Σκληρά επικριτική για την κυβέρνηση η έκθεση Στέϊτ Ντιπάρτμεντ- Αναφορές σε υποκλοπές, ανθρώπινα δικαιώματα και μέσα ενημέρωσης
Σκληρά επικριτική για την ελληνική κυβέρνηση είναι η Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με αναφορές «φωτιά» για το σκάνδαλο των υποκλοπών, τη λίστα Πέτσα, τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα κ.ά. Η έκθεση έρχεται σε συνέχεια δημοσιευμάτων σε μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες για το σκάνδαλο των υποκλοπών, τελευταίο εκ των οποίων αυτό των N.Y Times με αφορμή την παρακολούθηση της Άρτεμις Σίφορντ.
Ο λόγος για την ετήσια Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο, σε 198 χώρες, για το έτος 2022, την οποία παρουσίασε ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν.
Η έκθεση, όπως κάθε χρόνο, χωρίζεται σε κεφάλαια ανά χώρα. Η Έκθεση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα εξετάζει τις πρακτικές που εφαρμόζονται ανά χώρα, καλύπτοντας διεθνώς αναγνωρισμένα ατομικά, αστικά, πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε άλλες διεθνείς συμβάσεις. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποβάλλει την έκθεση η οποία αναφέρεται σε όλες τις χώρες που λαμβάνουν βοήθεια και σε όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών στο Κογκρέσο, σύμφωνα με τον Νόμο περί Εξωτερικής Βοήθειας του 1961 και τον Νόμο περί Εμπορίου του 1974.
Κεφάλαιο «Ελλάδα»
Όσον αφορά στην Ελλάδα, στην εισαγωγή του -43 σελίδων- σχετικού κεφαλαίου (ΕΔΩ), αναφέρεται ότι: «Η Ελλάδα είναι συνταγματική Δημοκρατία και πολυκομματική κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κοινοβούλιο, το οποίο δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση όπου επικεφαλής είναι ο Πρωθυπουργός. Το 2019 στη χώρα πραγματοποιήθηκαν κοινοβουλευτικές εκλογές που οι παρατηρητές χαρακτήρισαν ως ελεύθερες και δίκαιες. Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε από το Κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ηγείται της χώρας.
Η αστυνομία είναι υπεύθυνη για την επιβολή του νόμου, την ασφάλεια των συνόρων και τη τήρηση της τάξης. Υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, το οποίο είναι επίσης υπεύθυνο για τις σωφρονιστικές εγκαταστάσεις. Το Λιμενικό Σώμα, αρμόδιο για την τήρηση του νόμου και των συνόρων στα χωρικά ύδατα, αναφέρεται στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Οι Ένοπλες Δυνάμεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Η Αστυνομία και οι Ένοπλες Δυνάμεις μοιράζονται τα καθήκοντα επιβολής του νόμου σε ορισμένες παραμεθόριες περιοχές. Η προστασία των συνόρων συντονίζεται από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Οι πολιτικές Αρχές διατήρησαν αποτελεσματικό έλεγχο της Αστυνομίας, του Λιμενικού και των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ η κυβέρνηση διέθετε αποτελεσματικούς μηχανισμούς διερεύνησης και τιμωρίας περιπτώσεων κατάχρησης εξουσίας. Μέλη των δυνάμεων ασφαλείας διέπραξαν κάποιες πράξεις κατάχρησης εξουσίας».
Αναφορές-κόλαφος για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα
Στην Έκθεση αναφέρεται ότι υπήρξαν «αξιόπιστες αναφορές» για σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Συγκεκριμένα, επικαλούμενη τις αναφορές αυτές, η Έκθεση γράφει για:
- σκληρή, απάνθρωπη, ή ταπεινωτική μεταχείριση, ή τιμωρία κρατουμένων σε φυλακές, καθώς και μεταναστών και αιτούντων ασύλου από τις Αρχές επιβολής του νόμου.
- περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση και τα Μέσα Ενημέρωσης συμπεριλαμβανομένης της επιβολής ή της απειλής επιβολής της ποινικής νομοθεσίας περί συκοφαντίας και δυσφήμησης.
- αναγκαστικές επιστροφές και εικαζόμενη χρήση βίας από τις κυβερνητικές Αρχές κατά μεταναστών και αιτούντων ασύλου.
- ανεπαρκής έρευνας και λογοδοσία για, με βάση το φύλο, βία, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας ή εγκλήματα που αφορούν βία που στοχεύει μέλη εθνικών/φυλετικών/εθνοτικών μειονοτήτων και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλή χρήσης βίας που στοχεύει λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, διεμφυλικούς ή διαφυλικά άτομα.
Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει η Έκθεση, υπήρξαν αναφορές και καταγγελίες από μη κυβερνητικές οργανώσεις και διεθνείς οργανισμούς σχετικά με τις αποτυχίες της κυβέρνησης να διερευνήσει αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς για καταχρηστικές ενέργειες, αστυνομικές πρακτικές και αναγκαστικές επιστροφές αιτούντων ασύλου, και να καταστούν όσοι θεωρήθηκαν υπεύθυνοι υπόλογοι.
Επίσης, στο κείμενο της έκθεσης υπάρχουν αναφορές για αντισημιτικές τοποθετήσεις σε μερίδα ακραίων, όπως χαρακτηρίζονται, ΜΜΕ και ιστοσελίδων αλλά και σε περιστατικά βανδαλισμών σε εβραϊκά κοιμητήρια. Υπάρχει, μεταξύ άλλων, αναφορά σε περιστατικό βεβήλωσης μνημείου αφιερωμένου στο ολοκαύτωμα στο χώρο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Στη «σέντρα» ο Μητσοτάκης για τη λίστα Πέτσα
Παράλληλα, η έκθεση δεν παραλείπει να αναφερθεί στο σκάνδαλο της λίστας Πέτσα και στον αδιαφανή τρόπο κρατικών επιδοτήσεων στα ΜΜΕ.
Όπως γράφει, το Govwatch, η διερευνητική αποστολή του MFRR στην Ελλάδα και το Media Pluralism Monitor, κατήγγειλαν όλοι την έλλειψη διαφάνειας στη διανομή των κρατικών επιδοτήσεων στα μέσα ενημέρωσης κατά την περίοδο της εκστρατείας ενημέρωσης για τον COVID-19 (λίστα Πέτσα).
«Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι έδωσε επιδοτήσεις με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως ποσοτικά για την προβολή κοινού, την κυκλοφορία κ.ά, καθώς και ποιοτικά κριτήρια όπως η ασφάλεια της επωνυμίας. Η απουσία δημοσίως διαθέσιμων κριτηρίων ανάθεσης ώθησε μια ΜΚΟ, ωστόσο, να υποβάλει αίτημα απαιτώντας την αποκάλυψη των κριτηρίων. Το δικαστήριο απέρριψε αυτό το αίτημα με την αιτιολογία ότι ο αναφέρων δεν είχε το νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες», τονίζεται χαρακτηριστικά.
«Η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε τις απαγορεύσεις για τις υποκλοπές»
Ωστόσο, η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό αμαυρώνεται ακόμα περισσότερο, καθώς η έκθεση κατακεραυνώνει την κυβέρνηση για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Όπως επισημαίνεται, το Σύνταγμα και οι νόμοι της Ελλάδας απαγορεύουν τέτοιες ενέργειες, ωστόσο, η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε αυτές τις απαγορεύσεις.
Μάλιστα, στο κείμενο επισημαίνεται ως παράδειγμα ένας νόμος του 2021, ο οποίος προβλέπει μία μοναδική εξαίρεση από το δικαίωμα των πολιτών να ενημερώνονται όταν η κυβέρνηση παραβιάζει τις επικοινωνίες τους, τον λόγο «εθνικής ασφάλειας».
Στην έκθεση παρατίθενται αναφορές των ΜΜΕ για τη χρήση -από πλευράς κυβέρνησης- παράνομου λογισμικού για να παρακολουθεί τις επικοινωνίες ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων και δημοσιογράφων.
Στη συνέχεια υπενθυμίζει δύο περιπτώσεις παρέμβασης στο απόρρητο και την αλληλογραφία, οι οποίες προσέλκυσαν την προσοχή των τοπικών και διεθνών μέσων ενημέρωσης:
«Στις 11 Απριλίου, τα ΜΜΕ ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει το λογισμικό υποκλοπής Predator από τις 21 Ιουλίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2021, για να παρακολουθεί τον ερευνητή δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη. Ο Κουκάκης υπέβαλε καταγγελία στην Ελληνική Αρχή για την Ασφάλεια και το Απόρρητο των Επικοινωνιών τον Αύγουστο του 2020 ισχυριζόμενος ότι το κινητό του ήταν υπό παρακολούθηση. Ωστόσο, η αρχή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία παρακολούθησης. Στις 28 Μαρτίου, μια αναφορά από το Εργαστήριο Πολιτών του Πανεπιστημίου του Τορόντο επιβεβαίωσε τις υποψίες του Κουκάκη. Ο Κουκάκης κατέθεσε μήνυση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 28 Ιουλίου.
Επίσης, στις 26 Ιουλίου, ο Νίκος Ανδρουλάκης, επικεφαλής του κεντροαριστερού κόμματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, κατέθεσε μήνυση στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι είχε βρει το spyware Predator στο κινητό του τηλέφωνο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των ΜΜΕ, η καταγγελία του προκάλεσε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στη Βουλή, κατά την οποία ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι ο Κουκάκης και ο Ανδρουλάκης είχαν παρακολουθηθεί. Αρνήθηκε τη χρήση λογισμικού Predator και ισχυρίστηκε ότι η παρακολούθηση είχε διεξαχθεί νόμιμα με την κατάλληλη δικαστική εξουσιοδότηση. Η κυβέρνηση αρνήθηκε δημόσια ότι αγόρασε ή χρησιμοποιούσε το λογισμικό παρακολούθησης Predator. Στις 5 Αυγούστου ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του επικεφαλής του επιτελείου του (σ.σ του Γρηγόρη Δημητριάδη) και του αρχηγού της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που απαιτεί οποιαδήποτε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών από την κυβέρνηση να προεγκρίνεται τόσο από εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών. Στις 9 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών για χρήση, πώληση ή διανομή spyware».