Πώς θα σταματήσει ο κατήφορος της Δημόσιας Υγείας;
Αυτό αναρωτιούνται οι εκπρόσωποι των εργαζόμενων στα δημόσια νοσοκομεία και επισημαίνουν ότι τα τελευταία τραγικά γεγονότα, το ένα μετά το άλλο αναγκάζουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση να ασχολούνται κατά προτεραιότητα με τα προβλήματα της Δημόσιας Υγείας.
«Περάσαμε τρία δύσκολα χρόνια με τη πανδημία, ασθενείς και προσωπικό, και παρ’ ότι απεδείχθη ο ανεκτίμητος και αναντικατάστατος ρόλος του ΕΣΥ, χάσαμε τα τρία αυτά χρόνια μία μοναδική ευκαιρία αναγέννησης του ΕΣΥ», τονίζει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), κ. Μιχάλης Γιαννάκος. «Μας δώρισαν υπερσύχρονο εξοπλισμό και δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε. Η λίστα αναμονής για διαγνωστικές εξετάσεις σε πολλά νοσοκομεία υπερβαίνει το ένα έτος», υπογραμμίζει.
Να σταματήσει ο λειτουργικός κατήφορος του ΕΣΥ
«’Κάλλιο αργά παρά ποτέ’, θα λέγαμε σήμερα για την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο υπουργείο Υγείας. Για να σταματήσει, όμως, ο λειτουργικός κατήφορος του ΕΣΥ -που ξεκίνησε από τη πρώτη ημέρα των μνημονίων με την περικοπή δαπανών, προσωπικού και μισθών- θα πρέπει να γίνουν άμεσες και ουσιαστικές παρεμβάσεις.
Να σταματήσει κάθε σκέψη για ιδιωτικοποίηση. Στη χώρα μας, το 40% των συνολικών δαπανών είναι ιδιωτικές δαπάνες υγείας, είτε μέσω συμμετοχής στη δαπάνη είτε με απευθείας πληρωμές από τις τσέπες των ασθενών. Σήμερα, δύο νοσοκομεία στο ΕΣΥ λειτουργούν με ιδιωτικό νομικό καθεστώς, με τις ίδιες ακριβώς παθογένειες:
· Το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου), με σημαντικές ελλείψεις προσωπικού, πολύωρες αναμονές των ασθενών στα επείγοντα, τρία χρόνια λίστα αναμονής για τακτικό χειρουργείο.
· Το Νοσοκομείο Σαντορίνης (ως μονομετοχική Ανώνυμη Εταιρεία του δημοσίου) που εδώ και πολύ καιρό δεν υπάρχει παθολόγος, πνευμονολόγος, μικροβιολόγος, αναισθησιολόγος.
Χρειαζόμαστε ισχυρό δημόσιο ΕΣΥ με αύξηση των δημοσίων δαπανών για την υγεία!
Με το 5% που είναι σήμερα (οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία) όλοι γνωρίζουν ότι δεν φτιάχνει. Ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 7,5% για τις δημόσιες δαπάνες υγείας.
Το ΕΣΥ χρειάζεται ενίσχυση σε προσωπικό!
45.000 είναι οι κενές οργανικές θέσεις στα νοσοκομεία και υπηρετούν 20.000 συμβασιούχοι. Θα πρέπει άμεσα να μονιμοποιηθούν, όπως είναι η δέσμευση της κυβέρνησης και να προσληφθούν 20.000 μόνιμοι υπάλληλοι όλων των ειδικοτήτων.
Να είναι σύντομος ο χρόνος επιλογής από το ΑΣΕΠ του προσωπικού, και όχι όπως τώρα πέντε χρόνια. Να μην γίνεται ανακύκλωση του υπηρετούντος προσωπικού με τους συμβασιούχους να καταλαμβάνουν μέσω προκηρύξεων θέσεις μόνιμων.
Για να συμβεί αυτό πρέπει επιτέλους η πολιτεία να είναι ειλικρινής με το υγειονομικό προσωπικό και να τους ανταμείβει ανάλογα της προσφοράς.
Δεν πάει να δουλέψει ο γιατρός με 1.850 ευρώ το μήνα, ο νοσηλευτής και διασώστης με 800 ευρώ το μήνα, ο τραυματιοφορέας με 650 ευρώ το μήνα σε περιφερειακό νοσοκομείο, Κέντρο Υγείας, ΕΚΑΒ, μακριά από το τόπο πατρικής κατοικίας. Δεν επιτρέπεται να μην είμαστε ενταγμένοι στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, με το θετικό πόρισμα της επιτροπής Μπεχράκη, που σύστησε η κυβέρνηση, το οποίο βρίσκεται δυόμιση έτη στα συρτάρια του υπουργείου Εργασίας.
Δεν επιτρέπεται να γυρίζουν πίσω οι εργολάβοι στις υπηρεσίες στήριξης (καθαριότητα, φύλαξη, εστίαση) και να απολύονται σταδιακά 6.000 συμβασιούχοι με ενεργείς συμβάσεις. Εργολάβοι που στοιχίζουν τα διπλά χρήματα για το δημόσιο και επαναφέρουν τον εργασιακό μεσαίωνα.
Εξαιτίας αυτών, αντιμετωπίζουμε αυτήν την κατάσταση με τις τραγικές ελλείψεις στα περιφερειακά νοσοκομεία της νησιωτικής και ηπειρωτικής χώρας. Προτιμούν οι επαγγελματίες υγείας να πάνε στην Κύπρο ή σε άλλες χώρες με πολλαπλάσια χρήματα και παροχές!
Το πρόβλημα των ράντζων δεν λύνεται με διοικητικά μέτρα!
Έχουμε λιγότερες νοσοκομειακές κλίνες από όσες χρειαζόμαστε. Στη χώρα μας λειτουργούν 3,5 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους και ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 5,3 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους. Εμείς κλείναμε νοσοκομεία τη περίοδο των μνημονίων οι άλλες χώρες λειτουργούσαν νέα.
Άλλος σημαντικός λόγος για τα ράντζα είναι η επισφαλής λειτουργία των περισσοτέρων περιφερειακών νοσοκομείων, που λειτουργούν ως κέντρα διακομιδών προς τα νοσοκομεία της Αττικής και τα άλλα μεγάλα της περιφέρειας.
Η πρωτοβάθμια περίθαλψη κατέρρευσε!
Το διαπιστώνει κανείς με μια επίσκεψη στα επείγοντα νοσοκομείου σε εφημερία: 10 ώρες αναμονή για εξέταση.
Ο θεσμός του προσωπικού γιατρού δεν προχώρησε. Έχουν εγγραφεί 3.500 γιατροί ως προσωπικοί και μόνο 1.200 εξ αυτών ιδιώτες. Οι 2.300 γιατροί που είναι προσωπικοί και υπηρετούν σε κέντρα υγείας και άλλες μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης δεν προλαβαίνουν να κάνουν τον προσωπικό γιατρό. Εφημερεύουν στα Κέντρα Υγείας, σε κοντινά νοσοκομεία, βλέπουν συνεχώς ασθενείς, κάνουν επισκέψεις κατ’ οίκον.
Εάν τεθούν όρια από τον ΕΟΠΥΥ στη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, θα δηλώσουν συμμετοχή οι ιδιώτες γιατροί. Το ίδιο γίνεται και στα νοσοκομεία. Προσπαθούν να προσλάβουν ιδιώτες γιατρούς με μπλοκάκι με περισσότερα χρήματα από τους γιατρούς του ΕΣΥ και δεν ανταποκρίνονται. Το 40% των χειρουργικών αιθουσών δεν λειτουργεί λόγω έλλειψης αναισθησιολόγων και νοσηλευτών.
Για παράδειγμα:
· Στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης είναι ανεπτυγμένες 70 αίθουσες χειρουργείων και λειτουργούν οι 43.
· Στο ΑΤΤΙΚΟΝ, από τις 14 αίθουσες χειρουργείων λειτουργούς οι 7.
Για αυτό, οι αναμονές για χειρουργείο ξεπερνάνε τα δύο έτη.
Τι χρειάζεται το ΕΣΥ;
Χρήματα, προσωπικό, μονιμοποίηση συμβασιούχων, ικανές διοικήσεις, αξιοκρατία στην επιλογή προϊστάμενων -που τώρα δεν υπάρχει σε πολλά νοσοκομεία- αύξηση μισθών, ειλικρίνεια προς τους υγειονομικούς, ένταξη στα ΒΑΕ», καταλήγει συνοψίζοντας ο κ. Μιχ. Γιαννάκος.