Σφοδρή επίθεση Φωτίου σε Μιχαηλίδου: “Έκανε το ίδιο λάθος όπως με την 12χρονη στον Κολωνό δημοσιοποιώντας τα στοιχεία της δομής”
«Με φρίκη και αποτροπιασμό παρακολουθούμε από χθες μια νέα περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης ενός 14χρονου κοριτσιού.
Αυτή τη φορά με την σημαντική ιδιαιτερότητα ότι το παιδί βρισκόταν σε δημόσια δομή, δηλαδή υπό την άμεση ευθύνη και εποπτεία του κράτους, η οποία μάλιστα έχει χαρακτηριστικά μοναδικότητας επειδή φιλοξενεί αποκλειστικά κορίτσια προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, 12-18 ετών», αναφέρει η Θεανώ Φωτίου αναπληρώτρια Τομεάρχης για την Κοινωνική Αλληλεγγύη της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, με αφορμή την σεξουαλική εκμετάλλευση της 14χρονης που φιλοξενείται σε κονωνική δομή.
«Η δεύτερη σημαντική ιδιαιτερότητα είναι ότι η κακοποίηση προέρχεται από το εξωτερικό περιβάλλον και η δομή αδυνατεί να την αντιμετωπίσει έγκαιρα και αποτελεσματικά. Δεν απέδωσε κάτι στην συγκεκριμένη περίπτωση ο υπεύθυνος παιδικής προστασίας και δεν προκύπτει ότι ενημερώθηκε εγκαίρως το εποπτεύον υπουργείο. Παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργείου ότι οι εργαζόμενοι υπερκαλύπτουν τις ανάγκες, γνωρίζουμε ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων είχε προσληφθεί για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών λόγω Covid ή μέσω του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας.
Γι αυτό επιμένουμε ότι το προσωπικό πρέπει να έχει σταθερή και μόνιμη σχέση εργασίας με την δομή. Γι αυτό απαιτήσαμε με πρόσφατη ερώτησή μας στη Βουλή προς τον Υπουργό Εργασίας την άμεση επαναπρόσληψη του απολυμένου επικουρικού προσωπικού και την κάλυψη των θέσεων με μόνιμες προσλήψεις.
Βεβαίως και σε αυτήν την περίπτωση αναδεικνύεται το γνωστό θέμα της αποϊδρυματοποίησης, το οποίο όμως εξαντλείται εδώ και 4 χρόνια σε διακηρύξεις χωρίς αντίκρισμα όταν δεν τίθεται χρονικός ορίζοντας μετατροπής όλων των κλειστών δομών σε ανοιχτές, ενώ αντίθετα ιδρύονται νέες ιδρυματικού τύπου δομές δυναμικότητας έως και 20 παιδιών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η προτεραιότητα θα ήταν η άμεση εφαρμογή της επαγγελματικής αναδοχής η οποία παρότι θεσπίστηκε το 2018 με τον νόμο 4538 για την αναδοχή και την υιοθεσία δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να δώσει άμεση λύση διότι φιλοξενούνται μόλις 10 παιδιά, αριθμός απόλυτα διαχειρίσιμος.
Η απουσία ενός εκτεταμένου δικτύου έγκαιρης και έγκυρης ανίχνευσης και διάγνωσης των περιστατικών κακοποίησης, με δομές στους δήμους που είχαν προβλεφθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, οδηγεί μοιραία στην αστυνομική και ποινική αντιμετώπισή τους. Το ίδιο συνέβη και τώρα.
Η αρμόδια Υφυπουργός κ. Μιχαηλίδου, χωρίς να διευκρινίζει αν και πότε είχε λάβει γνώση της κατάστασης, έσπευσε να αποσείσει τις ευθύνες της.
Επανέλαβε τα λάθη που διέπραξε στην περίπτωση της 12χρονης του Κολωνού, δημοσιοποιώντας τα στοιχεία της δομής και εμφανιζόμενη με φόντο την εικόνα των κτιριακών της εγκαταστάσεων. Δήλωσε αναληθώς ότι όλα τα φιλοξενούμενα παιδιά έχουν υποστεί κακοποίηση από το οικογενειακό τους περιβάλλον, υπονοώντας ότι το γεγονός αυτό προκαθορίζει ένα δυσοίωνο αντίστοιχο μέλλον. Η στοχοποίηση δομής και παιδιών στο σχολικό και κοινωνικό τους περιβάλλον συνιστά αναμφίβολα δευτερογενή κακοποίηση.
Υπεραμύνθηκε του «ανοικτού» χαρακτήρα της δομής, συγχέοντας την πραγματική ανάγκη κοινωνικοποίησης των φιλοξενούμενων παιδιών με το έλλειμμα στον προσδιορισμό και έλεγχο των ορίων, τα οποία υπάρχουν σε κάθε οικογένεια, προϋποθέτουν την οικοδόμηση σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης και δεν μπορούν να απουσιάζουν από ένα δημόσιο φορέα παιδικής προστασίας. Κατά τα άλλα είναι σαφές ότι η δομή είναι κλειστής φροντίδας, δηλαδή τα παιδιά μένουν και κοιμούνται εκεί, σε αντίθεση με τις δομές ανοιχτής φροντίδας, όπου τα παιδιά προσέρχονται αλλά επιστρέφουν σπίτι τους.
Ευτυχώς αυτή τη φορά το παιδί θα καταθέσει στο Σπίτι του Παιδιού και όχι στην ΓΑΔΑ, σε εξειδικευμένους επιστήμονες και σε κατάλληλο, προστατευμένο περιβάλλον. Τα Σπίτια του Παιδιού ήταν μία μεγάλη θεσμική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς, έξη χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου λειτουργούν μόνο δύο Σπίτια του Παιδιού, που καλύπτουν την Αθήνα και τον Πειραιά.
Αυτή η υπόθεση αναδεικνύει για ακόμη μια φορά την μεγάλη παθογένεια της παιδικής προστασίας: Αντί να παρεμβαίνει προληπτικά, μέσω δράσεων στην κοινότητα, στην οικογένεια, στο σχολείο, στους χώρους άθλησης, όπου ζουν και δραστηριοποιούνται παιδιά, έρχεται εκ των υστέρων να επιχειρεί να αντιμετωπίσει προβλήματα που μοιραία ανακύπτουν όταν υστερεί ο τομέας της πρόληψης.
Η αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοια αποτρόπαια περιστατικά βλέπουν το φως της δημοσιότητας δεν πρέπει να οδηγήσει την κοινωνία να τα θεωρήσει ως μια νέα κανονικότητα. Χρειάζεται εγρήγορση και δέσμευση ότι δεν θα συνηθίσουμε αυτήν την τερατώδη πραγματικότητα.