Αύξηση κατώτατου μισθού στο μικροσκόπιο – Ποιους ευνοεί, τι σημαίνει, ποια κενά αφήνει
Από την 1 Απριλίου 2023, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται κατά 9,4%, στα 780 ευρώ το μήνα για 14 μισθούς το έτος, με αντίστοιχες καθαρές αποδοχές περίπου στα 667 ευρώ. Ωστόσο, υπάρχουν τρία σημεία “κλειδιά” όπως επισημαίνεται στο ρεπορτάζ του news247. Το πρώτο έχει να κάνει με τη συνέχιση της μνημονιακής “εξαίρεσης” σε σχέση με το κεκτημένο δεκαετίων για την ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση για τη διαμόρφωση των μισθών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, “σφραγίδα” των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών.
“Υπογραμμίζουμε εκ νέου την ανάγκη να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους η αποφασιστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού οι οποίοι είναι οι «καθ’ ύλην» αρμόδιοι, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας” ανέφερε σε δήλωσή του χθες ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου κι Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) Γιώργος Καρανίκας
- Το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι οι αυξήσεις έρχονται με καθυστέρηση.
Με βάση, επίσης, όσα έχουν αναφέρει οι εμβριθείς αναλυτές των εργασιακών Σάββας Ρομπόλης και Βασίλειος Μπέτσης “σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 2022 η απώλεια σε αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στη χώρα μας ήταν 12,7% (PPS, Purchasing Power Standard). Αυτό σημαίνει ότι για να είχε διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στο ίδιο επίπεδο λόγω του πληθωρισμού, θα έπρεπε το επίπεδο του το 2022 να ήταν 952 ευρώ (μεικτά) (σε δωδεκάμηνη βάση, 815 ευρώ για 14 μεικτούς μισθούς από 713 ευρώ (μεικτά) που είναι σήμερα)”. Παράλληλα σημειώνουν ότι “η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού το 2022 έχει παρουσιάσει απώλεια κατά 18,5%. Αντίστοιχα, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του μέσου επιπέδου των συντάξεων θα είναι 18,6% εάν λάβουμε υπόψη την αύξηση του 7,75%. Χωρίς την αύξηση αυτή η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των συντάξεων θα ήταν 25,4%.”
Τόνιζαν, δε, πριν λίγο διάστημα, ότι “στο σενάριο που ο κατώτατος μισθός αυξηθεί κατά 9,6%, δηλαδή όσο ήταν ο πληθωρισμός το έτος 2022, τότε ο συνολικός μέσος μισθός θα αυξηθεί κατά περίπου 4%. Σε αυτή την περίπτωση ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 780 ευρώ (μεικτά) και η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού θα είναι 7% και του συνολικού μέσου μηνιαίου μισθού θα είναι 12%. Στο σενάριο που ο κατώτατος μισθός διαμορφωθεί στα 800 ευρώ (μεικτά), τότε λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του Ο.Ο.Σ.Α. για τον πληθωρισμό του 2023, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού θα διαμορφωθεί στο 4% και του συνολικού μέσου μηνιαίου μισθού των μισθωτών η απώλεια της αγοραστικής δύναμης θα είναι 9,7%.
“Στις συνθήκες αυτές αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή και η θεσμική αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων (Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, Κλαδικές, κ.λπ.) στην Ελλάδα, θα συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση του μεριδίου των μισθών στην προστιθέμενη αξία καθώς και στην ανάκτηση των απωλειών της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών. Η αύξηση αυτή, μεταξύ άλλων, θα επιτρέψει στα νοικοκυριά να αυξήσουν την αποταμίευση, την κατανάλωση, την ζήτηση και την απασχόληση” σημείωναν με έμφαση οι δυο αναλυτές.
- Το τρίτο συνδέεται με την αγοραστική δύναμη και τις συγκρίσεις με τον “σκληρό πυρήνα” της ΕΕ με την οποία όλο και περισσότερο συγκλίνουμε σε επίπεδο τιμών.
Πριν τις τελευταίες ανακοινώσεις, για τον Ιανουάριο του 2023, η Ελλάδα κατείχε την 13η θέση στον κατώτατο μισθό μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο όριο. Παρόλα αυτά λόγω του σχετικά υψηλότερου επιπέδου τιμών, η αγοραστική δύναμη του Έλληνα είναι 19η στην κατάταξη, η τέταρτη χαμηλότερη, σύμφωνα με τη Eurostat. Δηλαδή η Ελλάδα ξεπερνάει σε αγοραστική δύναμη μόνο τις Βουλγαρία, Λετονία και Σλοβακία.
Η χώρα με τον μικρότερο κατώτατο είναι η Βουλγαρία με 399€ και την ακολουθούν η Ουγγαρία με 579€ και η Ρουμανία με 606€. Η χώρα με τον υψηλότερο θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό στην Ε.Ε. είναι το Λουξεμβούργο με 2.387€ και το ακολουθούν η Γερμανία με 1.981€ και το Βέλγιο με 1.955€.
Επίσης, με σχεδόν δύο μηνιαίους κατώτερους μισθούς επιβαρύνονται οι Έλληνες εργαζόμενοι από την αύξηση των τιμών του ρεύματος, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων. Μάλιστα, η Ελλάδα μαζί με την Εσθονία, σύμφωνα πάντα με την έρευνα της ΣΕΣ είναι οι χώρες οι οποίες οι εργαζόμενοι, μετά την Τσεχία, χρειάζονται τις περισσότερες ημέρες εργασίας για να πληρώσουν τους ετήσιους λογαριασμούς ρεύματος. Ο μέσος ετήσιος λογαριασμός ενέργειας είναι πλέον μεγαλύτερος από τους μηνιαίους μισθούς των χαμηλόμισθων εργαζομένων στην πλειονότητα των κρατών μελών της Ε.Ε., σύμφωνα με ανάλυση της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC).
Σε όρους αγοραστικής δύναμης, η Ελλάδα ανεβαίνει στην 13η θέση από 18η προηγουμένως.
Οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι 585.000, κατά 60.000 λιγότεροι σε σχέση με το 2021. “Αυτό δείχνει τη δυναμική της οικονομίας, καθώς αρκετοί εργαζόμενοι που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό τώρα παίρνουν υψηλότερες αμοιβές”, υπογράμμισε ο κ. Χατζηδάκης. Υπενθύμισε επίσης ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ οι μέσες αμοιβές το 2022 αυξήθηκαν κατά 12,4 % σε σχέση με το 2019.
Με την αύξηση, πάντως, του κατώτατου μισθού πέρα από τους μισθοδοτούμενους,οφέλεια έχουν και όσοι λαμβάνουν μια σειρά από επιδόματα.
Συγκεκριμένα τα επιδόματα που συμπαρασύρονται είναι:
Επίδομα: Ποσό
1. Ειδική παροχή μητρότητας : Κατώτατος μισθός
2. Επίδομα γονικής αδείας: Κατώτατος μισθός
3. Βοήθημα λήξης ανεργίας: 13 ημερήσια επιδόματα
4. Βοήθημα τρίμηνης παραμονή στα μητρώα ανέργων: 15 ημερήσια επιδόματα
5. Επίδομα αποφυλακισμένων: 15 ημερήσια επιδόματα
6. Επίσχεσης Εργασίας: 20 ημερήσια επιδόματα
7. Αφερεγγυότητας εργοδότη: Έως 3 μισθοί
8. Εποχικό οικοδόμων: το 70% των 37 κατ. ημερομ/θια
9. Εποχικό σμυριδεργάτων: το 70% των 50 κατ. ημερομ/θια
10. Εποχικό για καλλιτέχνες, θέατρα, τουρισμό: το 70% των 25 κατ. ημερομ/θια
11. Άλλα εποχικά (δασεργατών – ρητινοσυλλεκτών, καπνεργατών, αγγειοπλαστών -κεραμοποιών-πλινθοποιών και μισθωτών ναυπηγ/κής ζώνης): το 70% των 35 κατ. ημερομ/θια
12. Βοήθημα μη μισθωτών: Μηνιαίο επίδομα ανεργίας
13. Επίδομα εργασίας: 50% επιδόματος ανεργίας
14. Αποζημίωση Μαθητών ΕΠΑ.Σ.: 75% κατ. ημερομησθίου
15. Επίδομα πρακτικής άσκησης (ΙΕΚ ΔΥΠΑ): 80% κατώτατου μισθού
16. Απόκτηση εργασιακής εμπειρίας: Κατώτατος μισθός
17. Προγράμματα κοινωφελούς χαρακτήρα: Κατώτατο ημερομίσθιο
18. Προγράμματα απασχόλησης: Επιδότηση 50% – 90% του κατώτατου μισθού
19. Για εργαζόμενους φοιτητές που συμμετέχουν σε εξετάσεις: 30 κατ. ημερομίσθια για τους προπτυχιακούς / 10 κατ. ημερομίσθια για τους μεταπτυχιακούς.
- Η αύξηση πάντως του κατώτατοι μισθού δεν αφορά τις “τριετίες” και δε δίνει αυξήσεις σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια αν και βέβαια “διαμορφώνει κλίμα”.
Με βάση όσα σημείωσε ο κ. Χστζηδάκης “το καθεστώς για τις τριετίες θα αλλάξει όταν η ανεργία θα πέσει κάτω από το 10%. Αυτό εξαρτάται από την πορεία της χώρας, δηλαδή την πολιτική σταθερότητα”, σημείωσε ο υπουργός Εργασίας. “Οι εργαζόμενοι που αμείβονται με κατώτατο μισθό και είχαν συμπληρώσει τριετία το 2012, θα έχουν επιπλέον αυξήσεις” σημείωσε και προσέθεσε ότι οι τριετίες έχουν ρυθμιστεί από το 2012 και τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις έχουν εφαρμόσει αυτή τη ρύθμιση. Όσοι είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον μία τριετία στην εργασία τους μέχρι το Φεβρουάριο του 2012, έχουν επιπλέον αποδοχές οι οποίες μπορούν να φτάσουν μέχρι και το 30 % ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας.”
Παράλληλα ο κ. Χατζηδάκης σε ερώτηση για τις ασφαλιστικές εισφορές ανέφερε ότι ισχύει η δέσμευση του πρωθυπουργού για περαιτέρω μείωση (πέρα από τη μείωση κατά 4,4 μονάδες που έχει ήδη εφαρμοστεί). “Η γενική εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας θα επιτρέψει να προχωρήσουμε με πολύ πιο δομημένο τρόπο στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς θα οδηγήσει σε έλεγχο της παραβατικότητας και περισσότερη ασφαλιστική ύλη”, τόνισε.
Όλα τούτα, πάντως, εγγράφονται σε ένα περιβάλλον μεγάλης ευελιξίας, αυξημένης παραβατικότητας, όπως ουσιαστικά παραδέχθηκε, ο υπουργός, με την Επιθεώρηση Εργασίας, που πλέον είναι ανεξάρτητη αρχή (το πρώην ΣΕΠΕ) να χρειάζεται ενίσχυση για να φέρει σε πέρας ένα δύσκολο έργο, αλλά κι ένα πλαίσιο με νέες μορφές απασχόλησης με χρήση της τεχνολογίας όπου όλα αλλάζουν δραματικά. Επίσης, οι μεγάλες ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό να δημιουργούν νέο σκηνικό που απαιτεί απαντήσεις που ακουμπούν σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, δομής της εκπαίδευσης αλλά και κουλτούρας.
Κι όλα αυτά την ώρα που στην αγορά εργασίας καταγράφονται πολλαπλές ταχύτητες με τους νέους βλέπουν ποσοστά ανεργίας στα ύψη, αλλά και τους μακροχρόνια ανέργους να μένουν σε σταθερά ποσοστά. Έτσι με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, στο 11,9% ανήλθε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το δ’ τρίμηνο πέρυσι, από 11,6% το προηγούμενο τρίμηνο και έναντι 13,2% το δ’ τρίμηνο του 2021. Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 558.416 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση 0,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση 9,6%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Από το σύνολο των ανέργων, περίπου 356.000 άτομα είναι μακροχρόνια άνεργοι, ήτοι αναζητούν εργασία ένα έτος και άνω χωρίς αποτέλεσμα.
- Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 15,7% έναντι 8,8% στους άνδρες. Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στις ομάδες 15- 19 ετών (39,4%) και 20- 24 ετών (28,2%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (22,9%), 30- 44 ετών (11,4%), 45- 64 ετών (8,3%) και 65 ετών και άνω (6,1%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Θεσσαλία (16,2%), η Δυτική Μακεδονία (15,2%) και η Κεντρική Μακεδονία (14,9%). Ακολουθούν, η Πελοπόννησος (14,2%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (13,8%), η Στερεά Ελλάδα (13,5%), η Ήπειρος (12,6%), το Βόρειο Αιγαίο (11,2%), η Κρήτη (11,1%), η Αττική (9,6%), η Δυτική Ελλάδα (9,5%), οι Ιόνιοι Νήσοι (9,1%) και το Νότιο Αιγαίο (7,5%).
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει επίσης ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε διότι η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (30,9%) είτε διότι απολύθηκαν (16,1%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 25,3%. Η πλειονότητα των ανέργων (63,7%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Επίσης, η πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει έως δευτεροβάθμια εκπαίδευση (63,1%). Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στη ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 20,2%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τη ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 13,3%.
Πηγή: news247