Συνταγματολόγοι στο libre: Μπορεί ο Κασιδιάρης να μπει στη Βουλή;- Τι λένε για την απόφαση που θα λάβει ο ΑΠ και τον απρόβλεπτο παράγοντα Κανελλόπουλο
Οι εθνικές κάλπες πλησιάζουν και παράλληλα τα περιθώρια για κόμματα και υποψήφιους που θα κατέλθουν στις εκλογές της 21ης Μαΐου, στενεύουν. Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις 5 Μαΐου ο Άρειος Πάγος θα ανακηρύξει τα κόμματα που δικαιούνται να κατέλθουν στις εθνικές εκλογές και θα εφαρμόσει έως τότε τον νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα, για να ελέγξει ποιος πραγματικά ηγείται του λεγόμενου «κόμματος Κασιδιάρη».
Ο καταδικασμένος για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης με το τρικ της αλλαγής του επικεφαλής επιχειρεί όπως όλα δείχνουν, να ξεπεράσει τον σκόπελο του Αρείου Πάγου.
Μέχρι τις 2 Μαΐου κάθε κόμμα πρέπει να υποβάλει στην ηλεκτρονική πύλη καταχώρησης υποψηφίων τους υποψηφίους βουλευτές του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ε.τ. Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος, έκανε γνωστό ότι αναλαμβάνει Πρόεδρος του «Εθνικού κόμματος ΕΛΛΗΝΕΣ» δηλαδή του «κόμματος Κασιδιάρη». Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν είναι ο μπροστινός και επιβεβαίωσε ότι ο Ηλίας Κασιδιάρης «θα είναι υποψήφιος στην Α’ Αθήνας».
Εκείνο που απομένει να δούμε είναι τι θα συμβεί. Αν δηλαδή το κόμμα το οποίο θα πριμοδοτήσει και θα συμμετάσχει ως υποψήφιος ο καταδικασμένος χρυσαυγίτης θα είναι μεταξύ εκείνων που θα ανακοινωθούν από τον Άρειο Πάγο.
Τις απόψεις τους για το θέμα καταθέτουν στο libre οι:
-Ιφιγένεια Καμτσίδου, Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης
-Γιάννης Α. Τασόπουλος, Καθηγητής ΕΚΠΑ, δικηγόρος
-Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Μια εκλογική ρύθμιση ανωφελής έως και επικίνδυνη
Πριν από 2 μήνες, η κυβερνητική πλειοψηφία τροποποίησε τον εκλογικό νόμο με δηλωμένη πρόθεση τον αποκλεισμό των φασιστικών ή/και νεοναζιστικών μορφωμάτων από την εκπροσώπησή τους στην Βουλή. Με την νέα ρύθμιση διευρύνεται η εξουσία του Αρείου Πάγου να ελέγχει όχι μόνο την νόμιμη ίδρυση των πολιτικών κομμάτων, αλλά και την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία τους.
Έτσι προβλέπεται πια ότι για να έχει ένα πολιτικό κόμμα την δυνατότητα να καταρτίσει συνδυασμό για τις βουλευτικές εκλογές θα πρέπει η ηγετική ομάδα του, ο νόμιμος εκπρόσωπος και η πραγματική ηγεσία του να μην έχουν καταδικασθεί -έστω σε πρώτο βαθμό- σε κάθειρξη για αδίκημα που θίγει την πολιτειακή εξουσία, τα πολιτειακά όργανα, την διεθνή θέση της χώρας και την δημόσια τάξη, ή για έγκλημα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισύρει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Ακόμη, προβλέπεται ότι η κρίση του ΑΠ σχετικά με το ότι η δράση του πολιτικού κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος «δύναται να λάβει χώρα μόνο όταν υφίσταται καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα», δηλαδή για εσχάτη προδοσία και για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις ελέγχονται από τον ΑΠ αυτεπαγγέλτως μέσα σε ασφυκτική προθεσμία 3 ημερών. Με άλλα λόγια, ένας δικαστικός σχηματισμός, που όμως δεν δικαιοδοτεί, αλλά διαμορφώνει την κρίση του χωρίς να δεσμεύεται από τις εγγυήσεις που περιβάλλουν την απονομή της δικαιοσύνης, αποκτά την εξουσία να διεισδύει στην λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και να εντοπίζει την «πραγματική ηγεσία» τους. Κανένας αποδεικτικός κανόνας, καμιά δικονομική εγγύηση, αντίθετα οι ανώτατοι δικαστές μπορεί υποβοηθούνται από «υπομνήματα» που έχουν την δυνατότητα να καταθέσουν οι πολιτικοί αντίπαλοι της ελεγχόμενης παράταξης.
Πάντως, η παραπάνω δραστική παρέμβαση του νομοθέτη στην αυτονομία των πολιτικών κομμάτων δείχνει να μην μπορεί να αποτρέψει την συμμετοχή των εκτρωμάτων της Χρυσής Αυγής στην εκλογική διαδικασία.
Με την προκήρυξη των εκλογών, συνταξιούχος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου προθυμοποιήθηκε να αναλάβει τα ηνία του νεοναζιστικού κόμματος της χώρας. Το αξίωμα που κατείχε μέχρι πρόσφατα προβάλλεται ως ακλόνητη πειστήριο της πραγματικής από αυτόν ανάληψης της ηγεσίας του κόμματος και εύλογα γεννιέται το ερώτημα με ποιο τρόπο και ποια μέσα ο Άρειος Πάγος θα αποδείξει ότι η διεύθυνση της παράταξης παραμένει στα χέρια του καταδικασμένου ιδρυτή της. Ο έλεγχος που τυχόν θα περιλαμβάνει την συστηματική αποτίμηση της εσωκομματικής ζωής δεν είναι μόνο πρακτικά ανέφικτος, αλλά και αντίθετος προς το Σύνταγμα που προστατεύει την λειτουργία των κομμάτων από οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση.
Ανάλογης έντασης θα είναι η προσβολή της πολιτικής αυτονομίας, σε περίπτωση που οι δικαστές επιχειρήσουν να στηρίξουν τον αποκλεισμό των συνδυασμών του κόμματος στην αδυναμία του να συμβάλλει στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τούτο προϋποθέτει να ληφθεί υπόψη η καταδίκη ιδρυτικού μέλους του (και πρώην προέδρου;) για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Αν ο Άρειος Πάγος επιχειρήσει να προστατεύσει την δημοκρατία από τους εχθρούς της μέσω της ασφυκτικής επιτήρησης της συλλογικής τους δράσης, το πλήγμα που θα επιφέρει στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δύσκολα θα μπορεί να επανορθωθεί.
Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα που αναδεικνύει η παραπάνω εξέλιξη, δεν έγκειται στην αναποτελεσματικότητα της απαγορευτικής ρύθμισης. Ο λαός έχει την ευκαιρία και την εξουσία να κρατήσει τους ναζί και τις κομματικές τους εκφράσεις στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής του τόπου.
Ο κίνδυνος για την δημοκρατία πηγάζει από την δημόσια συμπαράταξη πρώην εισαγγελικού λειτουργού με τον κομματικό φορέα του ολοκληρωτισμού και της βαρβαρότητας.
Επειδή δε πρόκειται για ένα σοβαρό κίνδυνο, δημιουργείται επείγουσα ανάγκη να συζητηθούν και να σχεδιαστούν οι δομικές αλλαγές που θα εξασφαλίζουν την στελέχωση της δικαιοσύνης με πρόσωπα τα οποία θα διαθέτουν τόσο επιστημονική επάρκεια, όσο και δημοκρατικό ήθος.
Η πραγματική ηγεσία ενός κόμματος μπορεί να είναι και συλλογική
Στο ζήτημα που συνδέεται με την καταδίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής σε πρώτο βαθμό, το άρθρο 102 του νόμου 5019/2023 (ΦΕΚ Α΄27) προβλέπει την αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών για τη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές, πολιτικών κομμάτων των οποίων υποψήφιοι βουλευτές ή ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροι είναι πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για τα αδικήματα των άρθρ. 134 (εσχάτη προδοσία), 187 και187Α ΠΚ (εγκληματική οργάνωση).
Το άρθρ. 102 ορίζει ότι “η πραγματική ηγεσία έχει την έννοια ότι πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα”.
Συνεπώς στην έννοια της πραγματικής ηγεσίας περιλαμβάνεται και η συλλογική ηγεσία, δηλαδή η περίπτωση όπου η τυπική και επίσημη ηγεσία του κόμματος μοιράζεται την κομματική αρχή με πρόσωπο που ασκεί στο κόμμα πραγματική ηγεσία, από κοινού με την τυπική. Η συλλογική ηγεσία του κόμματος εμπίπτει στις απαγορεύσεις του εν λόγω άρθρου.
- Κατά την άποψή μου, εφόσον προκύπτει και αποδεικνύεται με τήρηση όλων των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και της παροχής δικαστικής προστασίας ότι η πραγματική ηγεσία ενός κόμματος περιλαμβάνει πρόσωπα που εμπίπουν στις απαγορεύσεις του ανωτέρω άρθρου 102 τότε είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η απαγόρευση της κατάρτισης συνδυασμών για τη συμμετοχή του κόμματος αυτού στις βουλευτικές εκλογές.
Σχετικά με το ζήτημα της συνταγματικότητας της εν λόγω απαγόρευσης, είναι σημαντικό να είμαστε όσο το δυνατόν πιο σαφείς και καθαροί στις διακρίσεις μας.
Διαφέρουν λοιπόν: α) ο θεωρητικός λόγος και οι ιδέες, β) οι πράξεις και γ) τα έργα.
Η ελευθερία της έκφρασης προστατεύει κατ’ αρχήν απεριόριστα τις πολιτικές ιδέες χωρίς ουσιαστικές διακρίσεις ως προς το περιεχόμενό τους, με εξαίρεση οριακές περιπτώσεις όπως είναι στην Ευρώπη η άρνηση του Ολοκαυτώματος από τους κήρυκες του νεοναζισμού (PASTÖRS v. GERMANY, 55225/14, 3 Οκτωβρίου 2019). Η ελευθερία της έκφρασης προστατεύει όμως όχι μόνο το θεωρητικό corpus ιδεών, αλλά και την ενεργητική προβολή τους ως πολιτική πράξη, με σκοπό την διάδοσή τους για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης (άρθρ. 14 παρ. 1 Σ., “καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει […] τους στοχασμούς του τηρώντας του νόμους του κράτους”).
Ωστόσο το Σύνταγμα δεν προστατεύει απεριόριστα και αδιακρίτως τα έργα, δηλαδή τις συνέπειες και τα αποτελέσματα του πολιτικού λόγου, ως πολιτικής παρέμβασης και πράξης.
Τα έργα αυτά μπορεί να αφορούν ένα μεμονωμένο επεισόδιο, π.χ. μια συγκεκριμένη περίπτωση όπου κάποιος είπε ή δημοσίευσε κάτι για ένα άλλο πρόσωπο και το συμβάν έληξε εκεί, χωρίς συνέχεια. Μπορεί όμως και να αφορούν ευρύτερο σχέδιο που αναπτύσσεται σε περισσότερα επεισόδια.
Η κατάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα που απεργάζεται την καταστροφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι σίγουρα ένα σύνθετο σχέδιο του οποίου απώτερος στόχος είναι να ελέγξει τον “πυρήνα της κρατικότητας”, δηλαδή τους κατασταλτικούς και καταναγκαστικούς θεσμούς του κράτους με σκοπό να ανατρέψει το δημοκρατικό πολίτευμα. Η αντίδραση της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι στην απειλή αυτή μπορεί να πάρει διάφορες μορφές.
Στη χώρα μας υπό το Σύνταγμα του 1975 όπως ισχύει απορρίπτεται η εκδοχή της “αμυνόμενης δημοκρατίας”, ουσιώδες γνώρισμα της οποίας είναι η θέση πολιτικών κομμάτων εκτός νόμου λόγω της ιδεολογίας και των σκοπών του καταστατικού τους.
- Αν επιτρεπόταν, η απαγόρευση αυτή θα οδηγούσε σε περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης τόσο στο σκέλος των ιδεών όσο και της πολιτικής πράξης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δημοκρατία μας είναι αδύναμη και ευάλωτη απέναντι στους εχθρούς της. Αντίθετα έχει τα μέσα να αντιδράσει όταν υπάρχει καταδίκη έστω και πρωτόδικη, όπως στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής.
Πάντως, επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, η ύπαρξη του λεγόμενου «κόμματος Κασιδιάρη» στη δημόσια ζωή μας βοηθά να γνωρίσουμε καλύτερα τους ανθρώπους που επιλέγουν να συμπορευθούν πολιτικά με το κόμμα αυτό. Παραφράζοντας τη λαϊκή σοφία, «δείξε μου τους (πολιτικούς) φίλους σου να σου πω ποιος είσαι (από πολιτική άποψη)».
Ποιος θα είναι ο πραγματικός και ποιος ο φαινομενικός αρχηγός του κόμματος;
Πολύ πρόσφατα τροποποιήθηκε με το άρθρο 102 Ν. 5019/2023 το άρθρο 32 του εκλογικού νόμου (ΠΔ 26/2012) που προβλέπει ότι για να μπορεί να συμμετάσχει ένα κόμμα στις εκλογές θα πρέπει μεταξύ άλλων να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
α) Να μην έχει καταδικασθεί σε οποιοδήποτε βαθμό (ακόμα και πρώτο) η ηγεσία του κόμματος (τυπική ή πραγματική, υπονοώντας διάκριση μεταξύ τους) μεταξύ άλλων και για το αδίκημα της συγκρότησης, ένταξης ή διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 ΠΚ) σε ποινή κάθειρξης και
β) η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, κάτι που δεν συμβαίνει εάν υποψήφιοι βουλευτές ή ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροι ενός κόμματος έχουν καταδικασθεί μεταξύ άλλων σε οποιοδήποτε βαθμό (ακόμα και πρώτο) και για το ως άνω αδίκημα.
Η διάταξη φαίνεται να έχει θεσπισθεί ειδικά για το κόμμα «Εθνικό Κόμμα Έλληνες», το οποίο μέχρι τώρα έχει ως αρχηγό του τον καταδικασθέντα για το αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ πρώην Βουλευτή του κόμματος «Χρυσή Αυγή» Ηλία Κασιδιάρη, ο οποίος εκτός από αρχηγός του κόμματος είναι και ιδρυτικό μέλος και προτίθεται να είναι υποψήφιος στις επερχόμενες εκλογές και στην περίπτωση που παραιτηθεί θα θεωρηθεί διατελέσας πρόεδρος.
Ήδη ανακοινώθηκε ότι ο Κασιδιάρης προτίθεται να παραιτηθεί και να αναλάβει την προεδρία του κόμματος ο επίτιμος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος.
Ζήτημα γεννάται εάν ο κ. Κανελλόπουλος θα είναι ο πραγματικός ή ο φαινομενικός Αρχηγός του κόμματος ή εάν πραγματικός Αρχηγός θα παραμείνει ο Ηλίας Κασιδιάρης, κάτι το οποίο αποτελεί δυσδιάκριτο θέμα απόδειξης.
- Τα παραπάνω καλείται να ερευνήσει το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου κατά την εξέταση των υποψηφιοτήτων για την ανακήρυξη των συνδυασμών των κομμάτων και των συνασπισμών κομμάτων. Πριν ερευνήσει τα παραπάνω, όμως, ο Άρειος Πάγος καλείται να εξετάσει την συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 1 του εκλογικού νόμου και την συμβατότητά του με την ΕΣΔΑ.
Θα πρέπει να απαντήσει στο εάν η ρύθμιση είναι σύμφωνη με το άρθρο 29 παρ. 1 Συντάγματος, δηλ. εάν η διάταξη αυτή επιτρέπει την απαγόρευση συμμετοχής κόμματος στις εκλογές ή εάν η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές θεωρείται ισοδύναμη με την απαγόρευση λειτουργίας κόμματος που κατά την κρατούσα (και στην νομολογία του ΑΠ) ιστορική ερμηνεία της διάταξης θεωρείται μη επιτρεπτή κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη.
Επίσης, ο ΑΠ θα ερευνήσει εάν μπορεί να απαγορευθεί η συμμετοχή κόμματος στις εκλογές και για λόγους πέραν των όσων ορίζει το άρθρο 29 παρ. 1 Σ ως προϋπόθεση για την νόμιμη λειτουργία ενός κόμματος, δηλ. την εξυπηρέτησης της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος από την οργάνωση και την δράση του κόμματος, όπως και εάν η μη εξυπηρέτηση της λειτουργίας αυτής ταυτίζεται με την διάπραξη των αδικημάτων της εσχάτης προδοσίας, της εγκληματικής και της τρομοκρατικής οργάνωσης.
Ακόμα το Δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει, εάν εν προκειμένω το Σύνταγμα κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 51 παρ. 3 Σ απαιτεί όπως η καταδίκη των ως άνω προσώπων πρέπει να είναι αμετάκλητη και όχι απλά οριστική και εν πάση περιπτώσει εάν η επίμαχη διάταξη που αρκείται και σε οριστική καταδίκη παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ που απαιτεί σίγουρα αμετάκλητη καταδίκη.
Τέλος, θα πρέπει να κρίνει εάν τα στενά χρονικά περιθώρια εντός των οποίων καλείται να κρίνει τα παραπάνω ανταποκρίνονται στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 20 παρ. 1 Σ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Πέραν των ανωτέρω σοβαρών νομικών ζητημάτων που καλείται να εξετάσει ο Άρειος Πάγος εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ένας επίτιμος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αποφασίζει να δηλώσει ότι επιθυμεί να εκλεγεί Αρχηγός ενός κόμματος, όντας εκτός κόμματος μέχρι τώρα, σε αντικατάσταση του Ηλία Κασιδιάρη με την γνωστή πολιτική συμπεριφορά και το ανάλογο ύφος και ήθος.