ΣΥΡΙΖΑ vs ΠΑΣΟΚ: Ποιός θα νικήσει;- Νέο λάθος της Κουμουνδούρου ο “εμφύλιος” της κεντροαριστεράς
Η τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα για την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξόχως προβληματική. Πρώτον, γιατί έκανε λόγο για “στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής”, και, δεύτερον, διότι μετέθεσε σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη στα κόμματα που δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή του για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.
Ο απολογισμός δεν χωλαίνει απλώς, είναι παράλογος. Ενώ ο Αλέξης Τσίπρας είχε εστιάσει την προεκλογική καμπάνια του στο ανεδαφικό αφήγημα περί συνεργασιών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης λεηλατούσε την εκλογική του βάση (το 11% των ψηφοφόρων ΣΥΡΙΖΑ του 2019 μετατοπίστηκαν απευθείας στη Ν.Δ) και πολλοί άλλοι ψηφοφόροι του δραπέτευαν προς κάθε κατεύθυνση. Εξακόσιες χιλιάδες ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη στον ΣΥΡΙΖΑ! Η “ληστεία του αιώνα” ήταν σε πλήρη εξέλιξη κάτω από τα πόδια του και ο ίδιος αγωνιούσε να στηρίξει λογικά (;) την πιθανότητα κυβερνητικής σύμπραξης με τον ίδιο, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Δημήτρη Κουτσούμπα στο ίδιο τραπέζι. Αλήθεια, τώρα;
Αλλά ακόμα κι αν ως υπόθεση εργασίας παρέμενε ζωντανή μία τέτοια πιθανότητα, το 41% της Ν.Δ θα την αναιρούσε πλήρως. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με τις εμμονές και τις ιδεοληψίες: χάνεις την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου.
Με την δήλωσή του σχετικά με το οδυνηρό (για τον ΣΥΡΙΖΑ) εκλογικό αποτέλεσμα, ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε τον μικρό εμφύλιο της κεντροαριστεράς απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Όμως, πόσο μελαγχολικο είναι να ξεκινάς την καμπάνια της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης με το δίλημμα “Τσίπρας ή Μητσοτάκης” για την διακυβέρνηση και να καταλήγεις στην έναρξη της δεύτερης με το σύνθημα “Τσίπρας ή Ανδρουλάκης” για την αξιωματική αντιπολίτευση…
Το ερώτημα που προβάλλει τώρα, στην πορεία προς την 25η Ιουνίου, είναι ποιό από τα δύο κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ vs ΠΑΣΟΚ) έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να επικρατήσει σε αυτή την μάχη. Ασχέτως των τελικών ποσοστών, από τις 26 του μήνα και μετά ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει μάλλον τους οιωνούς με το μέρος του.
Κι αυτό διότι:
-Δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να επιστρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόροι που επέλεξαν είτε τη Ν.Δ, είτε το ΠΑΣΟΚ. Τι θα αλλάξει έως τότε; Τουναντίον, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης διολίσθησης -όπως εύστοχα παρατήρησαν οι Γαβριήλ Σακελλαρίδης, Δημήτρης Χριστόπουλος, ακόμα και ο εξάδελφός του βουλευτής του κόμματος Γιώργος Τσίπρας.
-Στην επόμενη Βουλή, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα είναι ένα νέο πρόσωπο, καθώς μετά από σχεδόν 18 μήνες στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα βρεθεί για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά έδρανα και θα μπορεί να αντιπαρατίθεται με τον πρωθυπουργό και τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Θα έχει ως εκ τούτου την δυνατότητα να ενισχύσει το αρχηγικό του προφίλ και, εφόσον κινηθεί έξυπνα, να προβάλλει εαυτόν ως εναλλακτική λύση διακυβέρνησης σε βάθος χρόνου. Τον χρόνο αυτόν τον έχει, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης -εκτός εκλογικού απροόπου που θα μπορούσε να προκύψει από την είσοδο στη νέα Βουλή ενός ή δύο επιπλέον κομμάτων (Νίκη, Πλεύση Ελευθερίας) που θα αλλάξει το όριο αυτοδυναμίας- θα διαθέτει λευκή επιταγή διακυβέρνησης με εντολή τετραετίας.
-Ο ΣΥΡΙΖΑ θα εισέλθει σε βαθιά περιδίνηση στην περίπτωση που είτε απομειωθεί περαιτέρω το ποσοστό του, είτε συγκεντρώσει πάλι 20% ή και κάτι περισσότερο. Στοιχείο αυτής της εσωστρέφειας θα είναι εκ των πραγμάτων και η διαδικασία αλλαγής φρουράς στην ηγεσία του κόμματος. Εφόσον, όπως όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν, ο Αλέξης Τσίπρας δρομολογήσει τις διαδικασίες διαδοχής θα προκύψουν δύο σενάρια: ή ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει το φάσμα της πλήρους πολιτικής κατάρρευσης, δεδομένου ότι πάρα πολλοί ψηφοφόροι του τον ακολούθησαν λόγω της χαρισματικότητας του Αλέξη Τσίπρα, ή ο/η νέος/νέα αρχηγός θα χρειαστεί αρκετό χρόνο να αναδιατάξει τις δυνάμεις του κόμματος και να αλλάξει την ιδεολογική του ταυτότητα και τοποθέτηση στο πολιτικό φάσμα. Αυτόν τον χρόνο είναι βέβαιο πως θα τον αξιοποιήσει στο έπακρο ο Νίκος Ανδρουλάκης. Με την επιρροή του, δε, στους κεντρώους ψηφοφόρους να είναι δέκα μονάδες πάνω απ΄ αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ (25% έναντι 16%, με το ποσοστό της Ν.Δ στο 40,6%), το προβάδισμα είναι σαφέστατο.
Περίπου δέκα χρόνια μετά την πολιτική έκρηξη του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς υπαρξιακής κρίσης. Το πλεονέκτημα της αδιαμεσολάβητης σχέσης του Αλέξη Τσίπρα με τον λαό έχει τρωθεί σε σημείο διάβρωσης, ενώ αμφισβητείται ακόμα και η δεξιοτεχνία του στον τακτικισμό. Το γεγονός, μάλιστα, ότι από την πρώτη στιγμή απέφυγε να κάνει γενναία προσωπική αυτοκριτική και να εκδιώξει κακήν κακώς όλους τους στρατηγούς της συντριβής (από τους συμβούλους του, την κομματική ηγεσία, την επικοινωνιακή ομάδα κ.ά), βαραίνει ακόμα περισσότερο το κλίμα.
Θα χρειαστεί χρόνος, εκ βάθρων αλλαγή της πολιτικής τοποθέτησης του ΣΥΡΙΖΑ, ανανέωση του πολιτικού προσωπικού με περιθωριοποίηση όλων εκείνων που σηματοδοτούν το παρελθόν και ανάδειξη μιας κεντροαριστερής τεχνοκρατίας για να μπορέσει να επιστρέψει ως κόμμα εξουσίας. Και, βεβαίως, μία ηγεσία που να αποτελεί συνέχεια του Αλέξη Τσίπρα αλλά να μπορεί και να τον υπερβαίνει. Το πρόσωπο στο οποίο συγκλίνουν αρκετοί είναι γνωστό. Κι απ΄ ότι φαίνεται, για πολλούς λόγους, είναι μάλλον η καλύτερη λύση και στον κατάλληλο χρόνο θα την υποδείξει ο ίδιος ο σημερινός αρχηγός του κόμματος.