“Η αφανής ρήξη της νοητικής πραγματικότητας” Η Π.Γερακοπούλου εξηγεί στο libre την κρυφή επίδραση της ψηφιακής εποχής στον άνθρωπο
Η Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Πατρίτσια Γερακοπούλου μιλά στο libre για την εποχή που ζούμε. Την κυριαρχία της τεχνολογίας και των ψηφιακών μέσων στην εποχή μας και τις αλλαγές που επιφέρουν στη ζωή μας. Από τον τρόπο που επιλέγουμε τη μουσική που ακούμε, έως τους «φίλους» που αναζητούμε στον νέο (;) κόσμο που ζούμε.
Τι συμβαίνει λοιπόν; «Σε πολλές περιπτώσεις, τα ψηφιακά μέσα κατασκευάζουν μια εναλλακτική πραγματικότητα επιβλαβή για την ψυχική ανάπτυξη, καθώς αυτή απορροφά πολύτιμη ψυχική ενέργεια, που δεν επενδύεται ούτε στο όνειρο, ούτε στην πραγματικότητα».
Οι άνθρωποι αλλάζουν λοιπόν; Ας δούμε τι μας λέει η κ. Γερακοπούλου.
Συνέντευξη
-Μιλάμε πολύ σήμερα για τα ψηφιακά μέσα ως σημαντικό ρυθμιστή της οικονομικής, κοινωνικής και συναισθηματικής ζωής των ανθρώπων. Είναι όντως πρωτοκαθεδρία; Και με ποιον τρόπο λαμβάνει χώρα αυτή η λειτουργία;
Οι μελετητές των ψηφιακών μέσων προσπαθούν όντως να δείξουν και να κατανοήσουν πώς οι νέες μηχανές που χρησιμοποιούμε μεταμορφώνουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλάζοντας την κλίμακα της ψυχοκοινωνικής μας ύπαρξης. Να θυμίσουμε ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα παραμένει σε ένα μέτρο εξωτερική, «αντικειμενική», υλική και σε ένα άλλο μέτρο νοητική και φαντασιακή. Αυτή η δεύτερη υπόκειται, στο πλαίσιο της ψηφιακής ζωής, απώλειες, προσβολές, ρήξεις τις οποίες είναι ζωτικό να έχουμε πάντα κατά νου.
Οι ψηφιακές «τεχνολογίες του εαυτού» συναντούν την «κοινωνία της εμπειρίας», στο σημείο όπου λαμβάνει χώρα η μετάβαση από την κατανάλωση αντικειμένων στην κατανάλωση ψηφιακών εμπειριών, κάτι που αλλάζει δραστικά την εμβύθισή μας στον κοινωνικό κόσμο.
Σας καλώ να σκεφτούμε ως απλό παράδειγμα τη ριζική διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία της φυσικής αγοράς ενός δίσκου/CD (ένα «χειροπιαστό» αντικείμενο) και σε αυτήν της επιλογής μουσικής από τις ψηφιακές πλατφόρμες:
στην πρώτη περίπτωση η εμπειρία εκκινεί από μια ονειροπόληση με προβολή στην εικόνα του μουσικόφιλου εαυτού και την ψυχοκοινωνική υπαγωγή σε μια ομάδα με κοινά γούστα, περνά στον προγραμματισμό και την υλοποίηση της ενσώματης πρόσβασης σε έναν φυσικό τόπο συνάντησης και ανεφοδιασμού (για κάποιους η επίσκεψη στο «δισκάδικο» ήταν σοβαρή υπόθεση, ένα απολαυστικό και σημαίνον τελετουργικό, όπου συναντούσαμε και άλλους «σαν εμάς»), τη συνέργεια μιας πολυσυλλεκτικής αισθητηριακής αντίληψης (βλέπαμε, αγγίζαμε και μυρίζαμε τους δίσκους που περνούσαν από πολλά ανθρώπινα χέρια πριν και μετά από εμάς, εν συνεχεία οι δίσκοι/cd ταλαιπωριόντουσαν στο οικιακό περιβάλλον ακρόασης, ανταλλάσσονταν, δανειζόντουσαν…).
Στην περίπτωση της ψηφιακής περιήγησης στον κόσμο της μουσικής στο διαδίκτυο, όλος αυτός ο πλούτος ψυχοκοινωνικής, ταυτοποιητικής, ενσώματης και φαντασιακής, κοινωνικής εμπειρίας μοιάζει να συρρικνώνεται καθώς αντικαθίσταται από έναν ατέρμονα, χαώδη και ψυχαναγκαστικό εντοπισμό ψηφιακού υλικού. Εάν ο εντοπισμός αυτός ευοδωθεί και οδηγήσει σε κάποιο είδος τελικής απόφασης και επιλογής, η εμπειρία της ακρόασης έχει ήδη «μολυνθεί» από το στρες της υπέρ-πληροφορίας και της υπέρ-προσφοράς.
- Η φυγή προς τα εμπρός αναδεικνύει την αναζήτηση ως αυτοσκοπό. Το βίωμα της ακρόασης διαμορφώνεται υπό την αιγίδα του αλγόριθμου του ψηφιακού μέσου και όχι σε ένα σχεσιακό πλαίσιο ταυτόσημων, παράλληλων ή ανταγωνιστικών προτιμήσεων που διατυπώνονται από πρόσωπα ορίζοντας συγκεκριμένα στυλ, ομάδες και υπο-ομάδες συμβολικών διαφορών (έστω κι «ελάχιστων»).
Κι εδώ ασφαλώς, είναι κεντρική η αναζήτηση υλικού για να συναρμολογήσουμε μια ταυτότητα/παλίμψηστο, έναν εαυτό-κολάζ, όπως συμβαίνει, ούτως ή άλλως, σε ό,τι αφορά την επένδυση στην πολιτισμική κατανάλωση στην εποχή μας. Όμως η διαφορά τώρα είναι ότι αυτή η αναζήτηση συνοδεύεται από άγχος εκφόρτισης, σε αντιδιαστολή προς την νοηματοδοτική συνθήκη της επένδυσης και της συμβολικής επεξεργασίας. Και βέβαια, η ψηφιακή αναζήτηση δεν διέρχεται από τον άλλο, δεν τον συναντά παρά ξώφαλτσα, «εικονικά», προσχηματικά ίσως.
-Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτισμική εμπειρία μετασχηματίζεται ή εμπλουτίζεται στο πλαίσιο αυτής της μετοίκισής της στον ψηφιακό κόσμο;
Κατ’ αρχάς οφείλουμε να πούμε ότι η άμεση πρόσβαση στην πληροφορία, ο πλούτος των αντικειμένων, η ευκολία και η αμεσότητα που παρέχουν τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας σε μεγάλο βαθμό διευρύνουν κι «ανοίγουν» τον κόσμο. Άλλωστε χτίζουν την «αγορά κόσμο», το βασίλειο της υπέρ-κουλτούρας, του κοσμοπολιτισμού, τον «πλανήτη-κατανάλωση», όπως τα παρουσίασε, μεταξύ άλλων συγγραφέων της μετανεωτερικότητας, ο Gilles Lipovetsky. Όμως, αυτό που ξεκίνησε ως ψηφιακό «παράθυρο στον κόσμο» (αυτό δεν ήταν το αισιόδοξο όραμα και για την τηλεόραση όταν πρώτο-εμφανίστηκε;), και αν μεταθέσουμε για μια άλλη περίσταση τη φουκωϊκή συζήτηση για τον πανοπτικό χαρακτήρα που έλαβε (σε ένα μεγάλο βαθμό ο ένας παρακολουθεί (ακολουθεί) τον άλλο στα ψηφιακά μέσα), αυτό το «παράθυρο στον κόσμο» μετατρέπεται ήδη σε μια ντισκομπάλα που διαθλά πολυπρισματικά, εν είδει στροβοσκοπικού εφέ (ιλιγγιωδώς και χωρίς νόημα) όψεις της πραγματικότητας. Είναι μια κατάσταση που παραπέμπει ίσως σε αυτό που ο Jean Baudrillard (μέγας προφήτης της μεταμοντέρνας εποχής) ονομάζει «ενδόρρηξη»: κατάρρευση ενός πράγματος στον εαυτό του, ομογενοποίηση των διαφορικών συστημάτων, απορρόφηση του ενός πόλου στον άλλον, σύνθλιψη των διακριτών όρων και αντιθέσεων, βραχυκύκλωμα…). Μέσα σε αυτήν την «πολυφρένεια» (δανειζόμαστε τον όρο από τον Keneth Gergen) κάτι πολύ βασικό έχει υποστεί μια σημαντική και θεμελιώδη έκπτωση: η σωματικότητα και οι δομικές προεκτάσεις της τόσο στο κοινωνικό σώμα, όσο και στο φαντασιακό, φτωχαίνει. Είναι μια έκπτωση στη σκέψη. Να σημειώσουμε ίσως εδώ ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκπτωση (εκλείπει κάτι) και στην αφαιρετικότητα (που μας εμπλουτίζει συμβολικά και φαντασιακά).
-Πόσο «αληθινές» είναι οι σχέσεις και οι επαφές που λαμβάνουν χώρα στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και στις εφαρμογές που προωθούν την επικοινωνία, την αλληλογνωριμία, την συνεχή επαφή;
Η αλήθεια είναι ότι η αδιάκοπη και απρόσκοπτη «επαφή» και «σύνδεση» συνιστούν ευαγγέλιο και πρωταρχική μέριμνα της ψηφιακής επικοινωνίας, αλλά και ευρύτερα της εποχής μας. Στην ουσία βέβαια, πρόκειται για ένα μήνυμα «διπλού δεσμού» (κάτι σαν το «να είσαι ο εαυτός σου!», «να είσαι θετικός» κ.λπ.), μήνυμα που ορίζει να μένουμε σε ψηφιακή επαφή ώστε να αποφύγουμε να έρθουμε πραγματικά σε επαφή (κάτι που ζήσαμε κυριολεκτικά στην πανδημία). Πέραν αυτού όμως, το σχετίζεσθαι και η σύνδεση, όπως κάθε εμπειρία στα ψηφιακά μέσα, επικαλείται την ψευδαίσθηση.
- Ας ξεκινήσουμε από το ψεύδο-βίωμα ότι μέσω των εμπειριών απόδρασης που προσφέρει η τεχνολογία εξασφαλίζουμε μια αίσθηση παντοδυναμίας, ένα είδος «μαγικής» σκέψης και δράσης, το κλικ που ανοίγει ταυτόχρονα απεριόριστες δυνατότητες πρόσβασης όχι μόνο στην πληροφορία, αλλά και στο πήγαινε-έλα στο χωρόχρονο, σε μια εντύπωση γνωριμίας και προσέγγισης του άλλου, στην πρόσβαση σε μια κοινότητα ανθρώπων, σε μια υπόσχεση δημοκρατικής συμμετοχής…
Βέβαια όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα στην πλημμυρίδα και την άμπωτη των εικόνων δεν είναι η βιωμένη στη γη (και όχι στην ψηφιακή έκπτωση) πραγματικότητα, αλλά αυτό που πολύ προφητικά όρισε ο Baudrillard ως «υπέρ-πραγματικότητα», όρος που βρίσκει ίσως τον απόλυτο χώρο εφαρμογής του στην ψηφιακή κατάσταση: «το πραγματικό δεν είναι απλώς αυτό που μπορεί να αναπαραχθεί, αλλά αυτό που έχει πάντοτε ήδη αναπαραχθεί».
Τι απομένει να υπάρξει; Επιπλέον, λαμβάνει χώρα και μια διαστροφή: μια επίθεση στο ψυχικό που εδράζεται στη γλώσσα και επικαλείται ακόμη και την πολιτική ορθότητα για να διαστρέψει το νόημα των λέξεων (θυμηθείτε τα τρία συνθήματα του αρχηγού του κόμματος της Ωκεανίας: «ο πόλεμος είναι ειρήνη», «η ελευθερία είναι σκλαβιά», «η άγνοια είναι δύναμη»). Αναλόγως, το «κοντά» και το «μαζί» σημαίνουν «μακριά», το «έλα» φωνάζει «φύγε», η εγγύτητα συμβαίνει ως απόσταση, η (εικονική/ψηφιακή) παρουσία του αντικειμένου αποκαλύπτει την απουσία του.
Μια επίφαση οικειότητας και θετικότητας καλύπτει συχνά το κενό. Τι σημαίνει για παράδειγμα η σήμανση «φίλοι» στο facebook;
-Πώς ενδυναμώνεται στην ψηφιακή ζωή αυτή η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας και τι σημαίνει για την ψυχική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων;
Η ψευδαισθητική εμπειρία παντοδυναμίας απευθύνεται πρωτίστως στο πιο αρχαϊκό και «πρωτόγονο» κομμάτι του εαυτού μας, το οποίο τοποθετείται στην καρδιά του ναρκισσισμού: η παντοδυναμία βασιλεύει στην συνθήκη του αδιαφοροποίητου, της μη διάκρισης ανάμεσα στο άτομο και στα αντικείμενα (στον εαυτό και στον Άλλο). Η ταχύτητα, η αμεσότητα στην πρόσβαση, η εμφάνιση και εξαφάνιση του αντικειμένου κατά βούλησιν παραπέμπουν σε αυτήν την πολύ πρώιμη φάση της ανάπτυξης του ανθρώπου που δεν ξεχωρίζει εαυτόν από τα αντικείμενα που αγαπά ή/και φθονεί και δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτό που είναι μέσα του από αυτό που είναι έξω. Η σπουδαία μεταφροϋδική ψυχαναλύτρια Melanie Klein έδειξε πώς δομείται μια πρώιμη ψυχική πραγματικότητα επάνω σε αρχαϊκούς μηχανισμούς άμυνας όπως η προβολή, η σχάση, η άρνηση στην αποκαλούμενη «παρανοειδή-καταδιωκτική θέση» που χωρίζει τον κόσμο μας (εσωτερικό και εξωτερικό) σε «καλούς» και «κακούς»…
Αυτό ίσως μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την έκρηξη του φθόνου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για παράδειγμα, το μισό facebook θεωρεί ολότελα «κακό» και καταριέται το άλλο μισό, ενώ ταυτόχρονα αποθεώνει πρόσωπα που εξιδανικεύονται και λατρεύονται εφήμερα στη βάση επιφανειακών κριτηρίων. Άλλο πρόσφατο παράδειγμα αρνητικής ψευδαίσθησης αυτή τη φορά, τα ΜΜΕ που ρίχνουν έναν προβολέα σε ένα εξαφανισμένο υποβρύχιο/παιχνίδι εξερεύνησης στον Τιτανικό και αναζητά πέντε ανθρώπους, σε μια συνθήκη που εξαφανίζει στη λήθη εντός ολίγων ωρών ένα από τα μεγαλύτερα ναυάγια του καιρού μας στην περιοχή με 700 θύματα. Εξαφανίζουμε, κάνουμε ότι δεν συμβαίνει έξω, αυτό που μας τρομάζει και μας αναστατώνει εντός μας.
Ταυτόχρονα με τη συνθήκη της παντοδυναμίας, ο ψηφιακός κόσμος εξασφαλίζει και έναν παράλληλο τόπο ψυχικής απόσυρσης σε ένα καταφύγιο μυστικών φαντασιώσεων.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα ψηφιακά μέσα κατασκευάζουν μια εναλλακτική πραγματικότητα επιβλαβή για την ψυχική ανάπτυξη, καθώς αυτή απορροφά πολύτιμη ψυχική ενέργεια που δεν επενδύεται ούτε στο όνειρο, ούτε στην πραγματικότητα. Αφορά στην αποσύνδεση και την καταστροφή των συνδέσεων (εννοούμε εδώ τους δημιουργικούς δεσμούς που τροχιοδρομούν την αναζήτηση νοήματος, είτε πρόκειται για τους ελεύθερους συνειρμούς και τη δημιουργική ροή/ακολουθία των σκέψεων και των ονείρων μας, είτε για τις σχέσεις μας, την προσπάθεια προσέγγισης, συνομιλίας, σύγκλισης των ατόμων και των ομάδων).
Αυτή η συνθήκη απόσυρσης συνδέεται βέβαια με την ναρκισσιστική που προαναφέρθηκε, και είναι εξόχως καταστροφική, υπό μια έννοια συνιστά τη ρήξη ή, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της Χάνα Άρεντ, υποστηρίζει την «κοινοτοπία του κακού». Εδώ, δεν μιλάμε για τη στερεοτυπική καρικατουρίστικη μορφή της διαστροφής ή της μαζικής καταστροφής με την οποία έχουν εμμονή τα ΜΜΕ και το κοινό τους «φτύνοντας» έξω αυτό που δεν είναι ανεκτό μέσα. Χειρότερα, πρέπει ίσως να το σκεφτούμε ως αυτό που φέρνει την καταστροφή της σκέψης και της επικοινωνίας, καθώς επιτίθεται και αναιρεί κάθε σύνδεση, αποστραγγίζει τον άνθρωπο από τον πλούτο της σκέψης του, τον μετατρέπει σε ρηχό υποκείμενο/αντικείμενο της κατανάλωσης, ιδιώτη, ακόλουθο. Έτσι, στην εποχή της οθόνης, το κακό γίνεται αντιληπτό μόνο ως μια ακόμη εικόνα, χωρίς βάθος και χωρίς περιεχόμενο. Αυτό φοβάμαι ότι οδηγεί επικίνδυνα στην απανθρωποποίηση του άλλου (του διαφορετικού, του ξένου), στο κρυφτό πίσω από την εμμονή με την πολιτική ορθότητα και, εν τέλει, στη φυσικοποίηση του κυνισμού.
Και κάτι που τείνει να εξελιχθεί σε κεντρική παρανόηση: προσεγγίζουμε την τεχνολογία και τα επιστημονικά εργαλεία όχι ως πηγές δυνατοτήτων που δημιουργεί ο άνθρωπος και που εξαρτώνται από τη θέλησή του και τις αποφάσεις του, αλλά ως δυνάμεις που μας καθορίζουν και από τις οποίες εξαρτώμεθα. Είναι ίσως μια παλινδρόμηση στον πρωτόγονο μύθο, μια επίκληση στις τελετουργικά βιωμένες ανώτερες και μαγικές δυνάμεις που μας εξασφαλίζουν σήμερα (μέσω της τεχνολογίας και της επιστήμης) ένα δέος και ένα ιερό που έχει τη δύναμη να μας «δημιουργήσει» εκ νέου και να καθορίσει την ύπαρξή μας. Κατά κάποιο τρόπο, σε αυτό δεν εντάσσεται και η θεματολογία αυτής της συνέντευξης;
-Τελικά, υπάρχει ελπίδα; Κάποια διέξοδος από αυτό που μοιάζει να οδηγεί σε μια ψηφιακή δυστοπία;
Τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο και πολύτιμο εργαλείο του ανθρώπου. Είναι ένα εργαλείο που μπορεί να ξεπεράσει τις ανθρώπινες δυνατότητες για δράση και απόδοση με μηχανιστικούς και εργαλειακούς όρους (πολλά πλάσματα αποδίδουν καλύτερα από τους ανθρώπους σε διάφορα πεδία, π.χ. τα έντομα σε ό,τι αφορά την πλοήγησή τους στο χώρο κ.λπ.).
Όμως, αυτό που υποστηρίζει ο σπουδαίος γλωσσολόγος Noam Chomsky είναι ότι ο βασικός σχεδιασμός των εργαλείων Τεχνικής Νοημοσύνης (που βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο της παγκόσμιας συζήτησης) τα εμποδίζει να φτάσουν στην ελάχιστη προϋπόθεση επάρκειας για μια θεωρία της ανθρώπινης γλώσσας: να διακρίνουν τις δυνατές από τις αδύνατες γλώσσες.
Μέσα στην μανία με την απόδοση και την αποδοτικότητα, τείνουμε να ξεχάσουμε ότι το βασικό σημείο υπεροχής του ανθρώπου (και της επιστήμης του) δεν είναι η τεχνοκρατική τεχνολογία, αλλά η κατανόηση των πραγμάτων και των φαινομένων. Η αναζήτηση νοήματος είναι το αντίδοτο στη χρηστική σκέψη, αρκεί να διασωθεί μέσα στην καρδιά των θεσμών και των ανθρώπων ζωντανή, δυναμική, κεντρική. Αν διαφυλάξουμε το (και επενδύσουμε στο) συμβολικό και (σ)το όνειρο του ανθρώπου, ίσως αναγείρουμε ένα ανάχωμα στις απειλές που γεννούν οι ραγδαίες εξελίξεις της ψηφιακής εποχής, έστω και εάν όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο κορυφαίος γλωσσολόγος «το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι». Πρέπει όμως να κλείσουμε τα αυτιά στις σειρήνες (της παραγωγής και της αποδοτικότητας) και να θέσουμε στο επίκεντρο της συζήτησης τις πιο θεμελιώδεις και πολύτιμες εκ των ανθρωπίνων ιδιαιτεροτήτων και δυνατοτήτων.