αντικοινωνικό μένος, δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι κυριαρχούν. Ίσως ακούγονται ή προβάλλονται περισσότερο και πιο συστηματικά. Σίγουρα κυριαρχούν οι νόμοι της αγοράς που υποχρεώνουν τους ανθρώπους να γίνονται πιο ανταγωνιστικοί για να επιβιώσουν, αλλά υπάρχουν ακόμη πολλά παραδείγματα αλληλεγγύης και φροντίδας που ίσως προβάλλονται λιγότερο, μόνον σποραδικά και περιστασιακά. Τα είδαμε, όμως, στις πρόσφατες περιπτώσεις των πυρκαγιών και των πλημμυρών, μέσα από τη συμβολή των αμέτρητων εθελοντών. Υπάρχουν επίσης, πολλά παραδείγματα κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης των πολιτών σε ζητήματα μικρότερης κλίμακας, τα οποία αισθάνονται ότι μπορούν να ελέγξουν καλύτερα και όπου μπορούν να δουν τα αποτελέσματα της δράσης τους. Όπως της κίνησης για τις ελεύθερες παραλίες που ξεκίνησε από ένα νησί το φετινό καλοκαίρι και εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, διαμορφώνοντας ένα δραστήριο κίνημα της κοινωνίας πολιτών ενάντια στην καταπάτηση του δημόσιου χώρου.

Για την ατιμωρησία, προτιμώ να πω ότι στόχος της πολιτείας πριν από το να τιμωρεί είναι να σέβεται τους πολίτες, να καλλιεργεί κοινωνική συνείδηση, να τηρεί την κοινωνική δικαιοσύνη και να περιφρουρεί το δημόσιο συμφέρον. Εάν όλα αυτά τηρούνται, η ανάγκη για «τιμωρία» θα είναι μικρότερη.

  • Αν μπροστά μας έχουμε δυσκολίες και προβλήματα όπως αυτές που αντιμετωπίσαμε το καλοκαίρι που πέρασε, πως θα τα καταφέρει το κράτος; Έχει υπεύθυνο πολιτικό προσωπικό και πολίτες; Είναι η σε θέση η κοινωνία να αντιληφθεί τι συμβαίνει;

Αν μια κοινωνία νοσεί, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τι της συμβαίνει. Για να ανακάμψει όμως χρειάζεται να έχει τους απαραίτητους πόρους υλικούς και ψυχικούς και πάνω απ’ όλα, την ελπίδα ότι υπάρχουν τρόποι δράσης και ότι οι πράξεις φέρνουν αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό, πώς μπορούμε άραγε να ερμηνεύσουμε την πρόσφατη μεγάλη αποχή, ιδιαίτερα των νεότερων σε ηλικία πολιτών, από τις αυτοδιοικητικές εκλογές; Είναι επειδή δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει; Επειδή αδιαφορούν; Επειδή είναι πολιτικά απαθείς -όπως συχνά κατηγορούνται οι νεότεροι πολίτες από εμάς τους μεγαλύτερους;

Αρκετά χρόνια τώρα, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του κόσμου, οι έρευνες δείχνουν ότι αυτό που εκδηλώνεται ως αδιαφορία για τα κοινά δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Οφείλεται κυρίως στην ολοένα και αυξανόμενη αίσθηση ότι ό,τι κι αν πράξουν οι πολίτες δεν θα έχει κανένα αντίκτυπο στην καθημερινότητά τους, στο έλλειμα ελπίδας ότι κάτι θα αλλάξει και στην απουσία εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Αλλά οι πολίτες έχουν σταδιακά οδηγηθεί σε αυτή την κατάσταση της «μεθοδευμένης ανημποριάς», μέσα από όλες τις πρακτικές αυτού, που στην πρώτη σας ερώτηση ονομάσατε «παραπολιτική». Ειδικά οι νεότεροι, που δεν έχουν μνήμες της πολιτικής όπως οριζόταν στο παρελθόν στη βάση κριτικής σκέψης και ιδεολογίας. Και φυσικά, το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως εξελίσσεται, όχι μόνον στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, καταργώντας από το ωρολόγιο πρόγραμμα μαθήματα από τις επιστήμες του ανθρώπου και της κοινωνίας (όπως η κοινωνιολογία και τα μαθήματα τεχνών), ενισχύει την αίσθηση ανημποριάς, αφού δεν παρέχει την απαιτούμενη γνώση, που θα βοηθούσε τους πολίτες να σκεφτούν κριτικά για τα κοινωνικά ζητήματα και να δράσουν υπεύθυνα.

Για το αν έχουμε υπεύθυνο πολιτικό προσωπικό, προτιμώ να μην σχολιάσω. Καθένας είναι σε θέση, τουλάχιστον όσον αφορά τις πρόσφατες καταστροφές, να κρίνει εκ του αποτελέσματος.

Σχετικά Άρθρα