Δήμητρα Γαλάνη εκ βαθέων: Μουσική διαδρομή φωτός – Μια ζωή γεμάτη τέχνη

 Δήμητρα Γαλάνη εκ βαθέων: Μουσική διαδρομή φωτός – Μια ζωή γεμάτη τέχνη

Από μικρή ήξερε τον προορισμό της και με όπλο τα εφόδια του γειωμένου ρομαντισμού, αποφάσισε ότι η δημιουργία και μόνο θα έδινε σχήμα στις μεγάλες αναζητήσεις της. Η Δήμητρα Γαλάνη, η σπουδαία ερμηνεύτρια, υπάρχει ανάμεσά μας με τη σεμνότητα της άσβεστης μνήμης, των αξέχαστων συναντήσεων – της συνεχούς επαφής με την τέχνη και με ανθρώπους,  που ισορροπούν ανάμεσα στην γόνιμη σιωπή και την ενεργό δράση.

Η πρόσφατη συνεργασία της με τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο, έναν καλλιτέχνη της νεότερης γενιάς, μας χάρισε την «Είσοδο κινδύνου», ένα άλμπουμ με εννιά τραγούδια, μία μουσική πρόταση που δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία από δύο καλλιτέχνες που γνωρίζονται και συνεργάζονται από παλιά. 

  • Αν υπήρχαν, για μένα, μόνο τρεις λόγοι για να την θαυμάζω, θα έλεγα για την άχρονη συνύπαρξή της με τον Μάνο Λοΐζο, τον τρόπο που προφέρει τις λέξεις στη φράση του Κωνσταντίνου Βήτα «τα παιδιά μεγαλώνουν κι όλα δείχνουν ωραία», για τις ρίζες που ανακάλυψε, όταν πρωτοτραγούδησε το Πωγωνίσιο «Χαλασιά μου».

Στις 9 Οκτωβρίου, στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού, η Δήμητρα Γαλάνη θα εμφανιστεί με την Μάρθα Φριντζήλα, την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τον Φώτη Σιώτα «Σ’ ένα κύμα του Νότου», στη μέση ενός φθινόπωρου, που μπορεί, επιτέλους, να θεμελιώσει την ελπίδα.

Συνέντευξη

Κυρία Γαλάνη, ένας Γάλλος ποιητής έχει πει ότι «όλα έχουν παιχτεί προτού γίνουμε δώδεκα χρόνων». Εσείς, από μικρό παιδί, νιώθατε προορισμένη για τη μουσική. Σίγουρα, μερίδιο ευθύνης σε αυτή τη συνειδητοποίηση είχε το περιβάλλον. Τι θυμάστε να ορίζει κυρίως αυτό το περιβάλλον;

Συμφωνώ κι επαυξάνω ότι όλα έχουν παιχτεί από την ώρα που ο αληθινός έρωτας και η αγάπη ενώνει δύo ανθρώπους. Είχα την τύχη να έχω τέτοιους γονείς. Δυο υπέροχους ανθρώπους, που ανάμεσα στην αγάπη, αλλά και τις αντιθέσεις τους, τη χαρά και γενικότερα στον τρόπο ζωής τους, φύτρωσα κι εγώ και μεγάλωσα σε ένα ιδανικό περιβάλλον γι᾽ αυτό που τελικά έγινα. Ή να το πω κι αλλιώς, γι᾽ αυτό που ήμουν προορισμένη να γίνω. Οι γονείς μου μού το επέτρεψαν και μού το καλλιέργησαν από παιδάκι. Η ζωή τους , άρα και η δική μου, ήταν γεμάτη από τέχνη. Λατρεία στην τέχνη. Άνθρωποι και οι δύο του μόχθου, που έδιναν προτεραιότητα στο ευ ζην κι όχι απλά στο ζην. Ήθελαν τα καλύτερα για τα παιδιά τους, τους αγαπημένους τους και τους φίλους τους κι έκαναν τα πάντα για να τα έχουν. Υπολογίζοντας όμως να μην υπερβαίνουν αυτά που μπορούσαν κι άντεχαν. Έτσι μεγάλωσα κι έτσι καθορίστηκε η ζωή μου και η συνέχειά μου.

Ένας άνθρωπος που ξέρει να έχει στόχους έχει, κατά τη γνώμη μου, και το ιδιαίτερο χάρισμα να πλησιάζει την ευκαιρία. Στα 17 σας, πραγματοποιείτε την πρώτη σας εμφάνιση στη δισκογραφία, με τον δίσκο των Μούτση – Γκάτσου «Μ’ ένα χαμόγελο». Πώς θυμάστε τον εαυτό σας να διαχειρίζεται μεγέθη σαν τον Νίκο Γκάτσο;

Όλα ήρθαν τόσο φυσικά. Ειλικρινά έχω την αίσθηση ότι ήταν για να συμβούν. Ούτε καν 17 δεν ήμουν όταν γνώρισα, τελείως τυχαία, στο σπίτι μιας αγαπημένης φίλης, τον Δήμο Μούτση.Το αμέσως επόμενο πρόσωπο ήταν ο ογκόλιθος Νίκος Γκάτσος. Αυτό το μοιραίο πρόσωπο για τον πολιτισμό μας. Όταν φτάνω στο στούντιο για να ηχογραφήσω τα πρώτα τους τραγούδια, είναι εκεί και με υποδέχεται με απίστευτη ζεστασιά, στοργή, ευγένεια και πλήρη αποδοχή. Από εκεί κι έπειτα, τραγουδώ τον λόγο του και μπολιάζομαι, στην κυριολεξία, από το μεγαλείο της ποίησής του. Ο Γκάτσος καθορίζει την πορεία μου, άρα και τις επιλογές μου. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, ο πήχης ξεκινάει από πολύ ψηλά. Άρα δεν είναι θέμα στόχων, αλλά παιδείας, σεβασμού κι ευθύνης απέναντι στους δασκάλους μας.

Κι ακολουθούν, φυσικά, συνεργασίες με άλλους σπουδαίους ανθρώπους. Και δεν είστε ούτε 20, όταν δέχεστε πρόταση συνεργασίας από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Δε θέλω να ωραιοποιώ την εποχή της πρώτης σας νεότητας, ούτε η συνομιλία μας να έχει διαστάσεις νοσταλγίας και μεγέθυνσης, αλλά ένας νέος καλλιτέχνης σήμερα, είναι φορές, που νοσταλγεί όσα δεν έζησε. Ποιο είναι το δικό σας σχόλιο.

Δήμητρα Γαλάνη – Σεραφείμ Γιαννακόπουλος

Έχετε δίκιο. Πολλές φορές, συζητώντας με νέους ανθρώπους της μουσικής και της τέχνης γενικότερα, που έχουν ένα επίπεδο καλλιέργειας κι ανάγκης να μπουν, ακόμα πιο βαθιά, στην τέχνη τους, βλέπω στα μάτια τους ένα μεγάλο «Αχ» για το ότι δεν μπόρεσαν να ζήσουν από κοντά αυτά τα μεγάλο πρόσωπα  του πολιτισμού μας. Η γενιά η δική μου πρόλαβε αυτές τις παρουσίες. Τους γνώριζες ή δεν τους γνώριζες. Όλοι ζούσαμε την παρουσία τους  και κρεμόμασταν από το στόμα τους για να ακούσουμε την άποψή τους. Γιατί πάντα κάτι φωτεινό έβγαινε από αυτούς τους ανθρώπους. Κάτι μαθαίναμε. Φώτιζαν τη ζωή μας  και μας γέμιζαν γνώση αυτά που έλεγαν, ακόμα και τα αστεία τους. Πιστέψτε με, δεν εξιδανικεύω και δεν μυθοποιώ πρόσωπα και καταστάσεις. Ήταν μεγάλη ιστορία το ότι ζούσαν ανάμεσά μας .Κι αν ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποια πρόσωπα που μετράνε το ίδιο σημαντικά για όλους μας , είναι από τη δική τους σπορά. Ναι, το έργο τους πάντα θα μιλά στην καρδιά και τη συνείδησή μας αλλά, κακά τα ψέματα, η παρουσία τους και ο λόγος τους, παίζουν μεγάλο ρόλο για την κοινωνά μας. Ζούμε σε μια εποχή που κάνει πάρτι καθημερινά η μετριότητα και ο κενός λόγος. Είναι λογικό να υπάρχει η σχετική «σιωπή». Είναι τόσο μεγάλη η σύγχυση και ο «θόρυβος», που χρειάζεται να καταλαγιάσουν για να ακουστεί κάτι σημαντικό. Γιατί τα σημαντικά δεν κραυγάζουν. Λέγονται ή γίνονται κι απλά σε βάζουν να σκεφτείς. Γιατί τα σημαντικά έχουν σύμμαχο τον χρόνο. Δεν θα τα προσέξεις τώρα, αλλά κάποια στιγμή θα τα βρεις μπροστά σου και θα καταλάβεις. Το έχει πολύ ανάγκη η κοινωνία μας αυτό. Όσο για εμάς που ζήσαμε την εποχή των σημαντικών παρεμβάσεων, τα πράγματα είναι λίγο ζόρικα. Πάντα όμως στα μάτια και την ψυχή ενός νέου ανθρώπου βρίσκεις τη δύναμη και το φως που έχεις ανάγκη. Κι έτσι συνεχίζεις.

Τι συντελέστηκε μέσα σας, όταν για πρώτη φορά αποφασίσατε να γίνετε η ίδια δημιουργός; Επιτρέψτε μου κι ένα σχόλιο: στα δικά μου μάτια, το γεγονός ότι δεν απομακρύνεστε ποτέ από μια κατάσταση διαρκούς μαθητείας μόνο σοφία δείχνει.

Από την αρχή που ασχολήθηκα με τη μουσική, από παιδάκι, φανταζόμουν τον εαυτό μου ως  μουσικό /δημιουργό. Δεν φανταζόμουν τον εαυτό μου να τραγουδάω με λαμπερά ρούχα και στολίδια. Αυτό με άφηνε μάλλον αδιάφορη. Αργότερα, όταν η πρώτη κιθαρούλα μου ήρθε στα χέρια μου, έγινε η απόλυτη συντροφιά μου. Δική μου, αλλά και των φίλων μου. Κι έτσι αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι η φωνή μου αξίζει. Μέσα από τα μάτια και την αποδοχή από το περιβάλλον μου. Δήμητρα στην παρέα σήμαινε ότι κάποια στιγμή θα πάρω την κιθάρα μου και θα τραγουδήσω μαζί με τους φίλους μου τα πάντα. Βέβαια, πάντα με απασχολούσε να γράψω μουσική. Είτε τραγούδια είτε μουσική για το θέατρο ή για τον κινηματογράφο, που λάτρευα και λατρεύω. Η μεγάλη αναστολή ήταν η θητεία μου δίπλα στους μεγάλους δημιουργούς. Πώς θα τολμούσα εγώ. Γι’ αυτό και στα πρώτα μου τραγούδια, αν δεν έπαιρνα την επιβράβευση από τους μεγάλους συνθέτες που είχα συνεργαστεί, δεν θα τολμούσα να συνεχίσω.  Αυτό που με βοήθησε να ξεμυτίσω, που λέμε, και να προχωρήσω στην έκδοση των τραγουδιών μου ήταν η νέα σκηνή των τραγουδοποιών, που φτιαχνόταν και καθιερωνόταν τότε. Επίσης και η φιλία μου με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα Νικολακοπούλου, που τότε πρωτοεμφανίζονται στον χώρο και φτιάχνουμε έναν δίσκο μαζί, «Τα κανονικά», όπου και δουλεύουμε τα τραγούδια πολύ μαζί. Με ενθαρρύνουν πολύ, ώστε να προχωρήσω με τις δικές μου μουσικές. Έτσι έχοντας πάρει το μεγάλο έναυσμα από την προηγουμένη γενιά Σαββοπούλου, Αρλέτας, του Γιώργου Ρωμανού, αλλά και Σιδηρόπουλου, Εξαδάχτυλου με Πουλικάκο, τη νέα σκηνή των τραγουδοποιών στην Ελλάδα, αλλά και τα ξένα γκρουπ της ροκ και ποπ, που άρχισαν να είναι όλο και πιο παρόντα στα μουσικά μας πράγματα, αρχίζω κι εγώ να «ξεψαρώνω», που λέμε!Όσον αφορά στο σχόλιο σας, ευχαριστώ πολύ γιατί με καταλάβατε. Τουλάχιστον όσον αφορά στη διαρκή μαθητεία. Για την σοφία δεν έχω ιδέα. Κάνω απλά αυτό που αγαπώ.

Το Παρίσι της δεκαετίας του ’80, στο οποίο ζήσατε για κάμποσο καιρό, ποια έλξη και ποια απώθηση σάς δημιούργησε σε σχέση με την Ελλάδα;

Το Παρίσι για μένα ήταν η χωρά των θαυμάτων. Η μητέρα μου, κάθε χρόνο, ήταν εκεί παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον τομέα της εργασίας της. Είχα μεγάλο θαυμασμό σε ό,τι ήταν γαλλικό και παρακολουθούσα τα μουσικά πράγματα εκεί, λόγω του ότι μιλούσα λίγα γαλλικά και καταλάβαινα αρκετά. Με είχε γοητεύσει πολύ η σκηνή του τραγουδιού εκεί και πραγματικά υπήρχαν εξαιρετικοί καλλιτέχνες, από τον Jacques Brel, George Brassens, Leo Ferre, Barbara, αλλά και Aznavour, Becaud, Francoise Hardy, Michel Polnaref κ.ά. Μέχρι εκεί καλά τα πήγαιναν. Δυστυχώς όμως, εκείνη την εποχή (δεκαετία ’80,) αρχίζει κι εκεί, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, η αμερικανοποίηση των πάντων. Έτσι, παρόλη τη χαρά μου, που είχα νοικιάσει ένα σπίτι κι έχοντάς το ως βάση μπορούσα κι έμενα, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η όλη σκηνή καλλιτεχνικά δεν μου άρεσε. Αργότερα το είδα να συμβαίνει κι εδώ αυτό, με τη γνωστή καθυστέρηση που συμβαίνουν τα πράγματα στην Ελλάδα. Τελικά αυτό που έμεινε είναι μέχρι και σήμερα μια υπέροχη σχέση με αυτή τη χώρα κι αυτή την πόλη και το μεγάλο δώρο του να δω τη χώρα μου απ’ έξω, ως παρατηρητής, κι έτσι να μπορέσω να την λατρέψω, αλλά και να την κρίνω την ίδια στιγμή. Μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό όλοι οι Έλληνες, κάποια στιγμή. Θα μας έκανε  καλό, από πολλές απόψεις.

Πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνετε στο διαδίκτυο; Μια παρέμβασή σας, από την άλλη, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει και θα έχει πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα.

Είμαι συνεχώς online, αλλά για ενημερωτικούς λόγους. Δεν με γοητεύει καθόλου το σουλατσάρισμα στα social media. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτή η μορφή εικονικής κοινωνικότητας. Θεωρώ ότι είναι ένα ψέμα, που εξυπηρετεί από εξαιρετικά μοναχικούς έως και στερημένους ανθρώπους, ως επί το πλείστον. Η ενημέρωση με ενδιαφέρει κι όχι η φαγωμάρα και οι τοξικότητες. Γι’ αυτό κι επιλέγω τα ελάχιστα, αλλά εξαιρετικά αξιόπιστα ενημερωτικά sites (ένα από αυτά είναι και το δικό σας), όπου οι αξιόπιστοι δημοσιογράφοι που τα τρέχουν, σέβονται το λειτούργημά τους και παλεύουν να το κρατήσουν ζωντανό και καθαρό, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό μικρο/μεγαλοσυμφερόντων, αναξιοπιστίας και λαϊκισμού, που έχει πνίξει το διαδίκτυο. Θεωρώ, πλέον, την άξια δημοσιογραφία πράξη αυτοσεβασμού κι ακτιβισμού, με ό,τι ρίσκο μπορεί να έχει αυτό. Άρα ναι, είμαι συνεχώς online, με εξαιρετικά αυστηρές επιλογές όμως και με το βλέμμα στραμμένο πάντα στην πίστη για το θαύμα της τεχνολογίας.

Τη Δευτέρα, 9 Οκτωβρίου, θα εμφανιστείτε στο θέατρο του Λυκαβηττού, μαζί με τη Μάρθα Φριντζήλα. Συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία, τους εγκλεισμούς και ό,τι ακολούθησε σε πολλά επίπεδα, η επαφή του κοινού με τη μουσική να έχει πάρει άλλες διαστάσεις, πιο αρχετυπικές. Παίρνει χρόνο για έναν λαό να δοθεί στην τέχνη και να σκεφτεί την κοινωνική αλλαγή, αλλά υπάρχει πάντα η ελπίδα.

Έχουμε μεγάλη χαρά και συγκίνηση που θα ξαναπαίξουμε, μετά από τόσα χρόνια, στον Λυκαβηττό. Αυτή τη φορά θα έχουμε κι εξαιρετικούς καλεσμένους, την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τον Φώτη Σιώτα. Όσο υπάρχουν αισθήματα, μνήμη κι αντοχή στον γενεσιουργό πόνο που προκαλούν αυτά, θα υπάρχει κι ελπίδα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια κοινωνική αλλαγή. Μαζί με τη Μάρθα και την παρέα των τόσο σημαντικών καλλιτεχνών/μουσικών που μας αγκαλιάζει, παλεύουμε με αυτά τα υλικά. Προσπαθούμε να ενεργοποιήσουμε τη μνήμη, τη στιγμή που όλα κι όλοι γύρω μας  προσπαθούν να τη σβήσουν. Είτε γιατί δεν αντέχουν τον ιερό και δημιουργικό πόνο της,  είτε γιατί δεν τους βολεύει για να πετύχουν τους σκοπούς τους.

Ζούμε και την πραγματικότητα που, το άλλοτε συναυλιακό, εξωστρεφές και λογικά ανέμελο καλοκαίρι, αφομοιώνεται από μια μείζονα καταστροφή. Ας κοιτάξουμε το καλοκαίρι του 2023. Τι επίγευση άφησε; Με τις πρόσφατες φωτιές στον Έβρο, η πνιγηρή ατμόσφαιρα εντάθηκε κι από τον φασισμό, που έχει γίνει πια μια ανέγγιχτη κανονικότητα.

Είναι τραγικό αυτό που ζούμε στην πατρίδα μας. Νομίζω ότι όσοι άνθρωποι έχουν συνείδηση ζουν φρικτές στιγμές. Βαθιά θλίψη κι ένα αίσθημα μεγάλης απόγνωσης. Όταν δε ακούς κι αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή την κόλαση την δημιουργεί και ανθρώπινο χέρι, εκμεταλλευόμενο την κλιματική κρίση, η οργή σε πνίγει και πρέπει να κάνεις μεγάλη άσκηση αυτοσυγκράτησης για να κρατηθείς ψύχραιμος. Γιατί η ψυχραιμία είναι ο μόνος τρόπος και το μόνο όπλο για να αντιμετωπίσεις τέτοιο μεγάλο κακό. Ψυχραιμία, γνώση και καταγγελία λοιπόν, μήπως και καταφέρουμε να σταματήσουμε αυτόν τον κατήφορο. Της καταστροφής και της διχόνοιας. Αλλά και αυστηρότατες ποινές σε όσους καταστρέφουν το περιβάλλον. Τη ζωή μας. Το έγκλημα είναι ειδεχθές και διαρκείας.

Η κόλαση, λοιπόν, είναι η πατρίδα μας, που έλεγε κι ο Καρούζος;

Όχι, κόλαση δεν είναι η άμοιρη πατρίδα μας. Η κόλαση και ο παράδεισος είναι μέσα μας. Είμαστε εμείς. Και πρέπει να κάνουμε το απολύτως απαραίτητο ταξίδι αυτογνωσίας, μήπως και τελικά τα καταφέρουμε να την σκαπουλάρουμε από την μανία της αυτοκαταστροφής μας.

Photo credits: Αμαλία Κωβαίου

Σχετικά Άρθρα