ΑΡΘΡΟ/Κ.Ελευθερίου: Η ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξαντλείται στην αλλαγή ηγεσίας όταν δεν έχει διασφαλιστεί η ενότητα
Είναι βέβαιο ότι η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και η απώλεια περίπου των μισών ψήφων του σε σχέση με το 2019 συνιστά ένα από τα πλέον εμφατικά γεγονότα των προσφάτων εκλογών. Το κόμμα είδε ψηφοφόρους του να κινούνται προς όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις, υπέστη απώλειες σε μέχρι πρότινος εκλογικά κάστρα και προνομιακές γι’ αυτό κοινωνικές κατηγορίες και στην ουσία μαζί με το ΜΕΡΑ25 προέκυψε ως μόνος χαμένος σε εκλογές στις οποίες όλα τα άλλα κόμματα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης κέρδισαν κάτι.
Του Κώστα Ελευθερίου, Επίκουρου καθηγητή Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και συντονιστή κύκλου πολιτικής ανάλυσης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Ως συνήθως, τα αίτια μιας τέτοιας εκλογικής μεταβολής δεν εντοπίζονται αποκλειστικά στην προεκλογική συγκυρία αλλά έχουν αναφορά και σε πιο μακροπρόθεσμες τάσεις, οι οποίες στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ανάγονται στην επιπόλαιη ανάγνωση του αποτελέσματος των εκλογών του 2019 αλλά και στον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο οργάνωσε την αντιπολιτευτική του παρέμβαση και τη λεγόμενη διεύρυνσή του από το 2019 έως το 2023.
Το γεγονός δε ότι η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται σε μια γενικότερη στρατηγική ήττα της Κεντροαριστεράς –αν συνυπολογίζουμε και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ– έναντι της Κεντροδεξιάς διαμορφώνει μια συνθήκη στην οποία βασικά δεδομένα του ελληνικού κομματικού συστήματος αμφισβητούνται, τόσο στο επίπεδο του κατακερματισμού της αριστερής/κεντροαριστερής ψήφου, η οποία πλέον είναι μειοψηφική, όσο και στο επίπεδο της ανάδειξης μιας πολυπρόσωπης Ακροδεξιάς, η οποία φαίνεται πως διεκδικεί και εκφράζει έναν αξιακά και πολιτικοϊδεολογικά διακριτό κοινωνικό χώρο.
Το πώς επομένως θα μεθοδεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ την ανασυγκρότησή του σε ένα δυσμενές πλέον πολιτικό περιβάλλον θα έχει επίδραση αφενός στο πώς θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο και αφετέρου στο πώς θα αποφευχθεί η δυσοίωνη προοπτική να αναδειχθεί στα επόμενα χρόνια η Ακροδεξιά σε βασική αντιπολίτευση προς τη Νέα Δημοκρατία.
Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για ένα θέμα εσωκομματικής κατανάλωσης που σχετίζεται με αντιπαραθέσεις προσωπικών φιλοδοξιών ή ματαιώσεων, αλλά για ένα ζήτημα που συναρτάται με το μέλλον μέρους της ελληνικής κοινωνίας σε ό,τι αφορά την πολιτική του εκπροσώπηση.
Υπό αυτήν την έννοια, ο βηματισμός του κόμματος στον επόμενο χρόνο θα είναι κρίσιμος. Συνήθως τα κόμματα, μετά από τέτοιου είδους «τραυματικές» εκλογικές αποτυχίες, επιχειρούν να δείξουν στην κοινή γνώμη τη βούλησή τους να αλλάξουν ουσιαστικά, άλλοτε μεταβάλλοντας τη σύνθεση της κομματικής τους ελίτ, άλλοτε προβαίνοντας σε νέες ιδεολογικές σχηματοποιήσεις και άλλοτε προωθώντας οργανωτικές καινοτομίες. Προφανώς, επειδή κανένα πολιτικό κόμμα δεν είναι μια ενιαία και συμπαγής οντότητα, αλλά, αντίθετα, αποτελεί ένα σύνολο εσωκομματικών ομάδων, τάσεων ή ρευμάτων, η κατεύθυνση της όποιας αλλαγής αποτελεί ένα κρίσιμο εσωκομματικό επίδικο, το οποίο προκαλεί εσωτερικές αντιθέσεις. Αυτή η εσωτερική ετερότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην μια διαλυτική συνθήκη, καθώς σε κόμματα κυβερνητικής φιλοδοξίας και σχετικώς πλατιάς εκλογικής επιρροής είναι αναμενόμενο να υπάρχει πολιτικός πλουραλισμός.
- Το ερώτημα είναι το πώς ένα κόμμα μέσα από τη συλλογική του λειτουργία οργανώνει αυτή την ετερότητα και δεν την αφήνει να λειτουργήσει σαν παράγοντας κατακερματισμού και ρευστοποίησής του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την αποχώρηση του Αλ. Τσίπρα από την ηγεσία, είναι αναγκασμένος να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του πολιτικού του προσωπικού στις νέες συνθήκες, να επινοήσει εκ νέου την πολιτική του ταυτότητα με αναφορά στις κοινωνικές σχέσεις και ανάγκες τού σήμερα και, το κυριότερο, να ενεργοποιήσει την οργανωτική του σκευή στο κοινωνικό πεδίο, για να μπορέσει να διαμορφώσει μια επόμενη μέρα που θα συνεχίζει να τον καθιστά αναγνωρίσιμη έκφραση μιας κυβερνώσας Αριστεράς.
Πρόκειται για ένα σύνθετο, απαιτητικό, αλλά απολύτως αναγκαίο έργο, στο βαθμό που, μέχρι τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024, διακυβεύεται η επιβίωση του κόμματος ως της, έστω και οριακά, κύριας δύναμης ενός κατακερματισμένου αντιπολιτευτικού χώρου. Και είναι σαφές ότι αυτό το εγχείρημα ανασυγκρότησης δεν εξαντλείται στην αλλαγή ηγεσίας, όταν, φερ’ ειπείν, δεν έχει διασφαλιστεί η ενότητα στις τάξεις του κόμματος, ούτε σε μια επανεπεξεργασμένη προγραμματική πρόταση, όταν δεν έχει επιτευχθεί η οργανωτική σύνδεση του κόμματος με τα κοινωνικά υποκείμενα στα οποία αυτή αναφέρεται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κάνει πολλά, σε βραχύ χρόνο, αντιμετωπίζοντας χρόνιες αδράνειες και παθογένειες και προσπαθώντας την ίδια στιγμή να βγει από την αναπόφευκτα μεγάλη σκιά του τέως ηγέτη του. Τι έχει όμως; Έχει μια εκλογική βάση, συρρικνωμένη πια στα δεδομένα του Μαΐου του 2012, η οποία ωστόσο επέλεξε, σε μια φάση πολιτικής υποχώρησης του κόμματος, να στοιχηθεί προς αυτό και η οποία εξακολουθεί να αναμένει κάποιου είδους αντίδραση από το κόμμα στην διαμορφούμενη κατάσταση στο πολιτικό πεδίο. Από το πώς θα ανταποκριθεί η κομματική ελίτ και ο εν γένει κομματικός οργανισμός ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την πρόκληση θα κριθεί και η έκβαση του όποιου εγχειρήματος ανασυγκρότησης.