Ανάλυση Bloomberg για Credit Suisse: Τα καλά και τα άσχημα νέα της εξαγοράς από UBS
Με μία μακροσκελή ανάλυσή το Bloomberg επιχειρεί να παραθέσει τις αρνητικές προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία μετά την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS.
Συγκεκριμένα με τίτλο «Η UBS έσωσε Credit Suisse. Τώρα για τα κακά νέα», το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg επισημαίνει πως ναι μεν η διάσωση της μεγάλης ελβετικής τράπεζας αποτέλεσε ένα θετικό γεγονός, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίον έγινε αλλά και οι αιτίες πίσω από την κατάρρευση του τραπεζικού κολοσσού εμπεριέχουν πτυχές οι οποίες μόνο ευοίωνες δεν είναι για το οικονομικό τοπίο.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, οι ελβετικές αρχές μπορεί να απέτρεψαν την καταστροφή αναγκάζοντας τη συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας, της προβληματικής Credit Suisse Group AG και της ισχυρότερης UBS Group AG, ωστόσο οι ενέργειές τους στέλνουν επίσης ένα ανησυχητικό μήνυμα: Περίπου 15 χρόνια μετά την τελευταία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι ρυθμιστικές αρχές δεν είναι ακόμα σίγουρες ότι μπορούν να διαχειριστούν με ασφάλεια την κατάρρευση μιας συστημικά σημαντικής τράπεζας, ακόμη και μιας σχετικά μικρής.
«Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξαγορά από την UBS ήταν ίσως η καλύτερη που θα μπορούσαμε να ελπίζουμε», επισημαίνει η ανάλυση του Bloomberg και συνεχίζει σημειώνοντας πως με δεδομένο το πόσο γρήγορα έφευγαν οι καταθέτες και οι αντισυμβαλλόμενοι της Credit Suisse και πόσο επειγόντως οι ρυθμιστικές αρχές αναζήτησαν μια συμφωνία, οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα θα είχε προκαλέσει όλεθρο.
Τα καλά νέα
Οι αρθρογράφοι του ειδησεογραφικού πρακτορείου είναι ξεκάθαροι ως προς την εξέλιξη των γεγονότων. «Μην κάνετε λάθος: Αυτή ήταν μια διάσωση», αναφέρουν και συνεχίζουν, «η ελβετική κυβέρνηση, εκ μέρους των φορολογουμένων, συμφώνησε να παράσχει στην UBS ασφάλιση σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων έναντι ζημιών σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και να καλύψει τυχόν ζημίες σε πιστωτική γραμμή έκτακτης ανάγκης 108 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας».
Τα άσχημα νέα
Το Bloomberg σημειώνει πως τα παραπάνω μπορεί να αποτέλεσαν μία θετική εξέλιξη, ωστόσο τα δεδομένα ανοίγουν παράθυρο για πραγματικά άσχημη έκβαση. «Αντιμέτωποι με την αποτυχία της Credit Suisse, οι αξιωματούχοι έδωσαν στην UBS αυτό που ήθελε και δημιούργησαν μια ακόμη μεγαλύτερη τράπεζα με ρητές κρατικές εγγυήσεις. Αυτό ενισχύει την αντίληψη ότι οι κυβερνήσεις θα στέκονται πάντα πίσω από συστημικά σημαντικές τράπεζες — μια προσδοκία που ενθαρρύνει ακόμη πιο ανεύθυνη συμπεριφορά», αναφέρει η ανάλυση.
Έτσι, στο ίδιο πλαίσιο γίνεται σαφές πως παρά τις προσπάθειες που έγιναν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την εξυγίανση των τραπεζών, οι τυχόν αποτυχίες πάντα θα φέρνουν την κρατική παρέμβαση στο προσκήνιο, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε.
Γράφει σχετικά το Bloomberg: «Αυτό είναι ιδιαίτερα ατυχές δεδομένου ότι οι παγκόσμιες ρυθμιστικές αρχές έχουν περάσει την τελευταία δεκαετία περίπου προετοιμασμένες να ανταποκριθούν διαφορετικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ελβετία δημιούργησαν έναν μηχανισμό εξυγίανσης μεγάλων τραπεζών που επιτρέπει στους κρατικούς αξιωματούχους να αντικαταστήσουν τη διοίκηση και να ανακεφαλαιοποιήσουν ένα ίδρυμα σε πτώση χωρίς να διακόπτουν τις παγκόσμιες δραστηριότητές του. Το σχέδιο απαιτούσε από τις τράπεζες να έχουν ένα επιπλέον στρώμα χρέους που απορροφά τις ζημιές που θα μπορούσε να διαγραφεί ή να μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση δεν θα γινόταν σε βάρος των φορολογουμένων και των καταθετών. Η ΕΕ χρησιμοποίησε με επιτυχία τον μηχανισμό της το 2017, για να σώσει και να πουλήσει την αφερέγγυα ισπανική Banco Popular».
Στην παρούσα φάση, η Credit Suisse ήταν καλή υποψήφια για διάσωση χωρίς οι αναμενόμενες επιπτώσεις να είναι τόσο μεγάλες, καθώς όπως αναφέρει το Bloomberg, με λιγότερα από 600 δισ. δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία στο τέλος του 2022 (η Deutsche Bank AG είχε περισσότερα από 1,4 τρισ. δολάρια). Παράλληλα είχε πολλά ίδια κεφάλαια και χρέη που θα μπορούσαν να διαγραφούν για την προστασία των φορολογουμένων και των καταθετών – μια πιθανότητα που, κρίνοντας από τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων της τράπεζας, οι αγορές έρχονταν να αποδεχτούν γρήγορα.
Ωστόσο, όταν η Credit Suisse έφτασε στον γκρεμό, οι αξιωματούχοι έδειξαν μικρή πίστη στην ικανότητά τους να το επιλύσουν με ασφάλεια. Αντ ‘αυτού, επέλεξαν μια νομοθετημένη λύση. Έγραψαν περίπου 17 δισ. δολάρια σε ομόλογα bail-in, αλλά επέτρεψαν επίσης στους μετόχους να λάβουν περισσότερα από 3 δισ. δολάρια σε μετοχές της UBS, ανατρέποντας την παραδοσιακή αρχαιότητα των επενδυτών. Έτσι έθεσαν σε κίνδυνο τους φορολογούμενους: «Ίσως θεώρησαν ότι το περιβάλλον της αγοράς ήταν πολύ εύθραυστο, ότι η εμπιστοσύνη είχε πέσει για να αποκατασταθεί μια νέα διαδικασία. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, έδειξαν ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι πρόθυμες να πατήσουν τη σκανδάλη», γράφει χαρακτηριστικά το Bloomberg.
Αυτό το επεισόδιο, γράφει κλείνοντας την ανάλυσή του το Bloomberg, θα πρέπει να εμπνεύσει μία σοβαρή ρυθμιστική ενδοσκόπηση. Τουλάχιστον, εάν ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να είναι πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν, οι αξιωματούχοι θα πρέπει να απαιτήσουν πολύ περισσότερα ίδια κεφάλαια για να καταστήσουν εξαρχής λιγότερο πιθανά τέτοια γεγονότα. Αλλά ακόμη και τα άφθονα ίδια κεφάλαια δεν θα σταματήσουν απαραιτήτως τις διαδικασίες του είδους που γνώρισαν η Credit Suisse και η Silicon Valley Bank. Η αντιμετώπιση αυτής της αστάθειας θα απαιτήσει μια πολύ βαθύτερη επανεξέταση, με στόχο να διασφαλιστεί ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν πάντα να αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις που μοιάζουν με χρήματα που δημιουργούν.
Μέχρι να συμβεί αυτό, το μάθημα για τις τράπεζες από τη διάσωση της Credit Suisse είναι επικίνδυνο: Εάν είστε αρκετά μεγαλόσωμοι και τρομακτικοί, η κυβέρνηση θα βάλει πλάτη.