Πέθανε ο Μίλαν Κούντερα
Ο γεννημένος στην Τσεχία συγγραφέας Μίλαν Κούντερα πέθανε, όπως μετέδωσε σήμερα η τσεχική δημόσια τηλεόραση. Ήταν 94 ετών. Γεννήθηκε στο Μπρνο της πρώην Τσεχοσλοβακίας και ζει στη Γαλλία από το 1975. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τα έργα του “Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι”, “Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης” και “Το Αστείο”.
Έχει συγγράψει τόσο στην τσέχικη όσο και στη γαλλική γλώσσα, ενώ επιμελείται προσωπικά όλες τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του, προσδίδοντάς τους ισχύ πρωτοτύπου και όχι μεταφρασμένου έργου. Κατόπιν λογοκρισίας, η κυκλοφορία των έργων του ήταν απαγορευμένη στη γενέτειρά του έως και την πτώση της κομμουνιστικής κυβέρνησης κατά τη βελούδινη επανάσταση του 1989.
Βιογραφία
Ο Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929 σε μία μεσοαστική και ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janácek). Ο Μίλαν διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Ο Κούντερα ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Μπρνο το 1948 και έπειτα σπούδασε Λογοτεχνία και Αισθητική στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Έπειτα από δύο ακαδημαϊκούς κύκλους μετεγγράφηκε στη Σχολή Κινηματογράφου της Ακαδημίας Θεάματος της Πράγας και αρχικά παρακολούθησε διαλέξεις στη σκηνοθεσία και στη σεναριογραφία.
Ο ίδιος ανήκε σε μια γενιά νεαρών Τσέχων που διαθέτοντας ελάχιστη έως ανύπαρκτη τριβή με την προπολεμική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η ιδεολογία τους επηρεάστηκε δραστικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας με ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση, η οποία το 1950 οδήγησε στην απότομη παύση των ακαδημαϊκών σπουδών του.
Την ίδια χρονιά ο Μίλαν Κούντερα και ο συγγραφέας Ζαν Τρεφούλκα εκδιώχθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα με την κατηγορία των “αντικομματικών δραστηριοτήτων”. Αργότερα, το 1962, ο Τρεφούλκα θα περιγράψει το γεγονός στη νουβέλα του Happiness Rained On Them ενώ το 1967 και ο ίδιος ο Κούντερα θα εμπνευστεί και θα βασίσει εκεί το κύριο θέμα του μυθιστορήματός του Το Αστείο.
Με την αποφοίτησή του, το 1952, ο Κούντερα προσλήφθηκε από τη Σχολή Κινηματογράφου ως εισηγητής στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. Το 1956 επανεντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και αποβλήθηκε για δεύτερη φορά το 1970. Μαζί με άλλους συγγραφείς της κομμουνιστικής μεταρρύθμισης, όπως ο Πάβελ Κόχουτ, είχε μερική ανάμειξη στην Άνοιξη της Πράγας του 1968. Η σύντομη αυτή περίοδος μεταρρυθμιστικής δράσης κατεστάλη βίαια από τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968.
Ο Κούντερα παρέμεινε για μερικά χρόνια ακόμα προσκείμενος στον μεταρρυθμιστικό τσέχικο κομμουνισμό και παράλληλα συγκρούστηκε σφοδρά μέσω του τύπου με τον συμπατριώτη του συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Η συλλογιστική του Κούντερα πρότεινε κατά βάση ότι θα έπρεπε να κυριαρχήσει η ψυχραιμία, αναφέροντας ότι “κανένας δεν φυλακίζεται, ακόμα, για τις απόψεις του” και ισχυριζόμενος ότι “η σπουδαιότητα του Φθινοπώρου της Πράγας ίσως τελικά αποβεί ιστορικά σημαντικότερη από εκείνη της Άνοιξης της Πράγας”. Εν τέλει ο Κούντερα παραιτήθηκε από τα μεταρρυθμιστικό του όραμα και μετακόμισε στη Γαλλία το 1975. Δίδαξε για λίγα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ρεν[1][2] και πολιτογραφήθηκε Γάλλος το 1981[3].
Λογοτεχνική πορεία
Αρχικά ο Κούντερα έγραψε στην τσέχικη γλώσσα αλλά από το 1993 και έπειτα χρησιμοποίησε τη γαλλική. Μεταξύ 1985 και 1987 ανέλαβε την επιμέλεια της μετάφρασης στη γαλλική των αρχικών έργων του με αποτέλεσμα εκείνα να επέχουν θέση πρωτότυπου έργου . Τα βιβλία του Κούντερα έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Παρόλο που το πρώιμο ποιητικό του έργο θεωρείται ισχυρά προκομμουνιστικό, τα μυθιστορήματά του του δεν εγκλωβίζονται σε ιδεολογικές ταξινομήσεις. Ο πολιτικός σχολιασμός εκλείπει ολικά (εξαιρουμένης της βαθύτερης φιλοσοφικής στοχαστικής) με εφαλτήριο το βιβλίο του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι. Ο ίδιος έχει επανειλημμένα τονίσει τη λογοτεχνική του ταυτότητά του ως μυθιστοριογράφου παρά ως πολιτικού συγγραφέα. Η μυθοπλασία του, συνυφασμένη με φιλοσοφική παρέκβαση και ισχυρά επηρεασμένη από τη γραφή του Ρόμπερτ Μούζιλ και τη φιλοσοφία του Νίτσε[3], απαντάται επίσης σε συγγραφείς όπως ο Αλέν Ντε Μποτόν και ο Άνταμ Θίργουελ. Ο Μίλαν Κούντερα, όπως συχνότατα σημειώνει, ανασύρει τις επιρροές του όχι μόνο από αναγεννησιακούς συγγραφείς όπως ο Βοκκάκιος και ο Φρανσουά Ραμπελέ αλλά επίσης από τους Λώρενς Στερν, Χένρι Φίλντινγκ, Ντενί Ντιντερό, Ρόμπερτ Μούζιλ, Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Χέρμαν Μπροχ, Φραντς Κάφκα, Μάρτιν Χάιντεγκερ και ίσως ισχυρότερα από τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, με του οποίου την κληρονομιά θεωρεί ότι ταυτίζεται περισσότερο.
Το Αστείο
Στο πρώτο του μυθιστόρημα, Το Αστείο, εξέθεσε σατιρικά τη φύση του ολοκληρωτισμού της κομμουνιστικής περιόδου. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στη “μαύρη λίστα” της Τσεχοσλοβακίας όπως και στην απαγόρευση του λογοτεχνικού του έργου.
Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης
Το 1975 ο Μίλαν Κούντερα μετακόμισε στη Γαλλία, όπου εξέδωσε το 1979 το μυθιστόρημα Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης. Στο έργο του αυτό παροτρύνει του Τσεχοσλοβάκους πολίτες να αντισταθούν στο κομμουνιστικό καθεστώς παραθέτοντας ποικίλους τρόπους. Λογοτεχνικά πρόκειται για μια ασυνήθιστη μίξη μυθιστορήματος, συλλογής μικρών ιστοριών και προσωπικών ονειροπολήσεων του ίδιου και φέρεται ως χαρακτηριστικό του συγγραφικού του ύφος κατά τη διάρκεια της εξορίας του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας έχουν επισημάνει την ειρωνεία του γεγονότος πως η Τσεχοσλοβακία στην οποία αναφερόταν ο Κούντερα “λόγω του ιστορικού πολιτικού επαναπροσδιορισμού, δεν είναι ακριβώς εκεί”, στοιχείο που μοιάζει με το θέμα του “είδους εξαφάνισης κι επανεμφάνισης” το οποίο εξερευνάται στο βιβλίο.[6]
Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι
Το 1984 εκδίδει το γνωστότερο δημιούργημα του, Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, στο οποίο χρονικογραφεί την εύθραυστη φύση της μοίρας του ατόμου ως μονάδας, ισχυριζόμενος πως η μοναδική ανθρώπινη ζωή είναι ασήμαντη υπό το Νιτσεϊκό πρίσμα της αυτούσιας αιώνιας επανάληψής της μέσα σ’ ένα άπειρο σύμπαν.
Το 1988 ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φίλιπ Κάουφμαν δημιούργησε την κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου. Το αποτέλεσμα, ενώ θεωρήθηκε γενικά επιτυχημένο, ενόχλησε αρκετά τον συγγραφέα, με αποτέλεσμα να απαγορεύσει τις διασκευές στα μυθιστορήματά του.
Αθανασία
Το 1990 ο Κούντερα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Αθανασία, το τελευταίο γραμμένο στην τσέχικη γλώσσα. Πρόκειται για το περισσότερο κοσμοπολίτικο, σαφέστερα φιλοσοφικό και ελάχιστα πολιτικό σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του, ενώ παράλληλα ορίζει το ευρύτερο ύφος της μετέπειτα δημιουργίας του.
Συγγραφικό ύφος και φιλοσοφία
Οι χαρακτήρες του Κούντερα, σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν, αναγνωρίζονται ως πλάσματα της φαντασίας του. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τις λέξεις και τις σκέψεις των χαρακτήρων του παρά για την εξωτερική τους εμφάνιση. Ο ίδιος παραθέτει σε πρώτο πρόσωπο τον σχολιασμό των χαρακτήρων του μέσα σε εντελώς τριτοπρόσωπα γραμμένες ιστορίες. Στο μη-μυθοπλαστικό βιβλίο του Η Τέχνη του Μυθιστορήματος τονίζει ότι η φαντασία του αναγνώστη αυτόματα ολοκληρώνει την εικόνα του συγγραφέα ενώ εκείνος ως δημιουργός επικεντρώνεται μόνο στον αναγκαίο βαθμό, καθώς η φυσική παρουσία δεν είναι χαρακτηριστική στην κατανόηση του χαρακτήρα. Έτσι, για τον Κούντερα το αναγκαίο ενδέχεται να αποφεύγει την κατάδειξη της φυσικής παρουσίας, ακόμα και του εσωτερικού κόσμου των χαρακτήρων του. Κάποιες φορές πάλι, ένα συγκεκριμένο γνώρισμα ίσως αποτελέσει την εστία της ιδιοσυγκρασίας του χαρακτήρα.
Ο Φρανσουά Ρικάρ ισχυρίζεται ότι ο Κούντερα λειτουργεί στο σύνολο του έργου του περισσότερο με ένα ενιαίο πρίσμα παρά με σεναριακή αυτοτέλεια στο κάθε δημιούργημά του. Η θεματική καθώς και οι επεκτάσεις της εμπεριέχονται σ’ αυτό το γενικό όραμα. Κάθε νέο βιβλίο εκδηλώνει την πιο πρόσφατη θέση της προσωπικής του φιλοσοφίας. Και κάποιες από τις επεκτάσεις αυτές αφορούν την εξορία, τη ζωή πέρα από δεδομένες έννοιες όπως η αγάπη, η τέχνη, η σοβαρότητα, στην ιστορία ως μια συνεχή επανάληψη και στην ευχαρίστηση που μπορεί να περιέχει μια λιγότερο “σημαντική” ζωή (François Ricard, 2003).
Αρκετοί από τους χαρακτήρες του Κούντερα προβάλλονται ως παράγωγα τέτοιων επεκτάσεων ολοκληρωτικά αναπτυσσόμενων στο σύνολο της ανθρωπότητας. Οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων φαίνονται ασαφείς, ενώ συχνά άνω του ενός κύριοι χαρακτήρες χρησιμοποιούνται, ακόμα και στο σημείο της πλήρους διακοπής της παρουσίας του ενός και της συνέχειας της πλοκής με κάποιον καινοφανή.
Όπως έχει αναφέρει ο Φίλιπ Ροθ σε συνέντευξή του στο “The Village Voice”: “Η ενδόμυχη ζωή γίνεται κατανοητή υπό μια θεώρησή της ως το προσωπικό μυστικό του καθενός, ως πολύτιμη και ως η βάση της μοναδικότητάς του.”
Τα πρώιμα μυθιστορήματα του Κούντερα εξερευνούν το δίπολο τραγικότητας και κωμικότητας του ολοκληρωτισμού, παρ’ όλα αυτά ο ίδιος δεν τα θεωρεί πολιτικό σχολιασμό, σχολιάζοντας πως “Η καταδίκη του ολοκληρωτισμού δεν αξίζει ένα μυθιστόρημα”.
Κατά τον Μεξικανό μυθιστοριογράφο Κάρλος Φουέντες, ο Κούντερα “βρίσκει ενδιαφέρουσα την ομοιότητα μεταξύ του ολοκληρωτισμού και του αμνημόνευτου όσο και συναρπαστικού οράματος μιας εναρμονισμένης κοινωνίας όπου η προσωπική και κοινωνική ζωή ταυτίζονται υπό μια μοναδική θέληση και μοίρα…” Η εξερεύνηση του μαύρου χιούμορ μας τέτοιας φαύλης ομοιότητας θέματος φαίνεται βαθιά επηρεασμένη από τον επίσης Τσεχοσλοβάκο μυθιστοριογράφο Φραντς Κάφκα.
Ο Κούντερα αυτοπροσδιορίζεται ως μυθιστοριογράφος χωρίς μήνυμα. Για παράδειγμα, στην Τέχνη του Μυθιστορήματος, μια συλλογή από δοκίμιά του, ανακαλεί ένα περιστατικό με κάποιον Σκανδιναβό εκδότη, διστακτικό στην προοπτική της έκδοσης του μυθιστορήματος Αποχαιρετιστήριο Πάρτυ εξαιτίας του διαφαινόμενου μηνύματος κατά των εκτρώσεων. Ο συγγραφέας εξηγεί πως όχι μόνο ο εκδότης εσφαλμένα προσέδωσε μήνυμα στο έργο αλλά και ότι ο ίδιος “…είναι ευτυχής με την παρεξήγηση. Είχα επιτύχει ως μυθιστοριογράφος. Είχα επιτύχει στη συντήρηση της ηθικής ασάφειας της περίστασης. Είχα μείνει πιστός στην ουσία της τέχνης του μυθιστορήματος: στην ειρωνεία. Και η ειρωνεία δε δίνει δεκάρα για μηνύματα!”
Ο Κούντερα είχε επίσης παρεμβάλει στο έργο του θέματα σχετικά με τη μουσική, αναλύοντας την τσέχικη παραδοσιακή μουσική παραθέτοντας τη διαδρομή απ’ τον Λέος Γιάνατσεκ έως τον Μπέλα Μπάρτοκ. Ευρύτερα στη γραφή του εισάγει μουσικά αποσπάσματα στο κείμενο (για παράδειγμα στο βιβλίο του Το Αστείο) ή συζητά περί του Άρνολντ Σένμπεργκ και της Ατονικότητας.
Διώξεις
Στις 13 Οκτωβρίου του 2008 η τσέχικη εβδομαδιαία εφημερίδα Respekt δημοσίευσε έρευνα που διεξήγαγε το “Τσέχικο Ινστιτούτο Σπουδών Ολοκληρωτικών Καθεστώτων” [8], η οποία φέρει τον Μίλαν Κούντερα ως καταγγέλλοντα στην αστυνομία έναν νεαρό πιλότο, τον Μίροσλαβ Ντβοράτσεκ. Η έρευνα βασίστηκε σε αστυνομικό αρχείο του 1950 το οποίο ανέφερε ως πληροφοριοδότη τον “Μίλαν Κούντερα, γεννηθέντα 1.4.1929”. Ως θύμα της επακόλουθης σύλληψης υποδεικνυόταν ο Μίροσλαβ Ντβοράτσεκ, ο οποίος φερόταν να άφησε την Τσεχοσλοβακία κατόπιν εντολής να καταταγεί στο πεζικό απαλλασσόμενος από τα καθήκοντά του στην Αεροπορική Ακαδημία και επέστρεψε στην Τσεχοσλοβακία ως δυτικός κατάσκοπος [9]. Ο Ντβοράτσεκ επέστρεψε μυστικά μέσω του φεγγίτη στο φοιτητικό θάλαμο της Ίβα Μιλίτκα, ερωμένης ενός φίλου του. Η Μιλίτκα έβγαινε και αργότερα παντρεύτηκε με κάποιον συμμαθητή, τον Ιβάν Ντλασκ, ο οποίος γνώριζε τον Κούντερα [9]. Τα αστυνομικά αρχεία της εποχής αναφέρουν ότι η Μιλίτκα ανέφερε την παρουσία του Ντβοράτσεκ στην πόλη, πρώτα στον Ντλασκ, εκείνος στον Κούντερα κι εκείνος τελικά στην αστυνομία [9]. Παρόλο που η κομμουνιστική εισαγγελία ζήτησε τη θανατική ποινή του Ντβοράτσεκ, εκείνος τελικά καταδικάστηκε σε 22 χρόνια φυλάκισης, του επιβλήθηκε πρόστιμο 10.000 κορόνες για καταπάτηση περιουσίας, του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα. Τελικά εξέτισε 14 χρόνια καταναγκαστική εργασία σε κομμουνιστικό στρατόπεδο και σε ορυχείο ουρανίου έως και την αποφυλάκισή του [10].
Έπειτα από τη δημοσίευση της Respekt (στην οποία αναφέρεται ότι ο Μίλαν Κούντερα δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον Ντβοράτσεκ), ο Κούντερα αρνήθηκε την κατηγορία [10], αναφέροντας ότι δεν τον γνώρισε ποτέ καθώς κι ότι δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τη γνωριμία του με τη Μιλίτκα. Οι δηλώσεις του εξαγγέλθηκαν στην Τσεχία και έχουν μεταφραστεί (παραφρασμένα και συντομογραφικά) στην αγγλική γλώσσα. Στις 14 Οκτωβρίου του 2008 η Υπηρεσία Σωμάτων Ασφαλείας της Τσεχίας απέκλεισε το ενδεχόμενο να είναι πλαστά τα αστυνομικά αρχεία της εν λόγω έρευνας αλλά αρνήθηκε να προβεί σε οποιεσδήποτε επεξηγήσεις [12]. Ο Βότσεκ Ρίπκα του “Τσέχικου Ινστιτούτου Σπουδών Ολοκληρωτικών Καθεστώτων” ανέφερε σχετικά “υπάρχουν δύο ειδών εμπεριστατωμένες αποδείξεις, η έκθεση της αστυνομίας και τα σχετικά έγγραφα της, αλλά φυσικά δεν μπορούμε να είμαστε 100% βέβαιοι. Εκτός κι αν αναζητήσουμε τους επιζήσαντες αναμεμειγμένους, πράγμα που δυστυχώς είναι αδύνατον, η υπόθεση δεν θα μπορεί να ολοκληρωθεί”. Επίσης προσέθεσε ότι η υπογραφή της αστυνομικής έκθεσης ταιριάζει με το όνομα εργαζόμενου στο αντίστοιχο τμήμα των Σωμάτων Ασφαλείας αλλά λείπει το αστυνομικό πρωτόκολλο.
Ο Ντοβοράτσεκ έχει νωπές τις μνήμες και θεωρεί ακόμα ότι προδόθηκε από την Ίβα Μιλίτκα. Η σύζυγός του αμφισβητεί τις “αποδείξεις εναντίον του Μίλαν Κούντερα. Ο Ντλασκ που φέρεται από το αστυνομικό δελτίο να ανέφερε στον Κούντερα την παρουσία του Ντβοράτσεκ στην πόλη, πέθανε το 1990. Είχε αναφέρει στη γυναίκα του, Μιλίτκα, τη γνωστοποίησή του στον Κούντερα για την άφιξη του Ντβοράτσεκ. Δύο μέρες μετά την ευρεία κυκλοφορία του δημοσιεύματος, μια πτυχή της ιστορίας εκτέθηκε από τον ιστορικό λογοτεχνίας Ζντένεκ Πέσατ. Κατ’ αυτήν, ως πληροφοριοδότης αναφέρεται ο Ντλασκ ο οποίος του είχε προσωπικά εκμυστηρευτεί την πράξη του” [15]. Ο Πεσάτ, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή μέλος ενός παρακλαδιού του Τσεχοσλοβάκικου Κομμουνιστικού Κόμματος ανέφερε την πεποίθησή του ότι ο Ντλασκ κατέδωσε τον Ντβοράτσεκ ούτως ώστε να προστατέψει την κοπέλα του από τις συνέπειες της επαφής της με κάποιον πράκτορα-προβοκάτορα. Το γεγονός ότι ως όνομα του πληροφοριοδότη στην έκθεση της αστυνομίας αναφέρεται το όνομα του Κούντερα, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο εκείνος να πληροφόρησε την αστυνομία (και όχι το παρακλάδι του Τσεχοσλοβάκικου Κομμουνιστικού Κόμματος) ξεχωριστά από τον Ντλασκ.
Ανάμεσα στις έντυπες αντιδράσεις στο δημοσίευμα, υπάρχει και εκείνη του Τσέχου συγγραφέα Ίβαν Κλίμα υπό τη μορφή άρθρου σε ημερήσιο φύλλο της εφημερίδας “Lidové”: “Από την πλευρά του αναγνώστη, είναι απολύτως δικαιολογημένα τα αισθήματα λύπης κι απογοήτευσης όπως και η κλονισμένη εμπιστοσύνη προς κάποιον που θαυμάζαμε και πιστεύαμε. Όμως κανένα απ’ αυτά δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει ή να συγχωρέσει τα δικά μας παραπτώματα”. Ο Βάτσλαβ Χάβελ επίσης έχει δηλώσει τη δυσπιστία του προς την όλη ιστορία.
Η γερμανική εφημερίδα Die Welt σχολίασε το γεγονός συγκρίνοντας τον Μίλαν Κούντερα με τον νομπελίστα συγγραφέα και δραματουργό Γκίντερ Γκρας, για τον οποίο, το 2006, αποκαλύφθηκε ότι υπηρέτησε στη Waffen-SS (Ένοπλα SS) κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο[18].
Στις 3 Νοεμβρίου του 2008, 11 παγκοσμίου φήμης συγγραφείς ανακοίνωσαν τη στήριξη τους στον Μίλαν Κούντερα. Ανάμεσα στους μυθιστοριογράφους που τον υποστήριξαν ήταν οι Σαλμάν Ρασντί, Φίλιπ Ροθ, Κάρλος Φουέντες, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Τζον Μάξγουελ Κοτσί, Ορχάν Παμούκ, Ζωρζ Σεμπρούν και Ναντίν Γκορντιμέρ. Ανάμεσα στους υπογράφοντες βρίσκονταν, επίσης, τέσσερις κάτοχοι του βραβείου Νόμπελ.