Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατά Ερντογάν: Διαρκής η διάκριση κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Τη διάκριση που υφίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως από τις τουρκικές αρχές καταγράφει η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις θρησκευτικές ελευθερίες ανά τον κόσμο για το έτος 2022. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στην πάγια έκκληση της αμερικανικής πλευράς για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Η ετήσια έκθεση για τις θρησκευτικές ελευθερίες απευθύνεται προς το Κογκρέσο και περιγράφει την κατάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας σε όλο τον κόσμο, περιέχοντας ξεχωριστό κεφάλαιο για κάθε χώρα.
Η έκθεση αναφέρεται σε κυβερνητικές πολιτικές που παραβιάζουν θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές ομάδων, θρησκευτικών δογμάτων και ατόμων, καθώς και στις πολιτικές των ΗΠΑ για την προώθηση της θρησκευτικής ελευθερίας σε όλο τον κόσμο. Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ υποβάλλει αυτή την έκθεση σύμφωνα με τον Νόμο περί της Διεθνούς Θρησκευτικής Ελευθερίας του 1998.
Η καταγραφή των θρησκευτικών ελευθεριών στην Τουρκία
Σύμφωνα με την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η κυβέρνηση στην Τουρκία συνέχισε να μην αναγνωρίζει την ηγεσία ή τις διοικητικές δομές μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, όπως το Αρμενικό Αποστολικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το Αρχιραβινάτο. Το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζονται ως νομικά πρόσωπα σημαίνει ότι δεν μπορούν να αγοράσουν ή να κατέχουν τίτλο ιδιοκτησίας ή να ασκήσουν αξιώσεις στο δικαστήριο. Αυτές οι τρεις ομάδες, μαζί με άλλες μειονοτικές θρησκευτικές κοινότητες, έπρεπε να βασιστούν σε ανεξάρτητα ιδρύματα που είχαν προηγουμένως οργανώσει, τα οποία εποπτεύονταν από ξεχωριστά διοικητικά συμβούλια, για να κατέχουν και να ελέγχουν τη θρησκευτική τους περιουσία.
Η τουρκική κυβέρνηση χορήγησε και πάλι άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να πραγματοποιεί ετήσιες ακολουθίες στην Παναγία Σουμελά του 4ου αιώνα στην Τραπεζούντα. Τον Φεβρουάριο, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε ως «βεβήλωση» τις εικόνες που εμφανίστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου έδειχναν ένα συγκρότημα να παίζει ηλεκτρονική μουσική μέσα στο χώρο. Η τουρκική κυβέρνηση δεν επέτρεψε και πάλι στο Πατριαρχείο να τελέσει τις ετήσιες ακολουθίες στη Μονή του Αγίου Νικολάου στην Καππαδοκία.
Η κυβέρνηση στην Τουρκία συνέχισε να παρέχει εκπαίδευση σε σουνίτες μουσουλμάνους κληρικούς, περιορίζοντας, όμως, άλλες θρησκευτικές ομάδες να εκπαιδεύουν κληρικούς εντός της χώρας. Το Ελληνορθόδοξο και το Αρμενικό Πατριαρχείο συνεχίζουν να μην έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν επίσημη θεολογική εκπαίδευση εντός της χώρας.
Η τουρκική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει επισήμως το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου Α’ ως ηγέτη των περίπου 300 εκατομμυρίων Ορθοδόξων Χριστιανών στον κόσμο, αν και πολιτικοί ηγέτες και κυβερνητικά κλιμάκια φαίνονται να το αναγνωρίζουν ανεπίσημα. Η επίσημη θέση της κυβέρνησης παραμένει ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο θρησκευτικός ηγέτης μόνο της ελληνορθόδοξης μειονότητας εντός της χώρας.
Η κυβέρνηση συνέχισε να επιτρέπει μόνο σε Τούρκους πολίτες να ψηφίζουν στην Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή να έχουν τη δυνατότητα να εκλεγούν στη θέση του Πατριάρχη. Συνέχισε την πρακτική της να χορηγεί υπηκοότητα σε Ελληνορθόδοξους μητροπολίτες σύμφωνα με τους όρους της κυβερνητικής λύσης του 2011 που αποσκοπούσε στη διεύρυνση της ομάδας των υποψηφίων. Η κυβέρνηση συνέχισε να υποστηρίζει ότι οι ηγέτες των Ελληνορθόδοξων (Οικουμενικό Πατριαρχείο), των Αρμενικών Αποστολικών Ορθοδόξων και των Εβραϊκών κοινοτήτων πρέπει να είναι Τούρκοι πολίτες.
Στις 12-13 Σεπτεμβρίου, ο πρέσβης των ΗΠΑ για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία συναντήθηκε στην Άγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη με κυβερνητικούς ηγέτες, εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών και διάφορων θρησκευτικών κοινοτήτων. Σε συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, επανέλαβε την υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την επαναλειτουργία της Ιεράς Σχολής της Χάλκης και προέτρεψε την κυβέρνηση να δώσει άδεια για την εκπαίδευση των ελληνορθόδοξων κληρικών.
Όσον αφορά την Αγία Σοφία, σημειώνεται ότι η κυβέρνηση στην Τουρκία τη μετέτρεψε εκ νέου σε τζαμί το 2020 και ότι υπήρχαν αναφορές για βανδαλισμούς με στόχο χριστιανικά στοιχεία.