Αχτσιόγλου: Το ερώτημα δεν είναι αριστερά ή στο κέντρο αλλά αν το σχέδιο μας εκφράζει όσους εκπροσωπούμε
Στίγμα από την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία σε περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος του κόμματος στις επερχόμενες εσωκομματικές εκλογές έδωσε σήμερα από τη Θεσσαλονίκη η υποψήφια πρόεδρος του κόμματος Έφη Αχτσιόγλου. Σε έναν ασφυκτικά γεμάτο χώρο στο ΑνφανΓκατέ, στο κέντρο της πόλης, κ. Αχτσιόγλου ξεκίνησε την ομιλία της κάνοντας αναδρομή από τα χρόνια της πολιτικοποίησης της στη Θεσσαλονίκη. «Συμμετείχα στη νεολαία ΣΥΝ τότε στη Θεσσαλονίκη ως φοιτήτρια στους μεγάλους αγώνες ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16», ανέφερε και πρόσθεσε ότι και σήμερα αυτοί οι αγώνες και επίκαιροι.
Η κ. Αχτσιόγλου εξέφρασε τα συλλυπητήριά της για τους δύο πιλότους του μοιραίου καναντέρ, χαρακτηρίζοντάς του ως ήρωες.
Ακολούθως, στο πολιτικό σκέλος της ομιλίας της, υπογράμμισε πως κάθε ταξίδι, απαιτεί σχέδιο, τονίζοντας ότι το ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι αν θα στρίψει αριστερά ή στο κέντρο. «Το σχέδιο το οποίο εγώ προτείνω έχει ως προϋπόθεση να αποδεσμευτούμε οριστικά από έναν τρόπο σκέψης που δίνει υπερβολική έμφαση στις ταμπέλες και τους χαρακτηρισμούς, αλλά δεν επενδύει στο περιεχόμενο της πολιτικής. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Το μεγάλο ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ της νέας εποχής δεν είναι αν θα στρίψει προς τα αριστερά ή προς το κέντρο. Το ερώτημα είναι κατά πόσο το σχέδιό μας εκφράζει πραγματικά τους ανθρώπους που επιδιώκουμε να εκπροσωπούμε, κατά πόσο το σχέδιο αυτό απαντά σε συγκεκριμένες απαιτήσεις και συγκεκριμένα ερωτήματα με έναν ανάλογα συγκεκριμένο τρόπο», είπε.
Την Έφη Αχτσιόγλου προλόγισε ο γραμματέας της νομαρχιακής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Θεσσαλονίκης Κώστας Αμπατζάς. Ο ίδιος χαρακτήρισε πρωτόγνωρη τη διαδικασία που έχει μπει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όμως, ξεκαθάρισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης θα καλωσορίσει όλους τους υποψηφίους προέδρους του κόμματος. Ο κ. Αμπατζάς δήλωσε ότι όλοι στο κόμμα θέλουν το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα.
Στην εκδήλωση βρέθηκαν μεταξύ άλλων το μέλος του επιτελείου της Έφης Αχτσιόγλου, Νίκος Μαραντζίδης, οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος στις προηγούμενες εκλογές Γιάννης Αμανατίδης, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, Δώρα Αυγέρη, Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης, Χρήστος Ρόκος, Νεκταρία Αγγελάκη, Άρης Στυλιανού, όπως και η περιφερειακή σύμβουλος Κεντρικής Μακεδονίας Δήμητρα Θωμά. Ακόμη, αξιοσημείωτη ήταν η παρουσία του πρώην υπουργού Νίκου Παρασκευόπουλου. Τέλος, το παρόν έδωσε και ο αδερφός της, Πάνος Αχτσιόγλου.
Αναλυτικά η ομιλία της Έφης Αχτσιόγλου:
Κάθε ταξίδι, απαιτεί σχέδιο. Και το σχέδιο το οποίο εγώ προτείνω έχει ως προϋπόθεση να αποδεσμευτούμε οριστικά από έναν τρόπο σκέψης που δίνει υπερβολική έμφαση στις ταμπέλες και τους χαρακτηρισμούς, αλλά δεν επενδύει στο περιεχόμενο της πολιτικής. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Το μεγάλο ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ της νέας εποχής δεν είναι αν θα στρίψει προς τα αριστερά ή προς το κέντρο.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο το σχέδιό μας εκφράζει πραγματικά τους ανθρώπους που επιδιώκουμε να εκπροσωπούμε, κατά πόσο το σχέδιο αυτό απαντά σε συγκεκριμένες απαιτήσεις και συγκεκριμένα ερωτήματα με έναν ανάλογα συγκεκριμένο τρόπο.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της πολιτικής, θα ήθελα να δώσω ένα συγκεκριμένο -και δυστυχώς επίκαιρο- παράδειγμα. Ζούμε ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που σφραγίζεται από το δεδομένο των υψηλότερων ιστορικά θερμοκρασιών, από πυκνά περιστατικά άδικων θανάτων εργαζομένων σε αφόρητες συνθήκες, από την εικόνα των καταστροφικών πυρκαγιών που διαλύουν τη χώρα μας.
Πώς θα μιλήσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τα θέματα αυτά;
Προφανώς οφείλουμε και σε αυτήν την περίπτωση να καταδείξουμε το που οδηγεί η εικονική πραγματικότητα της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας. Μια κυβέρνηση που συστηματικά εμφανίζεται να εγγυάται ότι έχει κάνει τα πάντα, μέχρι που η ίδια η πραγματικότητα τη διαψεύδει. Και που μόνο τότε ασχολείται με μια καταστροφή όταν αυτή έχει γίνει δημοσίως γνωστή.
Μια κυβέρνηση που δεν επένδυσε στις δημόσιες υποδομές, δεν θωράκισε τα δάση μας, δεν φρόντισε για την εκπόνηση ενός αποτελεσματικού σχεδίου αντιμετώπισης μίας -αναμενόμενης- δοκιμασίας.
Προφανώς πρέπει να μιλήσουμε για τα χρόνια προβλήματα της υποστελέχωσης της πυροσβεστικής, για τον κυνισμό του πρωθυπουργού που σπεύδει να μιλήσει για αποζημιώσεις την ώρα που η φωτιά δεν έχει σβήσει, για την ανυπαρξία εκείνου του «επιτελικού κράτους» που αποδείχθηκε επιτελικό μόνο όταν επρόκειτο να διανείμει το δημόσιο χρήμα σε συγκεκριμένα συμφέροντα και να παρακολουθήσει το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Αλλά αυτά δεν φτάνουν. Γιατί εκεί έγκειται η επιτυχία της Νέας Δημοκρατίας. Κατάφερε να πείσει, έστω προσωρινά, την ελληνική κοινωνία ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε. Να θεωρήσουμε δηλαδή κανονικότητα τις πυρκαγιές, την απειλή. Να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.
Η δική μας απάντηση είναι απλή: μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα.
Για να γίνει όμως αυτό, δεν αρκεί η διαχείριση του υπάρχοντος. Απαιτείται μία πολιτική πολλαπλών και δημιουργικών ρήξεων. Ρήξης με τις αδράνειες του συστήματος. Ρήξης με τα βαθύτερα αίτια που μας οδηγούν στο ασφυκτικό αδιέξοδο που βιώνουμε.
Πώς μεταφράζεται αυτό σε πολιτικό περιεχόμενο;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οφείλει να μιλήσει για την ουσία. Ότι το μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης, που αποτέλεσε τον πυλώνα του παλιού πολιτικού συστήματος και της σημερινής Νέας Δημοκρατίας, είναι ένα μοντέλο που αδιαφορεί για το φυσικό περιβάλλον, που οδηγεί νομοτελειακά στη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής στα αστικά κέντρα και στο φαύλο κύκλο των φυσικών καταστροφών.
Ότι η άναρχη δόμηση και η απουσία κανόνων στην τουριστική ανάπτυξη υπονομεύει τη δυνατότητα θωράκισης του φυσικού περιβάλλοντος και λήψης μέτρων πρόληψης για την προστασία των δασικών εκτάσεων.
Ότι το μαράζωμα της ελληνικής υπαίθρου, η ερημοποίηση των χωριών και η συρρίκνωση της πρωτογενούς παραγωγής, έχει ως αποτέλεσμα -μεταξύ άλλων- την εγκατάλειψη του φυσικού περιβάλλοντος με τις ορατές ανυπολόγιστες συνέπειες.
Ότι η κλιματική κρίση αποτελεί ένα κρίσιμο μέτωπο που απαιτεί συγκεκριμένα μέτρα και επιθετική πολιτική πρόληψης ώστε να μην είναι οι πόλεις μας καμίνια και τα δάση μας ανεξέλεγκτα τοπία καταστροφής.
Εντέλει, πρέπει να διαμορφώσουμε ένα συνεκτικό σχέδιο που θα βασίζεται σε τέσσερις βασικές αρχές: την πράσινη μετάβαση, την φορολογική ισότητα, την καθολική ευημερία και την ενεργή δημοκρατία. Ένα σχέδιο θα διασφαλίζει την πρόσβαση σε βασικές υποδομές μέσω ενός ανεπτυγμένου και οικολογικού ευαίσθητου κράτους πρόνοιας (δηλαδή καθολικές βασικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένου της πρόσβασης στο σύστημα υγείας, δημόσιες ασφαλείς και αξιόπιστες μεταφορές, ποιοτική εκπαίδευση, δικαίωμα στη στέγαση και την κοινωνική προστασία), ποιοτικές νέες θέσεις εργασίας και έλεγχο των τιμών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Για να συνοψίσω. Μόνο αν πείσουμε ότι υπάρχει εναλλακτική, ότι η καταστροφή δεν είναι το μόνο μας μέλλον, μόνο αν περιγράψουμε πειστικά την Ελλάδα του μέλλοντος ως μια χώρα όπου οι κανόνες θα ισχύουν για όλους, και για τους ισχυρούς, μια χώρα υψηλών προσδοκιών, μια χώρα που θα νοιάζεται για τους ανθρώπους της, μόνο τότε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα είναι ένα κόμμα χρήσιμο και κοινωνικά αναγκαίο.
Μόνο τότε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα είναι το κόμμα των πολλών- όχι ρητορικά. Αλλά στην πράξη.
Δεν φαντάζομαι ένα κόμμα που θα ζει και θα αναπνέει στην πλατεία Κουμουνδούρου. Θέλουμε ένα κόμμα που τα μέλη του θα έχουν λόγο και ρόλο. Ένα κόμμα που θα είμαστε όλοι ίσοι, με τις ίδιες υποχρεώσεις και ίδια δικαιώματα. Που οι κανόνες θα γίνονται σεβαστοί από όλους «όσο ψηλά κι αν βρίσκονται», όπως απαιτούμε για τους άλλους. Προφανώς, θα υπάρχουν στιγμές που θα κληθώ να πάρω αποφάσεις και ξέρω προκαταβολικά ότι μπορεί με αυτές να μην συμφωνούν όλες και όλοι. Αλλά αυτό δεν αναιρεί τη δημοκρατική μας λειτουργία. Την ενισχύει στο βαθμό που θα έχουμε συμφωνήσει στους κανόνες και πάνω από όλα στον κανόνα της λογοδοσίας και της ευθύνης.
Γιατί αυτό είναι το κόμμα που θέλουμε. Ένα κόμμα ευθύνης. Όπως ακριβώς στις δύσκολες μέρες της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την ευθύνη σε πείσμα μιας παράδοσης που ήθελε την αριστερά να κάνει κριτική, αλλά να δειλιάζει στα δύσκολα, έτσι και σήμερα. Δεν μας αρκεί το κόμμα διαμαρτυρίας.
Μας αξίζει και μας αναλογεί το κόμμα που δίνει τη μάχη μέσα στην κοινωνία με επίγνωση των περιορισμών, αλλά κυρίως τη βαθιά συναίσθηση της ευθύνης: την ευθύνη να κάνουμε πράξη το μεγάλο μας όραμα για μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας.